Προχτές, που είχαμε τα Φώτα και γιόρταζαν διάφορα ονόματα, ανάμεσά τους και η Φωτεινή, είχα πει ότι τον καιρό του Εικοσιένα οι νεοφώτιστες, μουσουλμάνες συνήθως, που ασπάζονταν τον χριστιανισμό, ήταν συνηθισμένο να παίρνουν το όνομα Φωτεινή.
Την πληροφορία αυτή τη βρήκα σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, και που το ανέφερα στο βιβλιοφιλικό μας άρθρο πριν από ένα μήνα. Πρόκειται για το Λόγος γυναικών; του Δημήτρη Δημητρόπουλου από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζονται δέκα αναφορές γυναικών προς τη Διοίκηση της επαναστατημένης Ελλάδας, μεταξύ του 1823 και του 1827. Κάθε έγγραφο αναλύεται διεξοδικά ενώ παρατίθενται και παράλληλα κείμενα με παρεμφερές θέμα. Πολύ αξιόλογη είναι και η εισαγωγή του συγγραφέα.
Από αυτό το βιβλίο διάβασα να παρουσιάσω σήμερα ένα κείμενο, τη συντομότερη από τις δέκα αναφορές. Ο λόγος που διάλεξα αυτό το συγκεκριμένο κείμενο, την αναφορά της νεοφώτιστης Φωτεινής, είναι ότι έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, αφενός, και αφετέρου επειδή την αναφορά αυτή έτυχε να την έχω αποδελτιώσει από ένα παλιό περιοδικό και να την ξέρω.
Πράγματι, είχε δημοσιευτεί, σύμφωνα με τις σημειώσεις μου, στο Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 18 (Δεκ. 1969), σ. 100-1, με σημείωση «Από ανέκδοτα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους». Δεν έχω σημειώσει αν αναφερόταν όνομα συντάκτη, αλλά στην Ιστορία άρθρα τέτοιου τύπου δημοσίευε ο Δικαίος Βαγιακάκος.
Η αναφορά έχει ως εξής (ο Δημητρόπουλος μονοτονίζει, και σωστά κατά τη γνώμη μου, αλλά διατηρεί κατά τα άλλα την ορθογραφία):
Προς το σεβαστόν Συμβούλιον των Υπουργών
Παρακαλώ τους αφεντάδες να με λυπηθούν την καϊμένην οπού μου έκαψαν το σικότι η γενειαίς μου. Ούδε σκουτιά μου άφησαν, ούδε τίποτες. Με επέρασαν από του σκυλιού τον κώλον με τις υβρισιαίς τους. Και με τυραννούν ολημέρα ωσάν οι Εβραίοι τον Χριστόν. Από τότε που εβαπτίσθηκα η μάννα μου δεν έχει μάτια να με ιδή. Το τι τραβώ ένας Θεός το ξέρει. Διά τούτο παρακαλώ επειδή έμεινα ολόγυμνη, να κάμετε μερχαμέτι και να προστάζετε οπού να πάρω τα ρούχα μου γιατί είναι κρίμα και εις εμένα την ορφανή να τα κρατούν αυταίς οι μπομπιεμέναις. Τώρα θέλετε ηξεύρει ότι κάθουμαι εις την νουνά μου και δι’ αυτό δεν μου τα δίδουν.
Η δούλη σας Η νεοφώτιστος Φωτεινή
[στο νώτο:]
Αριθ. 339
Εις το εξοχώτατον και σεβαστότατον Συμβούλιον των Υπουργών
[ανωτέρω με άλλο χέρι:]
Αριθ. 125
Αναφορά της Νεοφώτιστου Φωτεινής
Ζητεί να διαταχθή η μήτηρ της να της δώση τα ρούχα της τα οποία κατακρατή διότι αυτή έγινε χριστιανή.
[κατωτέρω με άλλο χέρι:]
Προς το Υπουργείον της Αστυνομίας
Να διατάξη τον αστυνόμον να γίνη εξέτασις
Τριπολιτσά 26 Ιουλίου 1823
Ο Γραμμ[ατεύς] του Συμβουλίου Γεώργιος Γλαράκης
Αυτό, όλο κι όλο, είναι το κείμενο της αναφοράς. Δίνει όμως αφορμή για αρκετό σχολιασμό. Ο Δημητρόπουλος ξεκινάει τον σχολιασμό του ως εξής (παραθέτω τις τέσσερις πρώτες σελίδες του σχολιασμού, από τις 12 συνολικά, αλλά παραλείπω τις εκτενείς υποσημειώσεις):
Ιούλιος 1823. Η ελληνική Διοίκηση είναι πρόσκαιρα εγκατεστημένη στην απελευθερωμένη Τριπολιτσά. Η Φωτεινή, μια ανύπανδρη και ορφανή από πατέρα γυναίκα, που έχει βαπτιστεί πρόσφατα χριστιανή, στέλνει στο Συμβούλιο των Υπουργών μια επιστολή γραμμένη με ψυχική ένταση και οργή, όπου καταγγέλλει τη μητέρα της και την αδελφή της, γιατί μετά τη βάπτισή της την υβρίζουν, την τυραννούν και κατακρατούν όλα της τα ρούχα. Ζει στο σπίτι της της νονάς της, δηλαδή εκείνης που -όντας ενήλικη- τη βάπτισε, στοιχείο που έχει εξοργίσει περαιτέρω την οικογένεια της. Η γυναίκα ζητά από τη Διοίκηση προστασία, δικαιοσύνη και έλεος, καθώς μετά τη βάπτισή της ως χριστιανή βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, καταφρονημένη και αποκομμένη από τους δικούς της. Η κατηγορία που εξαπολύει στις συγγένισσές της -ότι δηλαδή είναι «πομπεμένες» (: διαπομπευμένες, ρεζιλεμένες)- εκφράζει απαξίωση στο πρόσωπό τους, μέσω της χρήσης μιας λέξης με ισχυρή σεξουαλική συνδήλωση.
Η έντονη συναισθηματική φόρτιση, η αγανάκτηση, ο αυθορμητισμός αναδύονται από το γράμμα της. Ο προσωπικός τόνος, η ιδιότυπη εκφορά του λόγου, ακόμη και οι τοπικές παροιμιώδεις εκφράσεις («με επέρασαν απ’ του σκυλιού τον κώλον»), δείχνουν ότι πρόκειται για κείμενο στο οποίο η Φωτεινή είχε άμεση εμπλοκή– αν δεν της ανήκει η γραφή του, της ανήκει η εκφώνησή του. Η υπογραφή είναι από το ίδιο χέρι που έγραψε και το γράμμα.
Οι σημειώσεις στο νώτο του χαρτιού της επιστολής αποκαλύπτουν την ημερομηνία σύνταξής της, 26 Ιουλίου 1823. Η ημερομηνία αυτή, σε συνδυασμό με τον παραλήπτη προσδίδουν μία ενδιαφέρουσα χροιά. Το «Συμβούλιον των Υπουργών» στο οποίο απευθύνεται η Φωτεινή είναι ένα ιδιότυπο θεσμικό δημιούργημα. Συγκροτήθηκε από το Εκτελεστικό στις 11 Ιουνίου 1823, το οποίο και αποφάσισε την επείγουσα σύστασή του εν όψει της μετάβασής του στα Μέγαρα. Προβλεπόταν οι υπουργοί, υπό την προεδρία του Υπουργού Εσωτερικών Γρηγόριου Δικαίου (Παπαφλέσσα), να συνεδριάζουν μέρα παρά μέρα και να ενημερώνουν το Βουλευτικό για τις σημαντικές υποθέσεις. Το Βουλευτικό όμως αρνήθηκε να αναγνωρίσει το καινοφανές αυτό όργανο και διατήρησε γραπτή επικοινωνία μόνο χωριστά με τα επιμέρους υπουργεία και με το Εκτελεστικό. Το «Συμβούλιο των Υπουργών» έπαψε να υφίσταται με την επιστροφή του Εκτελεστικού στις 25 Σεπτεμβρίου. Εύλογα γεννάται επομένως το ερώτημα πώς είχε η Φωτεινή έγκαιρη πληροφόρηση ώστε να απευθύνει την αναφορά της σε αυτό το βραχύβιο πολιτικό όργανο; Είναι μια ένδειξη της ταχύτητας με την οποία διακινούνταν οι πολιτικές ειδήσεις, τουλάχιστον εγγύς στο διοικητικό κέντρο (εδώ στην Τριπολιτσά);Ή ίσως έτι περαιτέρω ένα απτό ίχνος του βαθμού ταχείας ενσωμάτωσης των πολιτικών διεργασιών στην καθημερινότητα των πολιτών;
Ανεξαρτήτως όμως από το συγκεκριμένο διοικητικό όργανο που επιλήφθηκε της υπόθεσης, η ανάθεσή της στο Υπουργείο Αστυνομίας από τον γραμματέα του Συμβουλίου Γεώργιο Γλαράκη —εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία του καιρού του- καταδεικνύει την αμεσότητα ενασχόλησης της Διοίκησης με το θέμα. Και πράγματι, την επομένη κιόλας, το Υπουργείο διατάζει τον αστυνόμο της Τριπολιτσάς να υποχρεώσει τη μητέρα και την αδελφή της νεοφώτιστης Φωτεινής να της δώσουν όλα τα φορέματά της· επιπλέον δε τους προειδοποιεί να πάψουν στο εξής να την υβρίζουν και να την ενοχλούν διότι θα τιμωρηθούν αυστηρά.
Η Φωτεινή ανήκει στην κατηγορία των νεοφώτιστων, των προσήλυτων στον χριστιανισμό, μια πληθυσμιακή ομάδα για την οποία έγινε ήδη λόγος. Το δηλώνει και το βαπτιστικό της όνομα, Φωτεινή, σύνηθες μεταξύ των εκχριστιανισμένων γυναικών. Η πλειονότητά τους μουσουλμάνοι· πολλοί ανάμεσά τους από την Τριπολι- τσά, την πόλη όπου φαίνεται να ζει και η Φωτεινή. Πριν την επανάσταση ο πληθυσμός της πόλης ήταν ανάμεικτος. Ίδιος περίπου αριθμός χριστιανών και μουσουλμάνων, με μια ισχυρή μειονότητα εβραίων κατοίκων. Οι αριθμοί που δίνει ο Τ. Gordon 7.000 Τούρκοι, 7-000 Έλληνες και ι.οοο Εβραίοι, ακόμη και αν δεν είναι ακριβείς, δίνουν μία αίσθηση των αναλογιών. Ο ίδιος επισημαίνει ότι με το ξέσπασμα της επανάστασης ο πληθυσμός μεταβλήθηκε. Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους αλλά αναπληρώθηκαν από άλλους -υπέρτερους αριθμητικά- μουσουλμάνους από τον Μυστρά, το Λιοντάρι, το Φανάρι, τα Βαρδούνια, που κατέφυγαν μέσα στα τείχη αναζητώντας προστασία. Μετά την κατάληψη της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο του 1821 επακολούθησε, όπως είναι γνωστό από μαρτυρίες της εποχής, μαζική θανάτωση ενόπλων και αμάχων, μουσουλμάνων και Εβραίων, αλλά και αιχμαλωσία όσων διασώθηκαν. Οθωμανοί αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους και γυναίκες των χαρεμιών τέθηκαν υπό την προστασία Ελλήνων οπλαρχηγών και πολιτικών ηγετών. Η ανταλλαγή με χριστιανούς σκλάβους και η προσδοκία προσπορισμού κερδών κατέστησαν τη διάσωσή τους επιθυμητή, ενώ οι γυναίκες -και ιδιαίτερα οι νέες- διασκορπίστηκαν στα σπίτια επιφανών προσώπων. Μεγάλος όμως αριθμός γυναικών βρήκε οικτρό τέλος.
Δεν θέλησα να παραθέσω αυτολεξεί τον υπόλοιπο σχολιασμό, αλλά θα τον αναφέρω περιληπτικά.
Ο Δημητρόπουλος αναφέρει ότι παρά τη σφαγή, παρέμειναν στην Τριπολιτσά μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Σε καταγραφή του Ρήγα Παλαμήδη, που έγινε μετά την επανάσταση με εντολή του Καποδίστρια, καταμετρώνται 1237 χριστιανικές οικογένειες, 750 τουρκικές και 80 εβραϊκές.
Συνεχίζει λέγοντας ότι στατιστικά είναι πιθανότερο η Φωτεινή να ήταν μουσουλμάνα, αλλά κάποιες ενδείξεις όπως η παροιμία «με τυραννούν όπως οι Εβραίοι τον Χριστόν» υποβάλλουν την ιδέα ότι ίσως ήταν εκχριστιανισμένη Εβραία. Υπάρχουν άλλωστε αναφορές για νεοφώτιστους Εβραίους [εδώ δίνει μια παραπομπή που είχα την περιέργεια να την ψάξω, και είναι αναφορά ενός νεοφώτιστου Εβραίου ονόματι «Γεώργιος Ραφαήλ», ο οποίος ζητάει να του δοθεί, κατ’ εξαίρεση, η πατρική του περιουσία, διότι είχε ασπασθεί τον χριστιανισμό πριν από την Επανάσταση].
Επίσης, ο Δημητρόπουλος εύστοχα παρατηρεί ότι η Διοίκηση φαίνεται να αντιμετώπισε το ζήτημα με ταχύτητα αλλά χωρίς ειδική φόρτιση εναντίον των αλλόθρησκων και στη συνέχεια αφιερώνει αρκετές σελίδες στο ζήτημα της γύμνωσης και των ενδυμάτων, του κόστους τους κτλ.
Θα τελειώσω με τα λεξιλογικά του σύντομου αυτού κειμένου. Προσέχω πολλές παροιμιακές φράσεις:
* μου έκαψαν το συκώτι
* με επέρασαν από του σκυλιού τον κώλο, για την οποία ο Δημητρόπουλος υποσημειώνει ότι η φράση έχει καταγραφεί στην Ηλεία (δίνει και λινκ). Εγώ θα προσθέσω ότι την έχει στο λεξικό του ο (Πελοποννήσιος) Ιω. Σταματάκος, με τη σημασία «τον καθύβρισε χυδαιότατα», ενώ έχει και παραλλαγή «τον επέρασε από του σκυλιού το άντερο».
* με τυραννούν ωσάν οι Εβραίοι τον Χριστόν [κοινή]
* δεν έχει μάτια να με ιδεί = με αποστρέφεται. Η φράση υπάρχει και στον Μακρυγιάννη (Τότε οι φίλοι της κακίας δεν είχαν μάτια να με ιδούνε κι όλο με κακολαλούσαν δια να μην προβοδέψω).
* ένας Θεός το ξέρει [κοινή]
Τέτοια πυκνότητα παροιμιώδους λόγου είναι σπάνια και δίνει στο κείμενο έντονη προφορικότητα. Πολύ πιθανό, όπως λέει και ο Δημητρόπουλος, να το υπαγόρευσε, αν δεν το έγραψε.
Έχει και λεξιλογικά το κείμενο, που τα εξηγεί και ο συγγραφέας σε γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου:
μερχαμέτι: ευσπλαχνία, οίκος, φιλανθρωπία (από τκ. merhamet)
μπομπιεμένες: πομπεμένες, διαπομπευμένες, ρεζιλεμένες
σκουτιά: ρούχα
Αρκεί αυτό το δείγμα από ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο.