Η νυχτωδία της Απειράνθης

Χρεόγραφα, συναλλαγές,
αδιάφανη βιτρίνα,
στέρφες διαδρομές.

Η νύχτα είναι αγκαλιά,
η μέρα με τρομάζει.
Ο ήλιος είναι παγωνιά,
το βλέμμα της μαγκάλι.

Μ’ εύκαιρο πλοίο,
άμετρη φυγή.
Φεγγάρι με γυρεύει.

Στέκεις και με ακολουθείς
ολόγιομο φεγγάρι.
Στη νύχτα δίνεις όνομα.
Την είπες Απειράνθη.

Νύχτα ανάγλυφη,
απ’ άναρχα
συντροφικά φιλιά,
κληρονομιά των άστρων.
Νύχτα λευκόχρωμου καπνού
σε καμινάδα Φλάρων.

Ήρθες φεγγάρι κόκκινο,
ήρθες και μ’ αγκαλιάζεις.
Ήρθες φεγγάρι τροφαντό,
ήρθες και με φιλεύεις.

Με τη σκιά σου μ’ έντυσες,
έρωτα να δειπνήσω
και με μπαγκέτα πύρινη,
αμφίδρομης λατρείας,
διευθύνεις αδιάντροπα
του πόθου νυχτωδία.

Σελήνης κόκκινο καυτό
είδωλο το κορμί της.
Σελήνη κόκκινη καυτή
φλογίζει την ψυχή μου.

Μα όσο στέκεις,
τόσο τρέχεις
ρόδινο φεγγάρι,
άντυτο σέλας αγκαλιάζεις
και μέθεξης αυγή.