Το παλιό πικάπ Ντούαλ του Αλέξη Βάκη
Νίκος Σαραντάκος
Πριν από ένα μήνα και κάτι είχα πάει στη Θεσσαλονίκη, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, απ’ όπου επέστρεψα με μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία (κυριολεκτώ). Κάποια από τα βιβλία αυτά μπορεί και να μην τα διαβάσω ποτέ (άλλωστε δεν διαβάζονται όλα τα βιβλία, μερικά τα έχεις για ν’ ανατρέχεις σ’ αυτά αν και όταν χρειάζεται), κάποια άλλα τα φυλλομέτρησα και τ’ άφησα γι’ αργότερα, κάμποσα όμως τα διάβασα ήδη κι άλλα πήραν τη σειρά τους. Μετά τις εκλογές που θα κάνουμε το καθιερωμένο βιβλιοφιλικό μας άρθρο ενόψει του καλοκαιριού θα αναφέρω αρκετά από αυτά, αλλά σήμερα θα παρουσιάσω ένα βιβλίο που το πήρα φρέσκο στη Θεσσαλονίκη, αφού κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλη, και που δεν είναι έργο μυθοπλασίας αλλά σειρά κειμένων για το ελληνικό τραγούδι.
Πρόκειται για το βιβλίο του Αλέξη Βάκη «Ένα παλιό πικάπ Dual με το ηχείο για καπάκι», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Εύμαρος, με πρόλογο του Φοίβου Δεληβοριά.
Στο παλιό πικάπ του ο συγγραφέας έχει διαλέξει να παίξει κείμενα που έγραψε από το 2003 έως το 2015 και που αρχικά δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα (Δίφωνο, Μετρονόμος και άλλα) αλλά και σε ιστοτόπους. Εδώ βλέπετε τον πίνακα περιεχομένων, οπότε μπορείτε να πάρετε μιαν ιδέα για τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Ο Αλέξης Βάκης ξέρει πολύ καλά τον χώρο του ελληνικού τραγουδιού αφού δεν είναι μόνο ή κυρίως αρθρογράφος, αλλά συνθέτης, ενορχηστρωτής που έχει υπογράψει ενορχηστρώσεις σε πολλές δεκάδες δίσκους, καθηγητής θεωρίας της μουσικής, ραδιοφωνικός παραγωγός με θητεία δεκαετιών από την εποχή του 902 Αριστερά στα FM και από το 2006 ως σήμερα στο Κόκκινο 105.5. Μια από τις πρώτες δουλειές στις οποίες συμμετείχε ήταν οι εκπομπές Μαθήματα πατριδογνωσίας στον 902, από τις οποίες βγήκε ένα διπλό σιντί που σας συμβουλεύω να το αναζητήσετε -το άκουγα προχτές και δεν έχει πάρει ούτε ρυτίδα.
Ο Βάκης είναι φίλος, και με έχει καλέσει και σε εκπομπές που κάνει στο Κόκκινο, οπότε το δηλώνω εξαρχής ότι δεν είμαι αμερόληπτος. Το βιβλίο πάντως το χάρηκα και πιστεύω πως θα το χαρούν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το ελληνικό τραγούδι, καθώς είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο που ξέρει πολύ καλά τον χώρο, που έχει τι να πει και που ξέρει να το πει καλά.
Σε χοντρές γραμμές, τα άρθρα του βιβλίου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Άρθρα που συζητούν θέματα σχετικά με το τραγούδι, ας πούμε σε σχέση με τα πνευματικά δικαιώματα, τη διαφορά συνθέτη και τραγουδοποιού, τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε ελαφρό και σε λαϊκό τραγούδι, το μπουζούκι ως εθνικό όργανο, τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, τις πλεϊ-λιστ, το μέγα σχίσμα ανάμεσα σε τρίχορδο και τετράχορδο μπουζούκι, αφενός. Και αφετέρου, άρθρα αφιερωμένα σε κάποιο πρόσωπο, από τον Μανώλη Χιώτη και τον Βασίλη Τσιτσάνη ίσαμε τον Ηλία Κατσούλη και τον Πάνο Γεραμάνη.
Ανάμεσα στα άρθρα της κατηγορίας αυτής ξεχωρίζουν το πολύ σημαντικό άρθρο για τον Μάνο Χατζιδάκι στην ΕΠΟΝ (γραμμένο απο κοινού με τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό), το οποίο φέρνει στο φως πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το έργο και τη δράση του Χατζιδάκι κατά την Κατοχή και την απελευθέρωση, καθώς και το άρθρο για τον Γιάννη Σπανό στο Παρίσι. Και, όσο κι αν το πρώτο άρθρο είναι αντικειμενικά πιο σημαντικό, εμένα με συνάρπασε περισσότερο το δεύτερο επειδή αγνοούσα τα περισσότερα απ’ όσα διάβασα για τα τραγούδια που έγραψε και τις συνεργασίες που είχε στο Παρίσι ο Γιάννης Σπανός.
Στις παρουσιάσεις βιβλίων που κάνω συνηθίζω να βάζω και ένα απόσπασμα. Το άρθρο για τον Σπανό είναι σχετικά μεγάλο (εκείνο για τον Χατζιδάκι είναι ακόμα μεγαλύτερο) κι έτσι δεν θα ήταν πολύ βολικό να το βάλω στο ιστολόγιο -και δεν θα ήταν και σωστό, αφού το βιβλίο είναι ακόμα καινούργιο. Οπότε, διαλέγω ένα μικρότερης έκτασης άρθρο, ένα άρθρο αφιερωμένο σε ένα τραγούδι, την Πριγκιπέσα του Μάλαμα. Ταιριάζει κιόλας, αφού σχετικά πρόσφατα είχαμε συζητήσει αν γράφονται καινούργια τραγούδια με απήχηση. Το τραγούδι του Μάλαμα κυκλοφόρησε το 2000 και έχει γνωρίσει πολλαπλές επανεκτελέσεις, οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε πιθανό ότι θα εξακολουθήσει να ακούγεται για πολλά χρόνια ακόμα.
Δίνω τον λόγο λοιπόν στον Αλέξη Βάκη:
Μια Πριγκιπέσα που πάει παντού
Οι πολλαπλές επανεκτελέσεις δημοφιλών τραγουδιών δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο στην ελληνική δισκογραφία. Το συναντάμε ήδη από τα προπολεμικά χρόνια. Πάντως, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την Πριγκιπέσα του Σωκράτη Μάλαμα είναι πρωτόγνωρο. Γιατί δεν είναι δα και ό,τι πιο συνηθισμένο το τραγούδι ενός σύγχρονου δημιουργού, που είναι μεν αναγνωρίσιμος και δημοφιλής, μα κατ’ ουσίαν παραμένει underground ιδιοσυγκρασίας, να ακούγεται κάθε βράδυ σε κάθε νυχτερινό μαγαζί της ελληνικής επικράτειας: από τις πιο αυστηρές «έντεχνες» μουσικές σκηνές της Αθήνας ως το τελευταίο επαρχιακό σκυλάδικο. Και επιπλέον, να έχει καταγραφεί στη δισκογραφία μέσα από διαδοχικές επανεκτελέσεις, που όλες -κάτι εξίσου εντυπωσιακό- έγιναν κατά την τριετία 2006-2009. Αυτή τη στιγμή η Πριγκιπέσα κυκλοφορεί ταυτόχρονα σε τουλάχιστον δέκα διαφορετικές δισκογραφικές εκδοχές (με τη σιγουριά μάλιστα ότι μου έχουν διαφύγει μερικές ακόμη), πράγμα που -αν δεν κάνω λάθος- ουδέποτε είχε συμβεί στο παρελθόν με άλλο τραγούδι. Χωρίς φυσικά να συνυπολογίζω τις εκτελέσεις που μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο -σε βιντεάκια του τύπου YouTube- από καλλιτέχνες (Γλυκερία, Ματθαίο Γιαννούλη κ.ά.) οι οποίοι δεν έχουν συμπεριλάβει το εν λόγω τραγούδι σε κάποιο δίσκο τους ως τώρα, το διατηρούν όμως σταθερά στο ρεπερτόριό τους όπου και αν εμφανίζονται ζωντανά.
Έχουμε και λέμε
Εκτός λοιπόν της πρώτης εκτέλεσης (η οποία περιλαμβάνεται στον δίσκο του Σωκράτη Μάλαμα Ο φύλακας κι ο βασιλιάς, που κυκλοφόρησε το 2000), μπορεί κανείς να βρει την Πριγκιπέσα στις παρακάτω ηχογραφήσεις σε στούντιο:
- με τον Μανώλη Λιδάκη στον δίσκο Αυστηρώς λαϊκόν (2006)
- με τον Μπάμπη Τσέρτο στον δίσκο Το μονοπάτι (2006)
- με την Πίτσα Παπαδοπούλου στον δίσκο Όσα αγαπώ (2006)
- με τη Μελίνα Ασλανίδου στον δίσκο Στο δρόμο (2009)
- με τον Βασίλη Καρρά στον δίσκο Όπως παλιά (2009)
Για την περίπτωση που κάποιος προτιμάει τις ζωντανές ηχογραφήσεις (και εκτός της επανεκτέλεσης του τραγουδιού από τον ίδιο τον Μάλαμα στον δίσκο Live στο Λυκαβηττό – 2007), υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές λύσεις:
- με τον Μπάμπη Στόκα στον δίσκο Τραγουδήστε, μην ντρέπεστε (2008)
- με την Ελένη Βιτάλη στον δίσκο Ζωντανό Κύτταρο (2009)
Αν μάλιστα όλες οι παραπάνω εκδοχές δεν σας ικανοποιούν και θέλετε κάτι πιο δραστικό, ενδέχεται να σας ενδιαφέρει ο «άρχοντας του κάμπου», ο -κατοικοεδρεύων στα cult μαγαζιά μεταξύ Καρδίτσας και Τρικάλων- Μίμης Γκιουλέκας, ο οποίος στον δίσκο του Μια βραδιά στις Δέκα Εντολές (κυκλοφόρησε το 2007) επίσης συμπεριέλαβε την Πριγκιπέσα.
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;
Προς τι όμως όλος αυτός ο πανικός; Σαν να λέμε, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ήταν η Πριγκιπέσα εκείνη που μπήκε στα χείλη όλων τα τελευταία χρόνια και όχι κάποιο άλλο τραγούδι; Ιδού ένα ερώτημα που χρήζει απάντησης. Μη βιαστείτε να απαντήσετε «εξαιτίας του ρυθμού της», πως είναι δηλαδή τσιφτετέλι και άρα είναι εύκολο να «εκμαυλίσει» τα πλήθη και να τα σηκώσει στην πίστα. Ο ρυθμός του τσιφτετελιού ήταν όντως εκείνος που έβγαλε τεράστια σουξέ τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια: Πότε Βούδας πότε Κούδας (Πέτρου Βαγιόπουλου-Μανώλη Ρασούλη), Βάλε το κόκκινο φουστάνι (Σταύρου Κουγιουμτζή-Κώστα Κινδύνη), Μία είναι η ουσία (Χρήστου Νικολόπουλου-Λευτέρη Χαψιάδη), Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο (Γιάννη Σπανού-Τασούλας Θωμαΐδου) και άλλα, υπό τους ήχους των οποίων λικνίστηκαν εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες. Όμως, η ρυθμική αγωγή του τραγουδιού του Μάλαμα είναι κατά πολύ πιο αργή από των υπολοίπων που ανέφερα, κάτι που του δίνει έναν ράθυμο (και ως εκ τούτου πιο μοναχικό) χαρακτήρα, ακόμη και τη στιγμή του χορού. Αν μάλιστα συνυπολογίσω τον εξομολογητικό τρόπο με τον οποίο εκφέρονται -σε πρώτο πρόσωπο- οι στίχοι, θα μπορούσα άνετα να υποστηρίξω πως η Πριγκιπέσα είναι ένα τσιφτετέλι με ψυχολογία «βαριού» ζεϊμπέκικου. Για να είμαστε πάντως σοβαροί, υπάρχουν πολλοί αδιόρατοι παράγοντες που καθορίζουν ποιο τραγούδι γίνεται επιτυχία και ποιο όχι και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει το μυστικό στο θέμα αυτό. Πράγμα που σημαίνει πως όποια λογικοφανή εξήγηση κι αν δώσουμε στο φαινόμενο, ποτέ δεν θα είμαστε 100% σίγουροι ως προς την ορθότητα των ισχυρισμών μας.
Αφιερώνουμε τη νίκη στον υπέροχο λαό μας
Ένα πράγμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έψαχνα στοιχεία στο διαδίκτυο γι’ αυτό το άρθρο, είναι πως εκείνοι που δυσανασχετούν -και μάλιστα εμφανώς, αν μπείτε σε σχετικά ιστολόγια θα το δείτε- με την μεγάλη επιτυχία της Πριγκιπέσας είναι αρκετά άτομα από τον στενό πυρήνα των ακροατών του Μάλαμα όλα αυτά τα χρόνια. Που θεωρούν «προδοσία» το να αγγίζει π.χ. ο Βασίλης Καρράς ένα τραγούδι «του Σωκράτη», και μάλιστα με τη συγκατάθεση του τελευταίου. Εδώ που τα λέμε βέβαια, ο τραγουδοποιός ασφαλώς και δεν είχε κανένα λόγο για να αρνηθεί το σχετικό αίτημα, όσο και αν κάτι τέτοιο πληγώνει κάποιους οπαδούς του. Οι οποίοι (και δεν το εστιάζω φυσικά μόνο στους λάτρεις του Μάλαμα αλλά και αρκετών άλλων ομοτέχνων του), έχοντας αποκτήσει μια ιδιάζουσα -και σίγουρα στην αρμοδιότητα της ψυχοπαθολογίας- «συνιδιοκτησιακή» σχέση με το δημιουργικό έργο του ειδώλου τους, αισθάνονται ίσως ότι δικαιούνται να θέτουν όρους για το πλαίσιο και τους χώρους όπου μπορεί να κινηθεί το εν λόγω έργο.
Όμως αυτό, ειδικά στις συνθήκες της σημερινής «περίεργης» πνευματικής συγκυρίας που ζούμε, είναι διαφορετικής τάξεως ζήτημα.
(Δημοσιεύτηκε στο Δίφωνο, τεύχος 168 – Φεβρουάριος 2010)
Αναδημοσίευση από το blog του Νίκου Σαραντάκου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία»
Παρουσίαση του βιβλίου
Ο Αλέξης Βάκης μεγάλωσε τη δεκαετία του ’60 στο Παγκράτι. Στην οικογένεια του οι περισσότεροι, και ιδίως η μητέρα του (που μαθήτευσε πλάι στον Μάριο Βάρβογλη), ήταν λάτρεις της μουσικής. Έτσι, του κληροδότησαν αυτή την αγάπη με τον πιο φυσικό τρόπο, τραγουδώντας οι ίδιοι σχεδόν ανά πάσα στιγμή. Ταυτόχρονα, το παλιό πικάπ Dual του σπιτιού, που έμαθε να το χειρίζεται άψογα προτού καν αρχίσει να διαβάζει και να γράφει, γέμιζε ήχους την ατμόσφαιρα: Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν που τον κοίμιζαν ως βρέφος, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι (και αργότερα Σαββόπουλο), μα και ελαφρά τραγούδια (Αττίκ, Γιαννίδη, Σουγιούλ, Βέμπο, Κάκια Μένδρη, Γούναρη κ.ά).
Λαϊκά τραγούδια δεν πολυακούγανε στο σπίτι τους. Μάλλον αυτός ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε συστηματικά για την καθαρόαιμη λαϊκή μουσική στα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν, παράλληλα με τον Λεοντή και τον Μαρκόπουλο, και λίγο πριν το επερχόμενο κύμα του ροκ, ανακάλυψε πως του άρεσε να ακούει τις λιγοστές τότε ραδιοφωνικές εκπομπές με ρεμπέτικα. Αργότερα, ως φοιτητής, μπήκε σιγά-σιγά και στο κλίμα του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου, της Γιώτας Λύδια και των άλλων.
Το παιδί -ο Αλέζης Βάκης- μεγάλωσε, έγινε μουσικός (-πιανίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής) και ραδιοφωνικός παραγωγός. Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνει κείμενα μιας δωδεκαετίας που απηχούν κάποιες απόψεις του για τη μουσική και το τραγούδι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
Πρόλογος του Φοίβου Δεληβοριά
Εισαγωγικό κείμενο του Αλέξη Βάκη
Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; / Πνευματικοί δημιουργοί και συγγενικός δικαιούχοι
Το “αν” και η Τζένη Βάνου
Λαϊκό τραγούδι: Η παλιά χαμένη γιορτή που έφτασε ως εμάς για να ξανακερδηθεί (;)
Ένα παλιό πικάπ Dual με το ηχείο για καπάκι / Για τον Απόστολο Καλδάρα
Νίκος Μαμαγκάκης / Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω
Ο κύριος παραγωγός είναι σε meeting. Παρακαλώ, πάρτε αργότερα
Μα τι παίζει επιτέλους το ραδιόφωνο; / Ο σύγχρονος κυνισμός, τα playlist και οι “ημέτεροι” στη μπάντα των FM
Λάκης Καραλής
Όλα πατρίδα μας, κι αυτά κι εκείνα… / Περί free downloading και κοινής λογικής
Ο Μάνος Χατζιδάκις της ΕΠΟΝ – Κοινωνικοπολιτικές και αισθητικές αναζητήσεις ενός ανήσυχου νέου στην Αθήνα της Κατοχής και της Απελευθέρωσης (των Αλέξη Βάκη και Ιάσονα Χανδρινού)
Ο Θεός και οι Καίσαρες / Οι συνθέτες, οι τραγουδοποιοί και οι ενδιάμεσοι εμπλεκόμενοι
Πράσινοι και Βένετοι / Οι -διακριτές- έννοιες του συνθέτη και του τραγουδοποιού στο σημερινό περιβάλλον
A Paris / Ο Γιάννης Σπανός στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα
Ελαφρώς λαϊκά / Απρόσμενες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους δύο ιστορικούς πόλους του ελληνικού τραγουδιού
…και πολλή άλλη ύλη ποικίλη κι εντάξει / Η κοινωνική και φιλοσοφική ματιά του Μανώλη Ρασούλη μέσα από Το Αυγό και τα βιβλία του
Για τον Ηλία Κατσούλη
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι / Η καθοριστική δεκαετία του ’60 στο έργο του Σταύρου Ξαρχάκου
Ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης
Μια Πριγκιπέσα που πάει παντού
Μανώλης Χιώτης / Ένα πρόσωπο-κλειδί για την κατανόηση της “ρευστής” έννοιας του λαϊκού πολιτισμού
Ο τραγουδιστής – εντολέας και εντολοδόχος της κοινωνίας / Ένα παγκόσμιο φαινόμενο στην ιδιόμορφη ελληνική εκδοχή του
Μπουζούκι: Ένα εθνικό αλλά όχι ethnic όργανο
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά / Το ελαφρό τραγούδι στην Ελλάδα – η ακμή και ο φυσικός του θάνατος
Άκης Πάνου – ο ποιητής του αδιεξόδου
Ένα σφάλμα έκανα / Η Πόλυ Πάνου και η μοναδική ερμηνευτική της περσόνα
Πολλοί ορκίστηκαν πως μ’ αγαπήσανε / Τα ιερά τέρατα της μουσικής, το φωτοστέφανο και άλλες ιστορίες
Όχι λέμε στις κότες, όχι και στους ξενέρωτους
Το σύγχρονο “λαϊκό” κιτς, τα χαρακτηριστικά και τα παρελκόμενά του
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα / Ο Βασίλης Τσιτσάνης από τον 20ό στον 21ο αιώνα
Ο αγαπησιάρης Πάνος Γεραμάνης που γνώρισα
Τρίχορδο ή τετράχορδο μπουζούκι; / Ένα ιστορικό “σχίσμα” που διαρκεί μισό αιώνα (των Αλέξη και Δημήτρη Βάκη)
Ο Ηλίας Πετρόπουλος και τα ρεμπέτικα
Ο σπουδαίος άνθρωπος και μουσικός Χρήστος Λεοντής
Παράρτημα Α: Το κτηνώδες playlist – συνέντευξη του Αλέξη Βάκη στον Στυλιανό Τζιρίτα
Παράρτημα Β’: Επιθεώρηση Τέχνης / Το περιοδικό που άλλαξε τις ισορροπίες για την όποια συζήτηση περί Πολιτισμού στην μετεμφυλιακή Ελλάδα – Μια αναφορά στη διαδρομή του