cf87cf89cf81ceb9cebaceac cf8dceb4ceb1cf84ceb1 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9 cebf cebcceaccf81ceb9cebfcf82 cebacf85cf80ceb1cf81ceaf

τρία έπσιλον, γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας, Θράκα, Λάρισα 2022.

Η πρώτη εμφάνιση της τρία έπσιλον, με τη συλλογή γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας, από τις εκδόσεις Θράκα, μας τοποθετεί, ήδη από τα κατώφλια της, με το μότο-αφιέρωση «για όσα φεύγουν / με κάθε τρόπο» και τον χωροχρονικό δείκτη «Μυτιλήνη 2021», εντός της σφαίρας της απώλειας, η οποία, ρευστή προς το παρόν, άχρονη και άχωρη κατά το μάλλον ή ήττον, δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει. Στις δύο, ωστόσο, ενότητες, «κάτω από τη θάλασσα» και «πάνω από τη θάλασσα», ως αναγνώστες, βήμα-βήμα, αποκτούμε μια καθαρότερη εικόνα της. Ας ξεκαθαριστεί εξαρχής: η απώλεια εντός της συλλογής δεν είναι μόνο ατομική και δεν είναι μόνο συλλογική. Μοιάζει σαν να κινούμαστε επί ενός μεταιχμίου, ενός ρευστότατου συνόρου, όπως ρευστά είναι τα θαλάσσια σύνορα, το οποίο διαρκώς επανατοποθετείται και το συλλογικό συμπλέκεται με το ατομικό.

Το πραγματολογικό, εξωτερικό υπόβαθρο, εμφανές κυρίως στο πρώτο μέρος της συλλογής, αφορά την πρόσφατη συλλογική εμπειρία, διαθλασμένη στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου. Η κατάληξη του πρώτου πεζόμορφου ποιήματος είναι χαρακτηριστική: «ωστικό κύμα μας χτυπάει το παρόν» (σ. 9). Ο χώρος του νησιού, το οποίο αργότερα θα ονομαστεί Μυτιλήνη, χώρος κατεξοχήν συνδεδεμένος με την ποιητική φυγή, εδώ, αλλάζει όψη και γίνεται τόπος εγκλεισμού και ταυτόχρονα τόπος θανάτου. Ο θάνατος, βέβαια, αφορά τις πρόσφατες εικόνες των προσφύγων και της αγωνιώδους προσπάθειάς τους να φτάσουν στα ελληνικά νησιά, οι οποίες στις σελίδες της συλλογής διατηρούν όλη τους τη φρίκη: «στο σπίτι ξεβράζονται παιδιά δε φτάσαμε πάτο / ωρίμασαν νωρίς τα παιδιά σαπίσαμε κιόλας // σαν φρούτο κορμιά επιπλέουν στην Επάνω Σκάλα / στα πνευμόνια τους μέσα τριγυρίζουνε ψάρια» (σ. 12).

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η προέκταση που το γεγονός, με την έννοια του συμβάντος, αποκτά στη συλλογή· στο ποίημα «|λέσβος|», η ευθύνη και, κατά συνέπεια, η ηθική της πράξης γίνονται συλλογικές, όπως συλλογική φαντάζει η ενοχή μιας ολόκληρης γενιάς. Παραθέτω το ποίημα:

εκείνη τη χρονιά με τα 21 φεγγάρια, δε μίλησε κανείς

τότε πέρασε μια ολόκληρη γενιά που κανείς δε μιλούσε, και σαν να μην έφτανε αυτό δεν έπραξε ποτέ κανένας, μέχρι που όλοι ξέχασαν την έννοια της πράξης

πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που βάραγαν τα κεφάλια τους
στον τοίχο
δοκιμάζοντας αντοχή υλικών (σ. 15)

Κινούμενη εντός των ορίων του λαϊκού παραμυθιού, η ποιήτρια, στον ελάχιστο χώρο που καταλαμβάνουν οι παραπάνω στίχοι, δομεί μια ολόκληρη ιστορία, η οποία βαραίνει (σ)το συλλογικό παρόν. Η πράξη που ξεχνιέται λόγω της σιωπής είναι το ηθικό χρέος απέναντι στον Άλλο. Κι ακριβώς αυτή τη σιωπή αντιμάχεται η γραφή: «οι καιροί επιτάσσουν σιωπή και στα πόδια γεμίσαμε κρίματα» (σ. 16), με το ποιητικό υποκείμενο να αναλαμβάνει στους ώμους του τη συλλογική φωνή αυτής της γενιάς. Λίγο παρακάτω, στο ίδιο ποίημα, θα διαβάσουμε: «γι’ άλλη μια μου φορά δε σιωπώ, με τους τρίτους τη ζωή μου μοιράζομαι». Πέραν του προφανούς για την εντός της γραφής αυτοβιογράφηση της γράφουσας, ο στίχος εξακτινώνεται, ή, μάλλον, λειτουργεί κεντρομόλα και στρέφει τον φακό ένδον του ποιητικού υποκειμένου. Έτσι, πραγματώνεται αυτή η ρευστότητα για την οποία κάναμε νωρίτερα λόγο. Η ζωή που μοιράζεται με τους τρίτους το ποιητικό υποκείμενο είναι πρωτίστως η ατομική ζωή του, περιπεπλεγμένη, όμως, με τη δημόσια. Οριακή στιγμή αυτής της περιπλοκής, το ποίημα «[απάντηση]», από όπου αντιγράφω ορισμένους στίχους:

