cf83ceb1ceb3ceb9cebfcebdceaccf81ceb5cf82 cf80ceb1cebdcf84cf8ccf86cebbceb5cf82 cf80ceadceb4ceb9cebbceb1 cebaceb1ceb9 ceaccebbcebbceb5

sayonar2Kάθε θάμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις, λέει ο λαός. Κι έτσι, το… σαγιονάρα-γκέιτ, ο θόρυβος δηλαδή που σηκώθηκε από τη φωτογραφία στην προεδρική δεξίωση, που δείχνει έναν γενειοφόρο κύριο με βερμούδα και σαγιονάρα, τη συγκεκριμένη σαγιονάρα της φωτογραφίας, αφού έκανε τον κύκλο των συζητήσεων στην τηλεόραση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις εφημερίδες, μοιραία σταμάτησε να συζητιέται.

Όπως έγραψα και στο Φέισμπουκ, ο θόρυβος έγινε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, επειδή στην επίμαχη φωτογραφία του κυρίου με τη σαγιονάρα κάποιοι αναγνώρισαν τον Νικόλα Βουλέλη, τον διευθυντή της ΕφΣυν. (Να σημειωθεί ότι τη φωτογραφία επέλεξε να τη διανείμει στους ρεπόρτερ η Προεδρία -κάτι μάλλον περίεργο).

Αμέσως, ένας στρατός μετακλητοί, που πληρώνονται από τους φόρους των πολιτών, έσπευσαν να αρπάξουν την ευκαιρία και να καυτηριάσουν στο ΦΒ και στο Τουίτερ την «τουρκοΕφΣυν» και τους «άπλυτους ζαίους» που δεν σέβονται τη δημοκρατία. Μαζί και επιφανείς σχολιαστές του ακραίου κέντρου, απ’ αυτούς που δυσφημούν τον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερος».

Μόνο που ο πολίτης που διασύρθηκε και που τόσο βάναυσα καταπατήθηκε η ιδιωτικότητά του δεν ήταν ο Βουλέλης, δεν ήταν δημόσια γνωστός, δεν ήταν καν προσκεκλημένος στην εκδήλωση. Βρισκόταν εκεί ως εργαζόμενος -γιατί, για να στηθεί μια τόσο μεγάλη εκδήλωση χρειάζεται ένας στρατός από αφανές προσωπικό, από μαγείρους και εργάτες μέχρι μουσικούς. Εν προκειμενω, μουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ ήταν ο πολίτης που διασύρθηκε, ο Ιωάννης Στρατάκης, βιολίστας, πολύ γνωστός στους κύκλους των μουσικών, αλλά και κάπως ευρύτερα διότι έχει φτιάξει κάτι ωραία (μου λένε, δεν τα έχω δει) βιντεάκια όπου απαγγέλλει αρχαία κείμενα.

Οι τίμιοι και οι νουνεχείς έσπευσαν να ζητήσουν συγγνώμη. Οι πωρωμένοι και οι ανήθικοι ανασήκωσαν τους ώμους και συνέχισαν να σπιλώνουν τον Στρατάκη πλέον, άλλοι διότι γράφει με πολυτονικό, άλλοι διότι είναι δημόσιος υπάλληλος, άλλοι διότι στην απάντησή του είχε «επηρμένο ύφος», ο… βιολιτζής όπως τον έλεγαν. (Έγραψα βιολίστας, διότι ο άνθρωπος δεν παίζει βιολί, παίζει βιόλα). Ο ίδιος, για να τρολάρει, ανέβασε τη φωτογραφία της σαγιονάρας που βλέπετε και δήλωσε την πρόθεση, ειρωνικά βέβαια, να ιδρύσει Κόμμα της σαγιονάρας.

Εμείς εδώ λεξιλογούμε βέβαια. Αλλά στη σαγιονάρα έχουμε ήδη αφιερώσει άρθρο, πριν από πέντε χρόνια. Θα μπορούσα να επαναλάβω το παλιό άρθρο, σκέφτηκα όμως να το επεκτείνω και να εξετάζω, μαζί με τις σαγιονάρες, και μια σειρά από άλλες… απειλές κατά της Δημοκρατίας, όπως παντόφλες, σανδάλια ή πέδιλα -με δυο λόγια, κάθε είδος πατούμενο που δεν είναι κλειστό παπούτσι.

Θα λεξιλογήσω λοιπόν σύντομα για το καθένα από αυτά και περιμένω στα σχόλιά σας να συμπληρώσετε τον κατάλογο των… απειλών.

Η σαγιονάρα, σύμφωνα με το ΛΚΝ, είναι «είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο».

Ωστόσο, νομίζω πως οι περισσότεροι θα χαρακτηρίσουν σαγιονάρες και τα άλλα είδη «πλαστικής παντόφλας», ιδίως εκείνες τις παλιές, τις καφετιές, με τις δύο πλατιές πλαστικές λωρίδες που σχημάτιζαν Χ. Τέτοιες κατασκεύαζε έναν καιρό ο στρατός και τις έδιναν στους φαντάρους, και τις έλεγαν, στη στρατιωτική ορολογία που δεν ανέχεται τις ξενικής προέλευσης λέξεις, «εμβάδες».

Διότι βέβαια η σαγιονάρα δεν έχει ελληνική προέλευση αλλά πολύ μακρινή, γιαπωνέζικη. Μπήκε στη γλώσσα μας από την ταινία «Σαγιονάρα» του 1957, μια αμερικάνικη ταινία στην οποία ο Μάρλον Μπράντο υποδύεται έναν πιλότο της πολεμικής αεροπορίας που υπηρετεί σε μια βάση στην Ιαπωνία και πλέκει ειδύλλιο με μια γιαπωνέζα ηθοποιό.

Στα ιαπωνικά, «σαγιονάρα» σημαίνει «αντίο» -στα ντόπια πρέπει να γράφεται さようなら.

Η ταινία κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και είχε και μεγάλη εμπορική επιτυχία. Στην ταινία εκείνη, οι γιαπωνέζες ηθοποιοί φορούσαν παραδοσιακά τσόκαρα (δείτε φωτογραφίες στο άρθρο της Λεξιλογίας, από το οποίο έχω αντλήσει υλικό) και όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρύτερα παρόμοια πατούμενα, τα είπαμε «σαγιονάρες».

Ποιοι τα «είπαμε»; Δεν αποκλείεται να τα είπε έτσι ο εισαγωγέας ή ο έμπορος που τα πλάσαρε στην αγορά, για να εκμεταλλευτεί τη δημοτικότητα της ταινίας. Εξαιτίας της ταινίας, άλλωστε, το «σαγιονάρα» είχε γίνει ίσως η γνωστότερη ιαπωνική λέξη στην Ελλάδα -από εκεί πήρε το όνομά του και το δημοφιλέστατο ζαχαροπλαστείο Sayonara (με ιαπωνικής τεχνοτροπίας γραμματοσειρά) στην Κηφισίας.

Βέβαια, στα αγγλικά δεν λέγονται έτσι αλλά flip-flops. Ωστόσο, σε πολλές άλλες γλώσσες τα αντίστοιχα πατούμενα έχουν ονόματα που παραπέμπουν σε ιαπωνική ή γενικώς απωανατολίτικη προέλευση. Στα κροατικά, τα βουλγάρικα, τα πολωνικά ονομάζονται japanke, japonki κλπ. παναπεί γιαπωνέζικα. Στα ρώσικα, βιετνάμκι, βιετναμέζικα. (Στα… ακατονόμαστα, εννοώ τα σλαβομακεδόνικα, τα λένε πάντως apostolki, αποστολικά, επειδή οι Απόστολοι ήταν δεινοί πεζοπόροι).

Στα βραζιλιάνικα οι σαγιονάρες λέγονται Havaianas, χαβανέζες, που είναι και εμπορική ονομασία. Αυτές οι χαβανέζες έχουν πολύ μεγάλη διάδοση και εκτός Βραζιλίας και είναι ολόιδιες με τις δικές μας σαγιονάρες.

Όμως στο Περού τα πατούμενα αυτά τα λένε όπως και εμείς: sayonaras.  σαγιονάρες, το ίδιο και στο Μεξικό, όπου μάλιστα είναι εμπορική ονομασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς πήραμε το όνομα από τους Περουβιάνους ή εκείνοι από εμάς, αλλά ότι οι Περουβιάνοι έμποροι είχαν την ίδια ιδέα με τους Έλληνες ομολόγους τους.

Η άποψη ότι οι σαγιονάρες ονομάστηκαν έτσι από την ταινία του 1957 επιβεβαιώνεται και από τις αναζητήσεις στα σώματα κειμένων -πριν από το 1958 δεν υπάρχει η λέξη «σαγιονάρα» στις ελληνικές εφημερίδες που προσφέρονται προς αναζήτηση στον ιστότοπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Το ΛΚΝ λέει ότι η σαγιονάρα είναι «είδος πλαστικής παντόφλας», οπότε περνάμε στην επόμενη απειλή για τη Δημοκρατία, τις παντόφλες. Το λέει άλλωστε και ο ίδιος ο Ιω. Στρατάκης στην απάντησή του ότι «Να που μετά από σχεδόν 50 χρόνια υπηρέτης της τέχνης έγινα διάσχημος [sic] για μια παντόφλα». Για τις παντόφλες γενικώς γράψαμε πέρυσι.

Κατά το ΛΚΝ η παντόφλα/παντούφλα είναι » ελαφρό υπόδημα, κατά κανόνα ανοικτό στο πίσω μέρος (στη φτέρνα), που το φορούν συνήθ. μέσα στο σπίτι». Τα λεξικά δεν μας διαφωτίζουν πότε μπήκε η λέξη «παντόφλα» στην ελληνική γλώσσα, αλλά μας λένε οτι μπήκε από το ιταλ. pantofola. Ασφαλώς ο τύπος «παντούφλες», που ακουγόνταν περισσότερο παλιότερα, μαρτυράει επιρροή και από το γαλλ. pantoufle.

Σε πολλά συγγράμματα θα διαβάσετε ότι η ιταλική λέξη έχει ή μπορεί να έχει ελληνική αρχή, οπότε θα μιλούσαμε για αντιδάνειο -συγκεκριμένα, ότι το ιταλ. pantofola προέρχεται από κάποιο βυζαντινό *παντόφελλος ή *πατόφελλος. Ξεσηκώνω κάποιες παλιές μου σημειώσεις επί του θέματος:

Οι τύποι παντόφελλος (δηλ. εξ ολοκλήρου από φελλό) ή πατόφελλος (με πάτο από φελλό) που έχουν προταθεί, δεν μαρτυρούνται, όμως ήταν συνηθισμένο να φτιάχνονται ελαφρά υποδήματα από φελλό και μάλιστα στα μεσαιωνικά ελληνικά υπάρχουν τύποι όπως φελλάρια («παπούτζια, υποδήματα, φελλάρια και κλώστρας», Παιδιόφραστος διήγησις τετραπόδων ζώων 515) που επιβιώνουν διαλεκτικά μέχρι τον 20ό αιώνα, ή φελλούς («ρούχα και μπόταις και φελλούς και ψούνια να την φέρνη», Σαχλήκης), ενώ στο λεξικό του ο Σομαβέρας καταγράφει το φελλός και δίνει ως ιταλική απόδοση το pantofola.

Την βυζαντινή ετυμολογία την είχαν προτείνει διάφοροι λόγιοι ήδη από τον 16ο αιώνα, ο δε Budé είχε αναφέρει ως πηγή της πληροφορίας τον Ιανό Λάσκαρι, που ήταν δάσκαλός του και ο επιφανέστερος ελληνιστής της εποχής (περί το 1500) στη Γαλλία. Πολλά λεξικά την υιοθέτησαν και ακόμα την αποδέχονται ορισμένα ξένα ετυμολογικά λεξικά, καθώς και ο Ανδριώτης και ο Μπαμπινιώτης στις πρώτες εκδόσεις του λεξικού του.

Δύο βασικές αντιρρήσεις έχουν διατυπωθεί εναντίον της· ότι πρόκειται για περίεργο σχηματισμό στα ελληνικά (λόγια λέξη για λαϊκό είδος), και ότι θα περίμενε κανείς να είναι παλαιότερος ο ιταλικός τύπος· όμως ιταλικός, γαλλικός και καταλανικός τύπος εμφανίζονται όλοι περίπου την ίδια περίοδο, περί το 1460, και μάλιστα παλαιότερος είναι ο γαλλικός τύπος, pantoufle, ενώ η πρώτη ιταλική εμφάνιση, spantoffie, θα μπορούσε να είναι από συμπροφορά του γαλλικού les pantoufles. Αυτή η δεύτερη αντίρρηση είναι ισχυρή. Έτσι, έχει προταθεί ως εστία της λέξης η νότια Γαλλία, και αρχή της ένα διαλεκτικό patoufle  από τη ρίζα patt- (η τροπή σε pant είναι χαρακτηριστικό φωνητικό φαινόμενο στα οξιτάνικα) και την υποτιμητική κατάληξη –oufle, που θα δήλωνε αρχικά ένα χωριάτικο παπούτσι. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη υπάρξει η τεκμηριωμένη μελέτη που θα επικυρώσει με βεβαιότητα τη μία ή την άλλη εκδοχή.

Όπως είπα, στις πρώτες εκδόσεις του λεξικού του Μπαμπινιώτη η παντόφλα χαρακτηρίζεται αντιδάνειο που ανάγεται στο ελλην. *παντόφελλος, όμως στο ετυμολογικό του λεξικό (και στις νεότερες εκδόσεις του γενικού λεξικού του) η εκδοχή του αντιδανείου απορρίπτεται, με επιχειρηματολογία παρόμοια με την παραπάνω αν και πολυ πιο συνοπτικά (εγώ αυτά τα πήρα από το λεξικό του Κορομινάς). Οπότε, μάλλον δεν έχουν τρισχιλιετή αρχή οι παντόφλες (ή παντούφλες).

Μεταφορικά, παντόφλες λέμε τα ανοιχτά φέρι μποτ, που τώρα πρέπει να έχουν απαγορευτεί σχεδόν σε όλες τις γραμμές. Επίσης η λέξη (όπως και το παπούτσι) χρησιμοποιείται ως δηλωτικό μεγάλου μεγέθους για κάτι που κανονικά είναι μικρότερο (π.χ. «αγόρασε ένα κινητό σαν παντόφλα» ή «έσκασα, έφαγα ένα σάντουιτς σαν παντόφλα»). Επίσης το «θα πέσει παντόφλα» λέγεται στις αντροπαρέες για τις επιπλήξεις που θα δεχτεί κάποιος της παρέας όταν γυρίσει σπίτι από τη συμβία του.

Αν οι σαγιονάρες κι οι παντόφλες έχουν ξένη ετυμολογία, τα πέδιλα είναι τρισχιλιετή -και βάλε, αφού τα βρίσκουμε και στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Σύμφωνα πάντα με το ΛΚΝ, πέδιλο είναι «είδος υποδήματος που καλύπτει και προστατεύει κυρίως το πέλμα αφήνοντας μεγάλο μέρος του άλλου ποδιού σχεδόν ακάλυπτο». Από την ίδια Ινδοευρ. ρίζα με το πέδιλο είναι και ο πους του ποδός, το πεδίο, η πέδη, ο πεζός.

Η λέξη «πέδιλο» χρησιμοποιείται επίσης, κατ’ επέκταση, για μια σειρά από ειδικά υποδήματα που δεν ανταποκρίνονται και τόσο στον παραπάνω ορισμό -ας πούμε τα πέδιλα του σκι, τα παγοπέδιλα ή τα βατραχοπέδιλα. Και σε ακόμα μεγαλύτερη επέκταση οι μηχανικοί θα μας πουν για τα πέδιλα στις κολόνες. Σύμφωνα με το εθνοστερεότυπο, οι Γερμανοί τουρίστες φοράνε πέδιλο με κάλτσα.

Είδος πεδίλου είναι και το σανδάλι. Η ειδοποιός διαφορά είναι τα λουριά, αφού το σανδάλι είναι «ελαφρό πέδιλο που αποτελείται από ένα λεπτό ίσιο πάτο, συγκρατείται στο πόδι με λεπτά λουριά και δένεται ψηλά ή χαμηλά στη γάμπα». Κι αυτό είναι αρχαίο, σάνδαλον αρχικά και ως υποκοριστικό σανδάλιον, που εμφανίζεται πρώτη φορά στον Ηρόδοτο. Πιθανώς να πρόκειται για ανατολικό δάνειο. Υπάρχει και το σάνταλο / σανταλόξυλο, είδος αρωματικού ξύλου, που αυτό είναι σίγουρα δάνειο από τα αραβικά (και μέσω αυτών από τα ινδικά), που δεν πρέπει να εχει σχέση με το σανδάλι.

Όλα τα παραπάνω ήδη παπουτσιών βγαίνουν και σε αντρικό και σε γυναικείο. Ωστόσο, τα τσόκαρα είναι αποκλειστικά γυναικεία. Αν θέλουμε να πούμε το αντρικό πέδιλο με ξύλινο πέλμα θα το πούμε ίσως «ξυλοπάπουτσο», όπως είναι τα «σαμπό», sabot, από τα οποία ετυμολογείται και το σαμποτάζ.

Το τσόκαρο είναι δάνειο από το βενετικό zocaro (ιταλ. zoccolo, προπαροξύτονο), που είναι το πέδιλο με την ξύλινη σόλα. Θεωρείται ότι προέρχεται από το λατ. socculus, υποκοριστικό του soccus, που σήμαινε ένα ελαφρό χαμηλό υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της κωμωδίας, σε αντίθεση με τον cothurnus (κόθορνο) του τραγικού θεάτρου. Ο soccus διαδόθηκε σε πολλές άλλες γλώσσες (γαλλ. socque) και τα αγγλικά sock και socle προέρχονται από εκεί.

Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα στην ετυμολόγηση του soccus. Όπως και όλο το θεατρικό λεξιλόγιο, έτσι και το soccus είναι εύλογο να έχει ελληνική προέλευση, αλλά (σε αντίθεση με τον κόθορνο), οι μόνες ελληνικές λέξεις που θα μπορούσαν να προταθούν είναι οι «γλώσσες» του Ησυχίου σύκχοι· ὑποδήματα φρύγια και συκχάδες· εἶδος ὑποδήματος, που τις είχε πρώτος προτείνει ο Κοραής. Ο Μπαμπινιώτης πάντως το χαρακτηρίζει πιθανό αντιδάνειο.

Αντιδάνειο ή όχι, η λέξη τσόκαρο σημαίνει βέβαια το ξύλινο πέδιλο, αλλά έχει πάρει εδώ και πολύ καιρό τη μεταφορική σημασία της γυναίκας κακής αγωγής και διαγωγής, που προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (παίρνω τον ορισμό από το ΛΚΝ). Η βρισιά έχει και ταξική διάσταση -όχι τυχαία, η μαντάμ Σουσού αποκαλούσε τσοκαρία τις λαϊκές γυναίκες της γειτονιάς.

Τέλος, ένας γενικός όρος για τα παλιά παπούτσια, που χρησιμοποιούνται αντί για παντόφλες είναι τα κατσάρια· άλλοτε, είναι οι πλαστικές σαγιονάρες. Λέξη λαϊκή και ταπεινή, που δεν αξιώθηκε την είσοδο στα νεότερα λεξικά παρότι είναι ακόμα ολοζώντανη. Πιθανόν να προέρχεται από το επίθετο κατσός που σημαίνει «ζαρωμένος»· πράγματι, κατσάρι είναι το παλιό, το ζαρωμένο παπούτσι.

Στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού καταδιωκόμενη για να σκαρφαλώσει στο βράχο «επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, “τα παλιοκατσάρια της”». Στην Αντιποίηση αρχής του Αλ. Κοτζιά, «πηλαλάει με τα κατσάρια η συμπεθέρα μέσα στο σκοτάδι».

Τα κατσάρια είναι δηλαδή το κατεξοχήν πρόχειρο υπόδημα· τα λεξικά δίνουν και μια δεύτερη σημασία, ότι κατσάρι σημαίνει την ατημέλητη, βρόμικη και αθυρόστομη γυναίκα· ομολογώ πως δεν την έχω συναντήσει.

Πολλά γράψαμε και θα προσθέσετε κι άλλα, υποθέτω. Είναι πάντως εντυπωσιακό πως όσοι επί τριήμερο διερρήγνυαν τα ιμάτια τους για τη φοβερή θεσμική προσβολή από τη σαγιονάρα στην προεδρική δεξίωση, δεν είπαν τίποτα, ή ανασήκωσαν αδιάφορα τους ώμους, για την επίσημη καταγγελία ότι έγινε απόπειρα παρακολούθησης με λογισμικό που έχουν πολλές μυστικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΥΠ, στο τηλέφωνο του Ν. Ανδρουλάκη. Οι θεσμοί πήγαν διακοπές, φαίνεται. Φορώντας σαγιονάρες.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *