Συμπληρώνονται σήμερα 135 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.
Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος. Κανονικά σήμερα ήταν να βάλουμε χρονογράφημα του Βριάρεω, το οποίο μετατίθεται δυο βδομάδες μετά.
Είναι γνωστό ότι ο Λαπαθιώτης, αν και από αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ανώτατος στρατιωτικός, που έγινε και υπουργός για λίγους μήνες μετά το Γουδί) προσέγγισε το κομμουνιστικό κίνημα όταν απογοητεύτηκε από τον βενιζελισμό και επί πολλά συμπορεύτηκε με τους κομμουνιστές, από απόσταση πάντοτε, χωρίς δηλαδή να ενταχθεί ποτέ στο κόμμα. Η πρώτη εκδήλωση της προσέγγισης είναι όταν προσφέρει 60 δρχ. στον έρανο υπέρ του «Ριζοσπάστη» το 1920. Το 1921 στέλνει στον Ριζοσπάστη επιστολή όπου δηλώνει «πιστός στρατιώτης του σκοπού» (έχω γράψει εδώ και εδώ). Στα επόμενα χρόνια βρίσκουμε την υπογραφή του Λαπαθιώτη σε ορισμένες δημόσιες εκκλήσεις π.χ. για την καταδίκη των κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακιού, βρίσκουμε και φιλοκομμουνιστικές τοποθετήσεις του σε στοχασμούς του (παράδειγμα) και σε άρθρα του (άλλο παράδειγμα), ενώ είναι αρκετά γνωστή, αν και δεν αποτελεί ακριβώς φιλοκομμουνιστική δήλωση, η επιστολή αποχώρησής του από την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία ανακοίνωσε μέσω του Ριζοσπάστη.
Στα ποιήματά του ο Λαπαθιώτης δεν έκανε καμία αναφορά στον κομμουνισμό, με μια και μοναδική εξαίρεση, που θα τη δημοσιεύσουμε σήμερα.
Στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, στο τεύχος 3, του Φεβρουαρίου 1932, δημοσιεύτηκε το ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Οι Νέοι Πρωτοπόροι ήταν περιοδικό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, στο οποίο συνεργάζονταν όλοι οι λογοτέχνες που πρόσκεινταν στο ΚΚΕ. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει συνεργασία του Βάρναλη, του Νίκου Νικολαΐδη-Πωλ Νορ, του Νίκου Κατηφόρη, του νεαρού τότε Νίκου Παπαπερικλή όπως και του ακόμη πιο νέου Σταύρου Τσιακίρη. Το περιοδικό είχε ξεκινήσει ως Πρωτοπόροι, με διευθυντή τον Πέτρο Πικρό, αλλά στο τέλος του 1931 είχε επέλθει ρήξη μεταξύ Πικρού και ΚΚΕ, οπότε όλοι οι προσκείμενοι στο ΚΚΕ αποχώρησαν και έβγαλαν τους νέους Πρωτοπόρους, ενώ ο Πικρός έβγαλε ένα τελευταίο τεύχος μόνος του -όπου μας έβρισε όλους και ξεθύμανε, νομίζω πως λέει κάπου ο Ασημάκης Πανσέληνος, που ανήκε στο επιτελείο του περιοδικού.
Το ποίημα αυτό του Λαπαθιώτη είναι πολύ διαφορετικό από τα περισσότερα ποιήματά του όχι μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στη μορφή. Δεν είναι με μέτρο και ρίμα και μάλλον στα πεζοτράγουδα πρέπει να το κατατάξουμε και όχι στα ελευθερόστιχα ποιήματα. Κατά τα άλλα, είναι εντυπωσιακή η βιαιότητα των στίχων όπως και η παρομοίωση της αστικής τάξης με μιαν ακόλαστη και σκληρόκαρδη αρχόντισσα. Να σημειωθεί ότι η συντακτική ομάδα των Ν. Πρωτοπόρων πρόσθεσε τον υπέρτιτλο «Προς τις γραμμές μας», που τον χρησιμοποιούσε ακριβώς για συνεργασίες «συνοδοιπόρων».
Το «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου» είναι αρκετά γνωστό στο Διαδίκτυο. Αυτό που νομίζω πως δεν είναι γνωστό, και θα το μάθετε σήμερα, είναι ότι υπήρχε μια προηγούμενη μορφή του πεζοτράγουδου, με άλλον τίτλο αλλά πολύ παρόμοια κατά τα άλλα, που είχε δημοσιευτεί πέντε χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1927, στο περιοδικό Φραγκέλιο (σικ), ένα πολύ ιδιότυπο περιοδικό που έβγαζε ο Νίκος Βέλμος (έχουμε γράψει βέβαια, τόσο για το περιοδικό όσο και για τον Βέλμο) ο οποίος είχε μια ενδιαφέρουσα και όχι εντελώς ερευνημένη λυκοφιλία με τον Λαπαθιώτη.
Αυτή η πρώτη μορφή έχει τίτλο «Τραγούδι της αγάπης και του μίσους» και ελάχιστες διαφορές έχει με τη δεύτερη μορφή -κάπου σβήνεται μια πρόταση, αλλού προστίθεται μια άλλη, κάποιες λέξεις αλλάζουν. Ίσως η πρώτη μορφή να έχει ελαφρότατα καλύτερη ρυθμικότητα, αλλά αυτό είναι υποκειμενικό. Στις έξι πρώτες στροφές περιγράφεται η εξέγερση των σκλάβων και η θανάτωση του αστικού τέρατος, στις δύο τελευταίες το λαμπερό μέλλον που θα έρθει.
Η πρώτη μορφή είναι λιγότερο γνωστή. Είχα κάνει έναν υπαινιγμό σε ένα παλιό μου άρθρο για τον Φραγκέλιο ενώ το 2020 ο Βαγγέλης Ψαραδάκης τη δημοσίευσε σε δικό του ενδιαφέρον άρθρο, όπου κάνει κάποιες υποθέσεις για τη σχέση Βέλμου-Λαπαθιώτη. Όπως λέει και ο Ψαραδάκης, το ποίημα δημοσιεύτηκε μεν ανυπόγραφο στο περιοδικό, αλλά στο τέλος του χρόνου, στον κατάλογο των συνεργατών του έτους, αναφέρεται ρητά ότι είναι έργο του Λαπαθιώτη.
Παραθέτω και τις δυο μορφές του πεζοτράγουδου, ξεκινώντας από τη νεότερη. Εκτός μονοτονικού, διατηρώ την ορθογραφία.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι –ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι –και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
***
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής —με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
***
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές —και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν — σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση— για να σε μάθουν πράματα μεγάλα—πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις…
***
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι —να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα —να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα— να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
***
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι —κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι— που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα— πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
***
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη —και συ τους πότιζες, δεν ξαίρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…
***
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…
***
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι— τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή —φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…
(Περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, τεύχος 3, Φεβρουάριος 1932)
Και ακολουθεί η παλαιότερη μορφή, με ελάχιστες, όπως είπα, διαφορές, από το Φραγκέλιο:
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ
…’Ερχονται οι ξυπόλυτοι, οι ξεσκούφωτοι, οι αγροίκοι, με τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την πορπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο το λαιμάκι, το τρυφερό και λάγνο σου λαιμάκι, να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
***
Έρχονται απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής —με τα θολά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
***
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές —όλο φθάνουν, φθάνουν, κι όλο φθάνουν — κουβαλώντας τις θολές καρδιές τους με την ακατάλυτη στοργή και με τ’ ανεξιχνίαστα τα μίση, να σε διδάξουν πράματα μεγάλα—πράματα μεγάλα κι αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις…
***
Έρχονται τώρα με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι, πανούργα πόρνη συφιλιδική —να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, έτσι καθώς σπάνε τ’ αποστήματα— να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα —να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
***
Έρχονται οι γυμνοί κι αδικημένοι —οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι— εκείνοι που κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα, και να πληθαίνουν τις ακολασίες σου -έρχονται τώρα κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδούλα σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους δολοφονείς μέρα και νύχτα, γιατί έτσι σου γουστάρει, Μεσσαλίνα!
***
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε κατασπαράξουν με τα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη, και συ, δεν ξαίρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή! Δε θένε ψίχουλα, δε θένε ξεροκόμματα -θένε την ίδια σου καρδιά να ροκανίσουν, γέρικο τέρας πλουτοκρατικό…
***
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, αυτό το πράμα που το κράζουμε ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσχοβολήσουνε τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναπάρουν την παλιά τους όψη! Τότε κι η Στοργή θα κατεβεί, και θα φιλήσει τους ανθρώπους μέσ’ στα χείλη…
***
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, άμα χαθείς αγύριστα, για πάντα, άμα στεγνώσουν τα κλαμένα βλέφαρα, και πάλι γίνουν ιλαρά τα μάτια, άμα σκορπίσει ο βόγγος που είναι γύρω — τότε μονάχα πάλι θ’ ακουστεί, μέσ’ στο γαληνεμένο το διάστημα, η φοβερή κι απέραντη φωνή της μακρυνής, και της ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…
Βλέπουμε ότι στη δεύτερη μορφή ο Λαπαθιώτης απάλειψε τις φράσεις «πανούργα πόρνη συφιλιδική» από την τέταρτη στροφή, και «Δε θένε ψίχουλα, δε θένε ξεροκόμματα -θένε την ίδια σου καρδιά να ροκανίσουν, γέρικο τέρας πλουτοκρατικό…» από την έκτη στροφή, ενώ άλλαξε στην πέμπτη στροφή το «να τους δολοφονείς μέρα και νύχτα γιατί έτσι σου γουστάρει Μεσσαλίνα» με το «για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…»
Πρόκειται για ελάσσονες διαφορές που δεν νομίζω να οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα. Ουσιαστικά έχουμε το ίδιο πεζό ποίημα.