[…]
Όχι δεν έχω πατρίδα
Έχω κάτι σημαίες μεσαίου μεγέθους
που τυλίγουν το δημοτικό σχολείο
σώματα αλυσίδες σε κάγκελα
[…]
Μπροστά στην εθνική υπερηφάνεια συστέλλομαι
Γίνομαι τόσο μικρή που χωράω στον χάρτη
Το χέρι του Θεού είμαι εγώ
Διαβρώνω ταυτότητες
Ξηλώνω σύνορα
Γίνεται το θέλημά μου (σ. 28)

Ολόκληρη η συλλογή παίζει με τις συμβάσεις του χώρου, τις οποίες καταργεί, με το βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου να «ανοίγεται», αναζητώντας έναν ορίζοντα-όριο, ωστόσο, καθώς η θάλασσα (και) ως σύμβολο είναι πανταχού παρούσα, αυτό μοιάζει να απομακρύνεται σταθερά. Το νησί, λοιπόν, λειτουργεί και ως τόπος εγκλεισμού, εσωτερικού αυτή τη φορά, αφού, από την πρώτη κιόλας ενότητα, δηλώνεται ξεκάθαρα η στέρηση του Άλλου, αυτή τη φορά του ερωτικού συντρόφου. Αυτή, όμως, η απουσία του Άλλου νοηματοδοτεί την παρουσία του εαυτού.

θ’ ανοίξω μια τρύπα στον τοίχο ή στη μέση της θάλασσας
σαν πηγάδι ψηλό να αλυχτάω την αγάπη μου,
ν’ αντιδρούνε οι πέτρες σαν τους πάγους να λιώνουνε,
να με πνίξουν αρκούδα στη μέση απ’ το δάσος του στέρνου σου

[…]
κι είσαι εσύ η τρύπα στον τοίχο, στην καρδιά μου, στο πάτωμα,
στη μέση του δάσους, στο κέντρο της θάλασσας, στο δεξί μου το στήθος, στο αριστερό σου αυτί, στο πλευρό (σ. 16)

Το απόν υποκείμενο, απρόσωπο και σχεδόν απροσπέλαστο, συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του ποιητικού υποκειμένου, με το δεύτερο σχεδόν να φετιχοποιεί το πρώτο. Εκμεταλλευόμενοι την αναλογία με τη θάλασσα, τα δύο υποκείμενα γίνονται νησιά, μόνο που το ένα μοιάζει καθηλωμένο, έστω κι αν δηλώνει σαφείς προορισμούς, ενώ το άλλο δείχνει συνεχώς να κινείται, χωρίς να γνωρίζουμε με ασφάλεια, όπως άλλωστε και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, αν φεύγει ή αν επιστρέφει. Κάθε απόπειρα του πρώτου μοιάζει προκαταδικασμένη· ακόμα και η πλήρης παράδοση και μεταμόρφωσή του σε θάλασσα:

Μετασχηματίζομαι και κοίτα με που ’μια μεγάλη, μικρή, μωβ, ροζ, γαλάζια θάλασσα, εικοσιοκτώ χρονών και πάλι όμως δεν βρίσκω τρόπο να περάσω την πόρτα για να φτάσω κοντά σου (σ. 32)

Το ποιητικό υποκείμενο, σε μια γλώσσα που καταργεί τις συμβάσεις, αλλά διατηρεί διαρκώς ανοιχτούς λογαριασμούς με άλλα, προγενέστερα κείμενα, μέσω σαφών πλην υπόρρητων αναφορών, γίνεται το ίδιο χώρος, νησί τριγυρισμένο από θάλασσα. Στο ποίημα «[σημείωση ετεροθαλής]», διαβάζουμε

[…]
πρέπει να ξέρεις να φοβάσαι το νερό, τη φωτιά, τους ανθρώπους, τα αγριεμένα παιδιά που σου ρίχνουνε πέτρες κάτω στον κάμπο, σε πνίγουν, σου πατάνε το κεφάλι στο χώμα, τρως άμμο,
ξεχνάς το όνομά σου, τη μητρική σου γλώσσα, πόσα αδέρφια έχεις, πώς σε λένε, από πού είσαι, ποιος είναι ο κρέοντας και ποια η θήβα

ποια είναι η μοίρα που σ’ αυτά εδώ τα χώματα σε έχει ξεβράσει (σ. 35)

Η θάλασσα που ξεβράζει παίρνει τη μορφή τής απώλειας, ατομικής και δημόσιας, βαπτίζει και πνίγει, αγριεύει και καλύπτει, θολώνει και ημερεύει. Κάποτε, δανείζει την ίδια την ουσία της στο ποιητικό υποκείμενο, νοηματοδοτώντας τις κινήσεις και τις σκέψεις του, θέτοντάς τες υπό τη δύναμή της. Με τη συλλογή γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας, η τρία έπσιλον δημιουργεί με υλικά παρμένα από το δημόσιο έναν ιδιωτικό χώρο, κατοικήσιμο και ταυτόχρονα αφιλόξενο, ο οποίος μοιάζει διαρκώς να μετεωρίζεται στα ρευστά του σύνορα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Τato Akhalkatsishvili. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

86658347

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *