Πριν από καμιά δεκαριά μέρες είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ετυμολογία και τα λεξιλογικά των χόρτων γενικώς, οπότε ταιριάζει στο σημερινό άρθρο να δούμε δυο από τα γνωστότερα είδη χόρτων -ή λαχανικών, εξαρτάται, αφού η διαφορά είναι ότι τα χόρτα φυτρώνουν άγρια και τα μαζεύουμε ενώ τα λαχανικά τα καλλιεργούμε.
H φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει βλίτα βρασμένα, αλλά στον τίτλο έβαλα πρώτα τα ραδίκια οπότε από αυτά θα ξεκινήσουμε.
Κατά το ΛΚΝ, ραδίκια είναι «κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα». Από βοτανολογική άποψη, τα είδη αυτά ανήκουν στο γένος Κιχώριον ή Cichorium στα λατινικά. Ανάμεσα στα είδη Κιχωρίου έχουμε το Κιχώριον το εντενές (Cichorium pumilum) που είναι το κοινώς λεγόμενο ραδίκι, που με τη σειρά του διακρίνεται σε διάφορες ποικιλίες, το Κιχώριον το ακανθώδες (Cichorium spinosum), που είναι το σταμναγκάθι, που τόση προβολή έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, το Κιχώριον το αντίδιον (Cichorium endivia) που είναι το αντίδι αλλά και το γαλλικό endive, και το Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), που οι ρίζες του χρησιμοποιήθηκαν (και ακόμα χρησιμοποιούνται) ως υποκατάστατο του καφέ.
Το λατινικό cichorium/cichoreum όπως και τα νεότερα chicory (αγγλ.), chicorée (γαλλ.) κτλ. ανάγονται όλα στο ελληνικό κιχώριον ή κιχόριον, λέξη άγνωστης ετυμολογίας -ίσως συνδέεται με αιγυπτιακή λέξη. Κατά τον Διοσκουρίδη, η γενική ονομασία ήταν «σέρις», άγρια και ήμερη, η δε άγρια ποικιλία ονομαζόταν πικρίς ή κιχόριον, ενώ η καλλιεργούμενη (κηπευτή) χωριζόταν σε δύο υποποικιλίες:
σέρις ἀγρία καὶ ἥμερος, ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρὶς ἢ κιχόριον καλεῖται, ἥτις ἐστὶ καὶ πλατυφυλλοτέρα καὶ εὐστομαχωτέρα τῆς κηπευτῆς. καὶ τῆς κηπευτῆς δὲ διττὸν εἶδος· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι θριδακωδεστέρα καὶ πλατύφυλλος ἡ δὲ στενόφυλλος καὶ ἔμπικρος. πᾶσαι δὲ στυπτικαὶ καὶ ψυκτικαὶ καὶ εὐστόμαχοι.
Ήταν όλες οι ποικιλίες πικρές και ευστόμαχες, που είναι χαρακτηριστικό των ραδικιών ίσαμε σήμερα, όπως φαίνεται και από διάφορες λαϊκές ονομασίες όπως πικραλίδα. Ευχάριστη πίκρα πάντως -άλλωστε, τα βράζουν και πίνουν το ζουμί τους, το ραδικόζουμο.
Πάντως τα βοτανολογικά είναι μπερδεμένη υπόθεση -στο προηγούμενο άρθρο, ο φίλος μας ο Μιχάλης μάς είχε πει ότι στην Αμερική τα ραδίκια τα λένε dandelions και τα θεωρούν ζιζάνια, αλλά το dandelion είναι φυτό άλλου γένους, του taraxacum, της ίδιας οικογένειας πάντως.
Αν και το κιχώριον/κιχόριον έγινε διεθνής λέξη, εμείς σήμερα λέμε ραδίκια, που είναι ιταλικό δάνειο, από το radicchio, που κάνει radicchi στον πληθυντικό. Πιθανώς το δάνειο έγινε από τον ιταλικό πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός. Η ιταλική λέξη ανάγεται στο λατινικό radicula, υποκοριστικό του radix, ρίζα. Ριζούλα δηλαδή είναι το ραδίκι. Εν τω μεταξύ, η ιταλική λέξη έχει ξαναμπεί στα ελληνικά, μέσω αγγλικών, αφού ραντίτσιο είναι μια ποικιλία με βυσσινιά φύλλα που μοιάζει με το μαρούλι.
Το γνωστό ρεμπέτικο, που είναι αδέσποτο αν και έχει κυκλοφορήσει και στο όνομα του Ζαμπέτα, μας λέει ότι «από κάτω απ’ το ραδίκι κάθονται δυο πιτσιρίκοι», που αποτελεί περίπτωση ποιητικής άδειας.
Στη φρασεολογία μας, τα ραδίκια εμφανίζονται στη γνωστή μάγκικη φράση «βλέπει τα ραδίκια ανάποδα», που σημαίνει ότι έχει πεθάνει, και αφού τον έχουν θάψει βρίσκεται κάτω από το χώμα άρα βλέπει από κάτω τα διάφορα φυτά. Λέγεται και ως απειλή: Πρόσεξε γιατί θα δεις τα ραδίκια ανάποδα!
Μια φράση που έχει διαδοθεί πολύ τα τελευταία χρόνια είναι η «άι κιου ραδικιού». Στο slang.gr βρίσκω, σε σχόλιο, ότι τη φράση την έπλασε η Μαλβίνα Κάραλη -ίσως ισχύει, σε κάθε περίπτωση, αυτή την έκανε ευρύτερα γνωστή. Και βέβαια, ο λόγος που επιλέχτηκε το ραδίκι είναι προφανώς η ομοιοκαταληξία του ραδικιού με το άι-κιού. Πάντως, άρκεσε η φράση αυτή για να γεννηθεί και η συναφής «πιο χαζός κι από τα ραδίκια».
Αδικία, θα έλεγε κανείς, αφού τα βλίτα είναι τα χόρτα που κατεξοχήν συνδέονται με τη βλακεία. Ας περάσουμε λοιπόν σε αυτά.
Σε αντίθεση με τα ραδίκια, που είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα βλίτα είναι φυτό μεσογειακό που κυρίως στην Ελλάδα και στις χώρες της Μέσης Ανατολής το τρώνε. Το βοτανικό του όνομα είναι Amarantus blitum.
Η λέξη βλίτο είναι αρχαία, βλίτον ή βλήτον, και αυτή η ορθογραφική διτυπία συνεχίζεται από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα, όπου η γραφή «βλήτο» είναι επίσης πολύ διαδεδομένη.
Βλίτο λέμε σήμερα τον χαζό άνθρωπο, τον αργόστροφο: του εξήγησα, αλλά πού να καταλάβει τέτοιο βλίτο που είναι! Λέμε ακόμα ότι «δεν τρώω βλίτα», που είναι συνώνυμο με το «δεν τρώω κουτόχορτο» δηλαδή δεν είμαι χαζός, δεν με ξεγελάς εμένα. Τι νομίζεις, ότι τρώω βλίτα;
Σε κάποιο ιστολόγιο βρίσκω ότι οι φράσεις αυτές οφείλονται στο ότι το ζουμί από τα βλίτα, σε μεγάλες ποσότητες, έχει παρενέργειες στην αντίληψη. Σχετικό είναι κι αυτό που αναφέρει ο Νικ. Πολίτης στις Παροιμίες του, για ευτράπελο μύθο, όπου ένας απατημένος σύζυγος, που έχει δει τη γυναίκα του με άλλον στο κρεβάτι, πείθεται ότι είχε παραισθήσεις επειδή είχε φάει βλίτα το μεσημέρι.
Όπως και να είναι, η αντίληψη ότι τα βλίτα/βλήτα προκαλούν χαζομάρα είναι αρχαία. Στο λεξικό του Ησυχίου βρίσκουμε ότι «βλίτωνας» αποκαλούσαν τους ευήθεις, ενώ στην κλασική αρχαιότητα έχουμε τη λέξη «βλιτομάμμας», που τη βρίσκουμε στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Όταν ο Δίκαιος λόγος παινεύει τη χρηστή διαγωγή στον γιο του Στρεψιάδη, ο Άδικος Λόγος παρεμβαίνει και του λέει:
εἰ ταῦτ᾽, ὦ μειράκιον, πείσει τούτῳ, νὴ τὸν Διόνυσον,
τοῖς Ἱπποκράτους υἱέσιν εἴξεις καί σε καλοῦσι βλιτομάμμαν·
δηλαδή: αν, παιδί μου, πειστείς από τα λόγια του, μα τον Διόνυσο θα μοιάσεις με τους γιους του Ιπποκράτη [που φαίνεται πως ήταν παροιμιωδώς χαζοί] και θα σε φωνάζουν βλιτομάμμα.
Και τη λέξη την εξηγεί ο βυζαντινός Τζέτζης στις Χιλιάδες ως εξής:
Ἅπαντας βλιτομάμμαντας πρὶν τοὺς μωροὺς ἐκάλουν
ἔκ τε τοῦ βλίτου, εὐτελοῦς λαχάνου πεφυκότος,
καὶ τοῦ μαμμάν· τὸν ἄρτον δε οὕτω φασὶ τὰ βρέφη.
Ότι τα βρέφη στην αρχαιότητα έλεγαν «μαμμάν» όταν ήθελαν να φάνε, όπως λένε μαμ τα σημερινά, το ξέρουμε από τον Αριστοφάνη, που πάλι στις Νεφέλες βάζει τον Στρεψιάδη να λέει στον αχάριστο γιο του:
μαμμᾶν δ᾽ ἂν αἰτήσαντος ἧκόν σοι φέρων ἂν ἄρτον – όταν ζητούσες «μαμ», έτρεχα να σου φέρω ψωμάκι
Ο Τζέτζης αποκαλεί «ευτελές λάχανο» τα βλίτα ενώ ο γραμματικός Φρύνιχος, που πάντως εξηγεί διαφορετικά τη λέξη «βλιτόμαμμας» (από το μαμά, μητέρα + βλίτο) τα θεωρεί άνοστα.
Η ίδια αντίληψη έχει περάσει και σε νεοελληνικές παροιμίες που τις καταγράφει ο Πολίτης, όπως
Ανάθεμα τα βλίτα / κι όπου τα κάνει πίτα
και με πλατειασμό:
Ανάθεμα τα βλίτα / κι όπου τα κάνει πίτα
κι όπου τα μαγειρεύει / παντρειά να μη γυρεύει [ή: φουρτούνα να τον εύρει]
ή: Δόξα να’χουνε τα βλίτα / που τα κάνουν γύφτοι πίτα
Μάλλον η κακή γνώμη για τα βλίτα έρχεται από μια εποχή όπου ήταν το βασικό πιάτο στο τραπέζι ή το βασικό συστατικό της πίτας. Σημερα που αποτελούν συνοδευτικό πιάτο, σαλατικό, έχουμε καλύτερη γνώμη γι’ αυτά.