Κάποιος βιαστικός, διαβάζοντας τον τίτλο θα αναρωτηθεί ίσως «Ποιος Αλμπάνης;» Αλλά εδώ δεν εννοώ κάποιον που έχει το επώνυμο Αλμπάνης, όπως ο δημοσιογράφος Γιάννης Αλμπάνης ή ο ηθοποιός Αντίνοος Αλμπάνης, εννοώ το επάγγελμα του αλμπάνη, ένα επάγγελμα που το συζητήσαμε στα σχόλια πρόσφατου άρθρου.
Πράγματι, τις προάλλες, στο άρθρο για τον αχάμπαρο, σε κάποιο σχόλιο έγινε λόγος για μια γλωσσική ερώτηση στο παιχνίδι του Εκατομμυριούχου, και μετά για μιαν άλλη, την εξής:
Η λέξη «αλμπάνης» βέβαια έχει μιαν αρχική, κυριολεκτική σημασία, παρωχημένη, και μια μεταφορική. Εδώ η ερώτηση αφορούσε την αρχική, κυριολεκτική σημασία.
Ο παίκτης στον οποίο έτυχε η ερώτηση δεν διακινδύνευσε να δώσει απάντηση. Σταμάτησε εκεί, κρατώντας το όχι ευκαταφρόνητο κέρδος που είχε εξασφαλίσει ως τότε, 3000 ευρώ.
Στην εδώ συζήτηση, φάνηκε ότι ενώ όλοι όσοι σχολίασαν ήξεραν τη μεταφορική σημασία, κάμποσοι αγνοούσαν την αρχική, οπότε δεν θα ήταν περιττό ένα άρθρο του ιστολογίου -αυτό που διαβάζετε σήμερα.
Όπως λέει και το ΜΗΛΝΕΓ, με τη μεταφορική σημασία ο αλμπάνης είναι επιστήμονας, συνήθως γιατρός, ή τεχνίτης που είναι άπειρος και αδέξιος στη δουλειά του και γι’ αυτό αναξιόπιστος.
Ποια είναι όμως η αρχική σημασία; Τι δουλειά κάνει ο αλμπάνης; Στην οθονιά από την εκπομπή βλέπετε τέσσερις δυνατότητες, μία από τις οποίες είναι σωστή. Τι θα απαντούσατε αν βρισκόσασταν στη θέση του παίκτη του Εκατομμυριούχου; Παρακάτω θα το φανερώσω, οπότε αν θέλετε να το μαντέψετε διακόψτε για λίγο την ανάγνωση.
Λοιπόν, ο αλμπάνης είναι, ή αρχικά ήταν, ο πεταλωτής, που σημαίνει ότι η σωστή απάντηση στο παιχνίδι ήταν το Δ.
Το επάγγελμα είναι ξεχασμένο σήμερα, αλλά σε μια εποχή πριν από το αυτοκίνητο, όπου τα υποζύγια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, η κοινωνική ανάγκη για πεταλωτήδες ήταν πολύ μεγάλη. Ο αλμπάνης πετάλωνε τα μεγάλα ζώα, αλλά πολλοί αλμπάνηδες ασκούσαν παράλληλα και την τέχνη του σιδερά, κάτι λογικό, ενώ άλλοι έπαιζαν και ρόλο πρακτικού κτηνίατρου.
Θα παραθέσω αποσπάσματα από μια συνέντευξη που έδωσε το 1997 ο Στέλιος Δούκας από το Μανταμάδο. Γεννημένος το 1916, ήταν τότε ένας από τους τελευταίους αλμπάνηδες της Λέσβου. Είχε μάθει ως έφηβος την τέχνη πλάι σε έναν θείο του, σιδερά, μετά υπηρέτησε στον στρατό στο ιππικό με ειδικότητα (φυσικά) πεταλωτής και, όπως είπε, έκανε και τη δουλειά του σιδερά (θεωρούσε άλλωστε ότι ο όρος «αλμπάνης» καλύπτει και το πετάλωμα και τη σιδηρουργική εργασία) κατασκευάζοντας γεωργικά εργαλεία στο χωριό. Και συνεχίζει:
Η βασική δουλειά μας ήταν τα πεταλώματα, και βόδια πεταλώναμε και γαϊδούρια πεταλώναμε, και άλογα πεταλώναμε. […] Όλες οι δουλειές είναι επικίνδυνες, και σ’ αυτή μπορούσες να την πάθεις την ζημιά, να πετάξει κανένα σίδερο, ήταν και τα ζώα τα οποία έχει πολλά που είναι άγρια.
Λοιπόν, παίρνεις τα μέτρα, γιατί υπάρχουν μεγέθη, διάφορα μεγέθη. Μα τα ξέρεις πια τα χορταίνεις, τα χορταίνεις. Τα κόβαμε εμείς τα κόβαμε τα πέταλα, αλλά τώρα έχει και έτοιμα πέταλα. Τότε από λαμαρίνα κόβαμε εμείς τα πέταλα και ξέραμε, κόβεις μικρά, μεγάλα, μέτρια και μεγάλα και τα ταιριάζεις πάνω στα ζώα. Δεν είναι χοντρό, πρέπει να είναι τρία χιλιοστά-δυό χιλιοστά λαμαρίνα για να κάνεις το πέταλο, που κάναμε τότε. Μετά το σάζεις (φτιάχνεις) εκεί και το τρυπάς, κάνεις τις τρύπες κι είναι έτοιμα να τα πεταλώσεις. Τα βόδια είναι δίχαλα τα οποία μπορείς να τα καλουπώσεις κιόλας. Τα βόδια που οργώναν τότε, γι’ αυτό και τα πεταλώναν. Το άλογο δεν είναι δίχαλο, ενώ το βόδι είναι δίχαλο. Εμείς τα κάναμε και τα πέταλα τα βοδίσια, στο εμπόριο δεν υπήρχε.
Στα άλογα καρφώνουμε το πέταλο στο περιόπλιο να πούμε, δηλαδή στην οπλή από κάτω, άμα κόψεις και καθαρίσεις, φαίνετα ένα γαϊτανάκι γύρω, μέχρι εκεί επιτρέπεται να βάλεις καρφί. Και δεν βάζεις ένα, άμα στα μεγάλα τα ζώα τώρα βάζουμε τέσσερα από την μιά και τέσσερα από την άλλη οχτώ, άμα είναι πιο μικρά άλογα βάζουμε από τρία, δηλαδή έξι στο κάθε πέταλο.
Από δυό χρονών τα πεταλώνουμε, πιο μικρό δεν είχε ανάγκη από πετάλωμα, διότι δεν εργαζόταν. Από δυό χρονών όμως που τα βάζαν σαμάρι και τα λοιπά αρχίζαν και τα πεταλώναν, το πετάλωμα τα βοηθούσε τα ζώα, δεν τα εμπόδιζε. Και στο χώμα και στο λιθόστρωτο, το οποίο ήταν πέτρα-πετραδίτσα και τα λοιπά, γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να σηκώνει βάρη και να ανεβαίνει βουνά, και πετρώδη και τα λοιπά. Δουλεύαν τα ζώα τότε, δουλεύαν συνέχεια, η κύρια δύναμη ήταν τα ζώα. Τότε στο μήνα έπρεπε να πεταλώσεις, κανονικά για τα ζώα που δουλεύαν έπρεπε να πεταλώσεις γιατί παλιώναν. Η ίδια διαδικασία πάλι.
Ο Μανταμάδος είχε πολλά ζώα και μετά το 1940 και πριν το 1940 είχε πολλά. Από τότε όμως που βγήκε το αυτοκίνητο, αλλά κανονικά από το 1950 και μετά, μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τα λοιπά και την μετανάστευση, άρχισε να λιγοστεύει να πούμε, έφυγε ο κόσμος. Βέβαια και όσοι μείνανε κοιτάζανε να προμηθευτούνε, όσοι είχαν την δυνατότητα, αυτοκίνητο. Σιγά-σιγά λοιπόν το 1965-1970 τα αυτοκίνητα πληθύναν και τα ζώα λιγοστεύαν. Και φτάσαμε σήμερα όπου δεν είναι μηδέν αλλά είναι σχεδόν μηδέν. Για να προσφέρει υπηρεσία σημερα ζώο στο χωριό, είναι πολύ λίγα. Κυκλοφορούν σήμερα στο χωριό μέσα καμιά δεκαριά ζά και οι πιο πολλοί είναι γέροι να πούμε, που δεν ταίριαξε να πάρουν αυτοκίνητο. Για ώρα ανάγκης έχει όμως άλλα ζώα, τον καιρό της συγκομιδής της ελιάς να πούμε, από ορεινό μέρος άμα θέλουν να κατεβάσουν στον δημόσιο ή σε αγροτικό δρόμο, έχει κάποια ζώα. Αλλά αυτά είναι για πρόχειρα, αυτά που κινούνται κάθε μέρα δέκα δεν είναι, στο χωριό μέσα. Έχει και κάμποσα που τα συντηρούν αποκλειστικά για τα πανηγύρια. Ήταν εποχή που πεταλώναμε και πενήντα ζώα την εβδομάδα και περισσότερα πολλές φορές, τώρα να σου πω πως είναι πέντε-έξι το μήνα!»
Οπότε, δεν είναι περίεργο που ο αλμπάνης, με τη μεταφορική πια σημασία, χρησιμοποιείται κυρίως ως μειωτικός χαρακτηρισμός γιατρών, αφού ο κυριολεκτικός αλμπάνης ζώα περιποιόταν και ενίοτε θεράπευε, χωρίς ίσως να νοιάζεται και πολύ να μην τα ταλαιπωρήσει ή τα πονέσει. Οι σημερινοί γιατροί είναι όλοι τους αλμπάνηδες! είναι η παραδειγματική φράση στο Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση, ενώ στο σημερινό ΜΗΛΝΕΓ: Έπεσα σε οδοντογιατρό που ήταν αλμπάνης και με τάραξε στον πόνο, για να μου βγάλει το χαλασμένο δόντι.
Κι αφού ο κ. Δούκας πετάλωνε 50 ζώα τη βδομάδα, ενώ το 1997 που έδινε, γέρος πια, τη συνέντευξη, ο αριθμός αυτός είχε πέσει στα πεντέξι το μήνα, δεν είναι περίεργο που η κυριολεκτική χρήση της λέξης έχει ατονήσει και κυριαρχεί η μεταφορική χρήση.
Ο αλμπάνης είναι τουρκικό δάνειο, αλλά αν ψάξετε στο τουρκικό λεξικό κάποια λέξη alban δεν θα βρείτε τίποτα. Η τουρκική λέξη είναι nalbant, που ανάγεται στο περσικό nal-band (βρίσκω κάπου ότι nal είναι στα περσικά το πέταλο).
Πώς έγινε αλμπάνης ο ναλμπάντης; Από τη συμπροφορά τοναλμπάντη και επανανάλυση: ο ναλμπάντης, τοναλμπάντη, το ναλμπάντη, ο αλμπάντης, ο αλμπάνης με ανομοιωτική αποβολή. Υπάρχει πάντως και τύπος Αλμπάντης, που επιβιώνει σε επώνυμα.
Υπάρχει όμως και ναλμπάντης, όπως και Ναλμπάντης. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τον αμυντικό του Άρη Θεσσαλονίκης ή τους δίδυμους διεθνείς βολεϊμπολίστες του Παναθηναϊκού (και πιο πριν του Εθνικού Αλεξανδρούπολης). Στο γνωστό ψαχτήρι θα βρείτε ότι το επώνυμο επιχωριάζει ιδίως στη Χωριστή της Δράμας. Όσο για το ουσιαστικό, ο ναλμπάντης ακούγεται στην Ήπειρο κυρίως, με τη σημασία πάντα του πεταλωτή-σιδερά, ενώ δεν έχει αναπτύξει, απ’ όσο ξέρω, μεταφορική σημασία.
Υπάρχουν σήμερα αλμπάνηδες; Ου, χιλιάδες, θα πείτε και θα μου αφηγηθείτε ιστορίες με αδέξιους τεχνίτες ή γιατρούς. Όμως εγώ ρώτησα εννοώντας την κυριολεκτική σημασία. Για να το πω αλλιώς, υπάρχουν πεταλωτήδες; (Και μην μου πείτε για τον Γιώργο Πεταλωτή, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο του ΓΑΠ!)
Διότι, όσο κι αν έχει μειωθεί η χρήση των ιπποειδών, σε κάποιους τομείς ακόμα χρησιμοποιούνται -άρα κάποιος θα πρέπει να τα πεταλώνει. Οπότε, υπάρχουν σήμερα αλμπάνηδες;