Πριν από είκοσι περίπου μέρες είχαμε άρθρο για τα κουνούπια, και τότε είχα σκεφτεί ότι δεν έχουμε ακόμα αφιερώσει άρθρο στο άλλο πολύ κοινό και συγγενικό με τα κουνούπια έντομο, τις μύγες. Παροιμιακά, οι μύγες είναι παχιές τον Αύγουστο κι αφού σήμερα ο Αύγουστος τελειώνει ταιριάζει να λεξιλογήσουμε για τις μύγες σήμερα, όσο είναι ακόμα παχιές.
Τις μύγες, αλλά ποιες μύγες; Διότι υπάρχουν πολλά είδη μύγας, που όλα κατατάσσονται ζωολογικά στην τάξη των Δίπτερων, όπου ανήκουν και τα κουνούπια. Η κοινή μύγα που έχουμε στα σπίτια μας λέγεται, ακριβώς, Musca domestica στα λατινικά, οικιακή κατά λέξη.
Τις λέμε οικιακές και πράγματι ζουν μαζί με τον άνθρωπο από τα πανάρχαια χρόνια -αφήνουν τα αυγά τους σε οργανική ύλη που αποσυντίθεται, αποφάγια ας πούμε ή περιττώματα, κι έτσι μεταδίδουν αρρώστιες.
Εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε να ξεκινήσουμε από την ίδια τη λέξη, μύγα. Η σημερινή λέξη είναι μεσαιωνική, η αρχαία είναι μυία, λέξη που τη βρίσκουμε ήδη στον Όμηρο, ας πούμε Β469: Ἠΰτε μυιάων ἁδινάων ἔθνεα πολλὰ, δηλαδή «όπως μύγες σύννεφο μαζεύονται πυκνό» (έτσι μαζεύτηκαν κι οι Αχαιοί στη μάχη). Σε άλλο σημείο, στο Δ, η θεά διώχνει το βέλος που είχε ριχτεί στον Μενέλαο όπως η μητέρα διώχνει τη μύγα από το παιδί της που κοιμάται, ενώ στο Ρ570 έχουμε την παροιμιώδη έκφραση «μυίης θάρσος», το πείσμα της μύγας που όσο τη διώχνεις τόσο πιο πολύ επιμένει να κολλάει πάνω σου και να σε δαγκώνει.
Από παλιά λοιπόν μας ενοχλούν οι μύγες. Οι αρχαίοι είχαν και μιαν άλλη παροιμιώδη φράση, ελέφαντα εκ μυίας ποιείν, με την οποία κλείνει το κωμικό του δοκίμιο Μυίας εγκώμιον ο Λουκιανός. Μύγες εμφανίζονται και στους μύθους του Αισώπου. Στον μύθο «Φαλακρός και μύγα», που τον έχει κάνει τραγούδι ο Γιάννης Ζουγανέλης, μια μύγα τσιμπάει έναν φαλακρό στο κεφάλι, κι αυτός προσπαθώντας να τη σκοτώσει δίνει ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι του -και βέβαια η μύγα ξεφεύγει. Ο μύθος δεν έχει σωθεί στα αρχαία ελληνικά, μόνο στη λατινική μετάφραση του Φαίδρου. Τον έχω χρησιμοποιήσει ως τίτλο σε ένα άρθρο μου για το μπριτζ, που μπήκε και στο δεύτερο μπριτζοβιβλίο που είχα συν-συγγράψει σε μιαν άλλη ζωή.
Η μυία έγινε μύα στα ελληνιστικά χρόνια και μύγα στα μεσαιωνικά, συχνά και με τη γραφή «μυίγα» που διατηρήθηκε στην καθαρεύουσα. Να πούμε εδώ ότι η αρχαία λέξη ανάγεται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα, από την οποία προέρχεται και το λατινικό musca και τα mosca (ιταλ.-ισπαν.), mouche (γαλλ.) κτλ. των νεότερων γλωσσών. Σε αυτή την οικογένεια λέξεων ανάγονται και (τουλάχιστον) δύο λέξεις της ελληνικής: το μουσκέτο, το πυροβόλο όπλο του 16ου αιώνα, που ονομάστηκε έτσι από το βενετ. moscheto, μυγάκι, ίσως από τον βόμβο, αλλά και το μούσι, που είναι το γαλλικό mouche (μύγα), επειδή αρχικά δήλωνε, στα γαλλικά, το υπογένειο, που έμοιαζε πράγματι με μύγα έτσι όπως ήταν μικρό και μαύρο (έχουμε άρθρο).
Καθώς είναι μαζί μας τόσες χιλιάδες χρόνια, δεν είναι περίεργο που οι μύγες έχουν σημαντική παρουσία στη φρασεολογία μας. Ήδη στον τίτλο υπαινίχθηκα μία από αυτές: Να’σαι καλά τον Αύγουστο, που’ναι παχιές οι μύγες, σκωπτική φράση ως υπόσχεση ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Αν σκεφτούμε ότι οι κοινές μύγες ζούνε το πολύ έναν μήνα, αν ισχύει η παροιμία οι περισσότερες μύγες δεν προλαβαίνουν να παχύνουν.
Είδαμε πιο πάνω ότι ο Όμηρος κιόλας χρησιμοποιεί την παρομοίωση που μεταφράζεται σαν τις μύγες για να δηλώσει μεγάλο πλήθος. Η παρομοίωση υπάρχει και σήμερα, λέμε ας πούμε πεθαίνουν/σκοτώνονται σαν τις μύγες, για μεγάλο θανατικό σε λιμό ή πόλεμο. Η φράση χρησιμοποιήθηκε πολύ σε συνάρτηση με την τρομερή πείνα της Κατοχής. Αν το καλοσκεφτούμε, είναι ανατριχιαστική: ευτελίζει την υπόσταση των θυμάτων, που ανάγονται σε έντομα. Από την άλλη, όταν θέλουμε να στηλιτεύσουμε το γεγονός ότι πολλοί προσπαθούν να επωφεληθούν αθέμιτα από κάτι λέμε μαζεύτηκαν σαν τις μύγες στα σκατά, μια φράση που την αναφέραμε και σε πρόσφατο άρθρο μας. Λέμε επίσης κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι, για κάποιον που προσκολλιέται σε κάτι επικερδές ή ευχάριστο.
Επίσης, η μύγα είναι ένα μικροσκοπικό έντομο, έτσι, όπως και για το κουνούπι, υπάρχει η έκφραση τον βλέπω σαν μύγα, δηλ. τον θεωρώ πολύ κατώτερόν μου. Μια και αναφέραμε το κουνούπι, να πούμε και την άλλη φράση που αναφέραμε στο πρόσφατο άρθρο μας, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, που ακούγεται και στον Καραγκιόζη. Θα γίνουν φοβερά πράγματα, δηλαδή. Μπορεί να λέγεται κυριολεκτικά, αν και εντύπωσή μου είναι πως συνήθως ειρωνικά λέγεται.
Πολλές ακόμα φράσεις έχουμε με τη μύγα:
- βαράει/σκοτώνει μύγες: λέγεται για αργόσχολο που περνάει τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτα, αλλά και (συνήθως σε πληθυντικό) για κατάστημα που δεν έχει πελατεία. Υποτίθεται ότι η μόνη ασχολία του αργόσχολου είναι να σκοτώνει τις μύγες. Στον Μακρυγιάννη βρίσκουμε την παραλλαγή στραβώνουν μύγες.
- σαν τη μύγα μες στο γάλα: λέγεται για κάποιον ή για κάτι που είναι αταίριαστος σε ένα χώρο, δημιουργεί δυσαρμονία σε σχέση με τους γύρω του, και ξεχωρίζει με το πρώτο από τους άλλους, όπως χτυπάει αμέσως στο μάτι η μαύρη μύγα που επιπλέει μέσα στο κάτασπρο γάλα.
- βγάζει κι από τη μύγα ξίγκι: για τσιγκούνηδες ή πλεονέκτες που προσπαθούν να προσποριστούν κέρδος και από τα πιο ασήμαντα πράγματα· και για εκμεταλλευτικά αφεντικά· σπανιότερα, με κάπως επαινετική χροιά, για ικανότατους επιχειρηματίες που δεν αφήνουν τίποτα ανεκμετάλλευτο.
- μύγα δεν σηκώνει στο σπαθί του: είναι οξύθυμος, παρεξηγιέται εύκολα, αντιδρά στην παραμικρή πρόκληση και δεν ανέχεται την παραμικρή αντίρρηση. Από την εικόνα του ευερέθιστου πολεμιστή που προσβάλλεται ακόμα κι αν μια μύγα σταθεί πάνω στο σπαθί του.
- μύγα σε τσίμπησε; ειρωνικά ή απορημένα σε κάποιον που εντελώς απότομα αλλάζει συμπεριφορά, που οργίζεται χωρίς εμφανή λόγο ή κάνει κάτι αλλόκοτο. Από την εικόνα των μεγάλων ζώων που όταν τα τσιμπούν μύγες ταράζονται ή αναπηδούν χωρίς να φαίνεται το γιατί. Και ποια/τι μύγα σε τσίμπησε; ενώ η νεότερη παραλλαγή μύγα τσε-τσε σε τσίμπησε; ίσως θεωρηθεί αδόκιμη πραγματολογικά. Μπορεί να ειπωθεί και ως κατάφαση: Μύγα τον τσίμπησε, κάποια μύγα θα τον τσίμπησε, πετάχτηκε σαν να τον τσίμπησε μύγα. Και: τον τσίμπησε αλογόμυγα.
- μας γέμισες αλογόμυγες: τη λέμε σε κάποιον που καυχιέται ή λέει ψέματα φλυαρώντας. Τα λόγια του παρουσιάζονται σαν να μας τριγυρίζουν ενοχλητικά, όπως οι μύγες το άλογο.
- χάφτω μύγες: είμαι αργόσχολος, τεμπέλης ή μωρόπιστος -σαν εκείνον που χάσκει με ανοιχτό στόμα. Και μη νομίζεις ότι χάφτω μύγες, δηλ. ότι τρώω άχυρο. Στη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, ο αφηγητής βρίσκεται σε μια υπηρεσία του υπουργείου Στρατιωτικών όπου οι περισσότεροι κάθονται όλη μέρα άπρακτοι, οπότε την αποκαλεί «Μυιγοχαυτικόν τμήμα του υπουργείου».
- δεν πειράζει ούτε μύγα: για κάποιον εντελώς άκακο.
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο, που νομίζει ότι έχει αποκτήσει μεγάλη αξία.
- όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται: παροιμία που δηλώνει ότι όποιος είναι ένοχος για κάτι θεωρεί ότι ο οποιοσδήποτε υπαινιγμός αναφέρεται σε αυτόν. Το ρήμα μυγιάζομαι σημαίνει θυμώνω για ασήμαντη αφορμή, όπως το άλογο που το τσιμπάει η μύγα. Ο εύθικτος λέγεται άλλωστε μυγιάγγιχτος.
Και επειδή η μύγα είναι μικροσκοπική, λέμε «κατηγορία μύγας» την ελαφρότερη κατηγορία στην πυγμαχία. Θυμάμαι επίσης μια συνάδελφο που, όποτε χανόμασταν σε μεταφραστικές συζητήσεις για λεπτές διακρίσεις και διαφορές, έλεγε ότι «εξετάζουμε τις αιμορροΐδες της μύγας».
Άλλωστε, ο Βάρναλης βάζει τους νομοταγείς πολίτες (τον «καλό» Λαό) να χλευάζουν τον Χριστό στον σταυρό λέγοντάς του: Ήσουνα θεός και ρήγας / κι είχες την ψυχή μιας μύγας. Ο ίδιος, στη Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, περιγράφει τον γάιδαρο να έχει «φούχτες μύγες στ’ αχαμνά».
Να κλείσουμε με ένα τραγούδι για τη μύγα που μου αρέσει πολύ, Σταμάτης Κραουνάκης σε μεγάλα κέφια: