cebcceaecf84cf83cebfcf82 cf80ceb1cf80ceb1cebdceb9cebacebfcebbceaccebfcf85 80 cf87cf81cf8ccebdceb9ceb1 ceb1cf80cf8c cf84cebfcebd ceb8

Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943). Για τον ποιητή αυτόν, που ήταν επίσης γερός κριτικός και καλός μεταφραστής, αλλά και επιστήθιος φίλος του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως επίσης και συντάκτης στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο, έχουμε αφιερώσει παλιότερα στο ιστολόγιο ένα φιλολογικό πορτρέτο του καμωμένο από τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Πριν από μερικούς μήνες, ο κ. Βαγγέλης Κορωνάκης από τις εκδόσεις Όγδοο επικοινώνησε μαζί μου, για να μου ζητήσει την άδεια να αναδημοσιευτεί το άρθρο του Κοτζιούλα «σε ένα βιβλίο που θα έβγαινε για τον Παπανικολάου». Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, παρόλο που αυστηρά κοιτάζοντάς το κανένα δικαίωμα δεν είχα εγώ να δώσω ή να αρνηθώ την άδεια δημοσίευσης. Ωστόσο, η φιλοφρόνηση αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να ρωτήσω περισσότερα για το βιβλίο που ετοιμαζόταν.

papanikΈμαθα πως ο φιλόλογος Μιχάλης Ρέμπας ετοίμαζε μιαν έκδοση των «απάντων των ευρεθέντων» του Μ. Παπανικολάου. Το όνομα το ήξερα, διότι ο ίδιος είχε πριν από πολλά χρόνια επιμεληθεί μια πρώτη καταγραφή των ποιημάτων του Παπανικολάου (κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο) και μάλιστα όταν το 2014 είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα αθησαύριστο ποίημά του (σε αυτό το άρθρο) είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα.

Είπα στον κ. Κορωνάκη ότι έχω και κάτι άλλα του Παπανικολάου κι εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Μιχάλη Ρέμπα. Διαπίστωσα ότι είχε σκοπό να βάλει ένα διήγημα του Παπανικολάου στον τόμο και του είπα ότι εκτός από το αθησαύριστο ποίημα και κάμποσες μεταφράσεις (που, τελικά, τις είχε όλες σχεδόν υπόψη του) έχω βρει και καμιά δεκαριά πεζά του από το Μπουκέτο του 1943. Δεν τα ήξερε και χάρηκε πολύ. Του τα έστειλα και μπόρεσε να τα εντάξει κι αυτά στον τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είπαμε από τις εκδόσεις Όγδοο.

Ειχα μάλιστα τη χαρά να παρευρεθώ σε μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στις 21 του μηνός, στον Ιανό, όπου ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Βέης μίλησαν για το βιβλίο και για τον ποιητή του σκιόφωτος, τον Παπανικολάου.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δέκα πεζά που εισέφερα στον τόμο του Παπανικολάου. Είναι το τελευταίο που δημοσίευσε το Μπουκέτο όσο ζούσε ο Παπανικολάου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έναν μήνα πριν από τον θάνατο του ποιητή -ο οποίος πέθανε τον Οκτώβριο του 43 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου τον είχαν βάλει φίλοι του για ν’ αποτοξινωθεί.

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό γεμάτο προμηνύματα μπόρας. Ο ουρα­νός κατάμαυρος, βαρύς, χαμηλός, πλάκωνε σαν βραχνάς τη μικρή πολιτεία που κούρνιαζε στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό κάτω και στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Η ώρα δεν ήταν ακόμα ούτε τέσσερις και μισή κι όμως μερικά φώτα είχαν ανάψει εδώ κι εκεί. Μα στους δρόμους δεν έβλεπες ψυχή και τα σπίτια ήταν κατάκλειστα. Μόνο τα καφενεία είχαν τις συνηθισμένες τους συντροφιές, γιατί στην επαρχία το καφενείο αποτελεί συνήθεια ιερή κι απαραβίαστη.

Ο επαρχιώτης θ’ αψηφήσει την κακοκαιρία, θα παρατήσει τη δουλειά που τυ­χόν έχει για να πάει στο καφενείο στην τακτική του ώρα. Μήπως έχει κι αλλού πουθενά να πάει; Στο καφενείο θα βρει τους φίλους του, θα παίξει μαζί τους τάβλι γιά πρέφα, θα σχολιάσει τα νέα της ημέρας κι έπειτα, κατά τις εφτά-εφτάμιση, θα τραβήξει για το σπίτι του για φαΐ κι έπειτα για ύπνο.

Απόψε, όμως, ο καιρός είχε φοβίσει κάπως τους πελάτες της «Συναντήσεως», του πιο κεντρικού, του πιο αριστοκρατικού καφενείου της κωμοπόλεως. Δυο-τρεις συντροφιές μόνο και άλλοι τόσοι μοναχικοί πελάτες που του κάκου περίμεναν την ταχτική τους παρέα. Στη «Συνάντηση» πήγαινε τριάντα και περισσότερα, ίσως, χρόνια τώρα κι ο γιατρός του τόπου, ο Λουκάς Σκούρος. Ήταν, ίσως, ο πιο παλιός και ο πιο τακτικός πελάτης. Τα τελευταία μάλιστα δέκα χρόνια δεν θυμόταν να πέρασε βραδιά που να μην επήγε στο καφενείο. Μόλις τελείωνε τις απογευματινές του επισκέψεις, κατά τις έξι τον χειμώνα, κατά τις εφτά το καλοκαίρι τραβούσε κατευθείαν γι’ αυτό. Η συντροφιά που έβρισκε εκεί ήταν η ίδια πάντοτε: ο πάρεδρος, ο αστυνόμος, ο φαρμακοποιός κι ο Ανδρέας ο Βέγης, ο πιο πλούσιος κτηματίας του τόπου. Μαζί τους παίζοντας κανένα τάβλι και φλυαρώντας περνούσε δυο και τρεις συχνά ώρες.

Μα απόψε ο Σκούρος ήταν μόνος στο γωνιακό τραπέζι του, γιατί δεν αλλά­ζει ποτέ θέση. Τι είχαν γίνει οι σύντροφοι του; Τους είχε φοβίσει, φαίνεται, η μπόρα και είχαν προτιμήσει τη ζεστασιά του σπιτιού τους από τον κίνδυνο να γίνουν μούσκεμα.

Ο Σκούρος έκανε έναν περιφρονητικό μορφασμό εις βάρος των φίλων του που φοβόντουσαν τόσο και πήρε κάποια επαρχιακή εφημερίδα να διαβάσει. Μα αφού έριξε μία ματιά στους τίτλους την παράτησε βαριεστημένος.

Κοίταξε αφηρημένα έξω απ’ τη μεγάλη τζαμόπορτα του καφενείου και είδε ότι η μπόρα είχε αρχίσει να πέφτει δυνατή, μανιασμένη. Ευτυχώς που είχε φορέσει και τις γαλότσες του. Έτσι, δεν θα έμπαιναν τα νερά στα πόδια του. Τα φώτα πέρα του σιδηροδρομικού σταθμού, από την άλλη μεριά της πλατεί­ας, τρεμόφεγγαν μέσα στη μπόρα. Κι έξαφνα, ένα διαπεραστικό πρόσταγμα ακούστηκε που ξέσκισε τα σκοτάδια σαν απελπισμένο κάλεσμα. Η βραδινή αμαξοστοιχία είχε φτάσει από την Αθήνα. Να, σκιές άρχισαν να πηγαινοέρ­χονται στην είσοδο του σταθμού κι ένα-δυο αμάξια ξεκίνησαν από κει.

Στην αρχή ο Σκούρος κοίταζε αφηρημένος χωρίς να σκέφτεται. Μα ξαφνικά, χωρίς να θέλει, ανατρίχιασε. Κάποια θύμηση είχε περάσει απ’ το μυαλό του, κάποια θύμηση που την έφερε ο ερχομός του τρένου κι η βαριά, θυελλώδικη βραδιά.

Ναι, ήταν ένα τέτοιο βράδυ κατάμαυρο, άγριο, γεμάτο μπόρα, ένα βράδυ πριν από τριανταπέντε χρόνια, όταν έφτασε κι αυτός για πρώτη φορά στην κωμόπολη.

Τι ερχόταν να κάνει σ’ αυτή; Ω! τίποτε απολύτως. Ή καλύτερα, ερχόταν να βρει καταφύγιο για μία νύχτα, γιατί η γέφυρα του Σταυρού που ήταν τρία χιλιόμετρα πιο πέρα είχε πάθει μερικές ζημιές από τη μπόρα και το τρένο, ωσότου να τις επισκευάσουν, θα καθυστερούσε τουλάχιστον δεκαπέντε-είκοσι ώρες. Κι ο Σκούρος δεν μπορούσε να περάσει τη νύχτα του σε ένα άθλιο βαγόνι -βαγκονλί δεν υπήρχαν τότε- που έσταζε από πάνω και που τα περισσότερα τζάμια του ήταν σπασμένα. Τι διάβολο! δεν θα βρισκόταν και γι’ αυτόν καν­ένα κρεβάτι μέσα σε μία πολιτεία με 4.000 κατοίκους; Θα περνούσε, λοιπόν σ’΄αυτό τη νύχτα του και την άλλη μέρα θα συνέχιζε το ταξίδι του για την Ευρώπη, για το Παρίσι.

Ναι, για το Παρίσι! Ω! αυτή η λέξη πώς θάμπωνε, πώς γοήτευε τον Σκούρο. Εδώ και τέσσερις μήνες από τότε που είχε πάρει στο Πανεπιστήμιο το δίπλωμά του, διαρκώς στριφογύριζε μες στο μυαλό του κι απασχολούσε τη φαντασία του. Ο πατέρας του το είχε πάρει απόφαση: θα τον έστελνε στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές, για να γίνει ένας μεγάλος, ένας περίφημος επιστήμονας.

Τι όνειρο! Και νά που τώρα τ’ όνειρο αυτό γινόταν πραγματικότης. Ο Σκούρος ταξίδευε για το Παρίσι! Η μικρή αυτή διακοπή του ταξιδιού στην κωμόπολη δεν είχε καμία σημασία, αφού αύριο η γέφυρα θα έχει επισκευαστεί και θα συνέχιζε το ταξίδι του προς τα σύνορα, όπου θα άλλαζε τρένο.

Τώρα, όμως, έπρεπε να βρει ένα καταφύγιο. Απευθύνθηκε στον σταθμάρχη. Ξενοδοχείο στην κωμόπολη δεν υπήρχε. Φαίνεται, όμως, πως ο Σκούρος άρεσε στον σταθμάρχη -ήταν τότε ένα πολύ συμπαθητικό παλικάρι είκοσιτριών χρόνων- γιατί του είπε:

–   Ελάτε να σας φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Θα σας δώσω την κάμαρα του γιου μου που λείπει για λίγες μέρες στην Αθήνα.

Ο Σκούρος δέχτηκε με χαρά και σε λίγο ο σταθμάρχης τον οδηγούσε στο σπίτι του, ένα από τα καλύτερα σπίτια της πολιτείας. Κι απ’ έξω και από μέσα ήταν νοικοκυρεμένο, περιποιημένο, πεντακάθαρο.

Τον εσύστησε στη γυναίκα του που τους άνοιξε κι ανέβηκαν επάνω στη μικρή και χαριτωμένη τραπεζαρία όπου έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Ο Λουκάς κοντά στη φωτιά μαζί με τον σταθμάρχη για να στεγνώσουν, ενώ η γυναίκα του τελευταίου ετοίμαζε το τραπέζι.

– Για πού πηγαίνετε; τον ρώτησε σε κάποια στιγμή ο σταθμάρχης.

–   Για το Παρίσι, απάντησε με κάποιο στόμφο εκείνος. Πάω για ανώτε­ρες ιατρικές σπουδές.

–   Σας μακαρίζω! Όπως έχω ακούσει, η ζωή στο Παρίσι είναι κάτι που ούτε να το φανταστούν δεν μπορούν όσοι δεν την έζησαν.

Κι οι δύο άντρες άρχισαν να μιλούν για το Παρίσι, για τις χίλιες δυο ομορφιές του και τα θέλγητρά του, να το παριστάνουν σαν μία φανταστική πολιτεία όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν και χαιρόντουσαν πραγματικά τη ζωή.

Ο Σκούρος προπάντων, ελαφρά ζαλισμένος κι από δύο ποτηράκια μαστίχα που τους είχε κεράσει η γυναίκα του σταθμάρχη, έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε…

Τη συζήτησή τους τη διέκοψε η σταθμαρχίνα λέγοντας:

–   Περάστε στο τραπέζι!

Και γυρίζοντας κατόπιν προς μια πόρτα φώναξε:

–   Μαρία, έλα να φάμε.

Καθώς ο Σκούρος καθόταν στη θέση του στο τραπέζι έξαφνα η πόρτα αυτή άνοιξε. Ω! απόμεινε αμέσως καρφωμένος στη θέση του μόλις αντίκρισε το θαύμα που πρόβαλε.

Τι όνειρο ομορφιάς ήταν εκείνο!

Μία νέα κοπέλα δεκαοχτώ χρόνων φάνηκε στο άνοιγμα! Μία νέα κοπέλα με κορμοστασιά σαν της Αρτέμιδας, με πρόσωπο σαν της Αφροδίτης.

Ο Σκούρος ζαλίστηκε. Χωρίς να θέλει, έφερε το χέρι του στο μέτωπό του. Η νέα κοπέλα προχώρησε προς το τραπέζι και χαιρέτησε με χάρη κι άνεση.

– Η κόρη μου, η Μαρία, είπε με κάποια περηφάνια ο σταθμάρχης.

Κάθισαν για να φάνε, μα σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Σκούρος δεν έπαυε να κοιτάζει την κοπέλα. Τη νύχτα ούτε κοιμήθηκε. Οι σκέψεις του πήγαιναν σ’ αυτήν κι ούτε τον άφηναν να κοιμηθεί Κι αν κάθε τόσο τον έπαιρνε ένας ελα­φρός ύπνος, η εικόνα της Μαρίας παρουσιαζόταν στα όνειρά του και τον τά­ραζε ακόμη περισσότερο.

Το χάραμα τον βρήκε ξύπνιο. Σκέφτηκε ότι το ίδιο απόγευμα θα ‘φευγε και αυτό τον αναστάτωσε. Ω! δεν μπορούσε να φύγει αφήνοντας πίσω αυτό το θαύμα της ομορφιάς, που η μοίρα είχε βάλει στον δρόμο του.

Ένιωθε καλά πως αγαπούσε. Η καρδιά του ήταν παρθενική κι είχε πλημμυρίσει μεμιάς από τον έρωτα. Ούτε το ταξίδι του στο Παρίσι τον ενδιέφερε πια, ούτε οι ανώτερες σπουδές, ούτε τίποτα. Μόνο η Μαρία, η Μαρία…

Προφασίστηκε πώς ήταν αδιάθετος κι έμεινε. Έμεινε μία μέρα, τρεις, πέντε…

Κι έπειτα από μία εβδομάδα ζητούσε απ’ τον σταθμάρχη το χέρι της κόρης του.

–   Να σας τη δώσω, με χαρά μου, του απάντησε, αλλά ξέρετε, δεν έχω άλλη κόρη και δεν θέλω να την χωριστώ. Γι’ αυτό, μόνο αν αποφασίσετε να μείνετε εδώ θα…

Ο Σκούρος δεν τον άφησε να συνεχίσει:

–   Θα μείνω, είπε αποφασιστικά.

Κι έμεινε. Και το ταξίδι στο Παρίσι ματαιώθηκε. Κι ο λαμπρός επιστήμονας, ο περίφημος παθολόγος του μέλλοντος, παντρεύτηκε τη Μαρία και γίνηκε ένας ασήμαντος γιατρός σε μια επαρχιακή κωμόπολη. Όλα τα νεανικά του όνειρα τα είχε διαλύσει μεμιάς η ομορφιά της Μαρίας. Το λαμπρό μέλλον είχε χαθεί…

Τώρα, καθισμένος μόνος του στο καφενείο ο Σκούρος τ’ αναλογίζεται όλ’ αυτά ακούγοντας τα σφυρίγματα του τρένου στον σταθμό.

Ναι, ένα τέτοιο βράδυ είχε αποβιβαστεί κι εκείνος εκεί, ταξιδεύοντας για το Παρίσι. Για το Παρίσι το μαγικό. Μα αντί το Παρίσι μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη αντικατέστησε το Παρίσι… Και τι έμεινε τώρα απ’ όλ’ αυτά;

Ο Σκούρος έχωσε το χέρι του στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα ένα πράσινο βιβλιάριο. Ήταν ένα διαβατήριο για το Παρίσι. Αυτό είχε απομείνει απ’ όλη αυτή την ιστορία.

Συμπληρώνω την παρουσίαση με μια μετάφραση του Παπανικολάου, από ποίημα του Απολινέρ, που δεν την ήξερα και μου άρεσε.

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Καλέ μου ομορφονιέ, Τσιγγάνε,
άκου οι καμπάνες πως χτυπάνε.
Κάθε φορά που αγαπιόμαστε
νομίζοντας πως δε φαινόμαστε.

Μα δεν κρυφτήκαμε καλά,
μας είδαν όλες οι καμπάνες
απ’ τα καμπαναριά ψηλά
και στο ντουνιά το διαλαλάνε.

Αύριο ο Γιάννης κι ο Θωμάς,
η Μάρω, η Μάρθα κι η Μαρίνα,
η φουρναρίνα κι ο ψωμάς,
και η εξαδέρφη μου η Κατίνα

θα γελούν όταν θα περνώ.
Πια δε θα ξέρω τι να κάνω.
Μακριά μου θα’σαι, θα πονώ
κι ίσως, ακόμα, να πεθάνω.

Οι γαλλομαθείς (και εμμέσως οι αγγλομαθείς) μπορούν να συγκρίνουν με το πρωτότυπο, που βρίσκεται εδώ. Εγώ λέω πως έκανε πολύ καλή δουλειά ο Μήτσος Παπανικολάου.

Και επειδή ο Παπανικολάου πρώτιστα ποιητής ήταν, να κλείσουμε με το Μέσα στη βουή του δρόμου, μελοποιημένο από τους Ντομένικα:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *