Ο κουρασμένος της ηδονής
(εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο στίχο)
Β. Π. Μεσολογγίτης
Φιλολογική επιμέλεια – Επίμετρο: Αλεξάνδρα Σαμουήλ
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
Β. Π. Μεσολογγίτης, ένα σπουδαίο δείγμα ποιητικού μοντερνισμού
Η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, παρουσιάζει το νεανικό ποιητικό έργο του Βασίλη Μεσολογγίτη, ξεχασμένου ως λογοτέχνη, που έμεινε όμως γνωστός για την πορεία του, καθʼ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στον χώρο της επιθεώρησης, του βαριετέ και του μουσικού θεάτρου. Ο Μεσολογγίτης, μετά από δύο ποιητικές συλλογές το 1922 και 1923, έγραψε την ποιητική σύνθεση Ο κουρασμένος της ηδονής (εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο στίχο) το 1926, έργο που, από όσο μπορούμε να ξέρουμε, πέρασε απαρατήρητο. Κι όμως, πρόκειται για ένα πρωτοποριακό έργο, καθώς γράφεται σε πραγματικά ελεύθερο, νεωτερικό στίχο, συνιστώντας έτσι, ανάμεσα σε ποικίλες προσπάθειες άλλων ποιητών να απομακρυνθούν από τις ως τότε στερεότυπες φόρμες, το πρώτο έργο ανάλογης ποιητικής τεχνικής που δημοσιεύθηκε αυτοτελώς.
Ο Μεσολογγίτης, αν και μόλις είκοσι χρονών, δείχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα για τα μέτρα της εποχής τάση να απελευθερωθεί από τις δεσμεύσεις της αυστηρής μετρικής και της ομοιοκαταληξίας, προτείνοντας με την ποίησή του ένα νέο τρόπο προσέγγισης του ποιητικού λόγου. Η μορφή μοιάζει να «διαλύεται», χωρίς να ενδιαφέρει η πληρότητα των στίχων, χωρίς να απαιτείται η μετρημένη ακολουθία των στροφών και η ομοιομορφία τους για να λειτουργήσει η ποίηση, αναδεικνύοντας εικόνες σαν να βρισκόμαστε σε σκηνή θεάτρου (Ο μισός ουρανός φέγγει, ο άλλος ακόμη είναι σκοτεινός./ Η Γη μοιάζει με μισανοιγμένη σκηνή), με μια γλώσσα υπαινικτική και πολύσημη. Η ποίηση εδώ λειτουργεί με φωτοσκιάσεις και ήχους. Ο ποιητής εισέρχεται σε ένα αστικό τοπίο, σε μια Πόλη, που τα χρώματά της, όπως και οι κινήσεις των κατοίκων της παραπέμπουν σε μια κατάσταση αναμονής κινδύνου, σε μια έκδηλη ανησυχία με τη φύση να συμπάσχει σιωπηλά ή ενίοτε να διακόπτει τη σιγή αντιδρώντας. Ο αγέρας έπεσε στην Πόλη σαν ένα απροσδόκητο/ επεισόδιο που κόβει μιαν επίμονη σιωπή. Αναγνωρίζονται ομοιότητες με ποιήματα της συλλογής Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις (1917) και της Έρημης Χώρας (1922) του Έλιοτ, που αποδίδονται είτε σε μια μελέτη των δύο έργων (όχι τόσο πιθανό) είτε σε επιδράσεις που δέχθηκε από άλλους (π.χ. τον Μπωντλαίρ). Η πεζότητα των στίχων, ωστόσο, δεν εμποδίζει τον λόγο να ηχεί ποιητικά, όπως ο μοντερνισμός (δείγμα του οποίου έχουμε εδώ) κηρύσσει.
Η επιμελήτρια φρόντισε να συμπεριλάβει στην έκδοση τέσσερα μικρά πεζά ίδιου κλίματος, που συνόδευαν το ποίημα, καθώς και ένα εκτενές Επίμετρο με μια πολύ κατατοπιστική μελέτη της ίδιας για το ποίημα (δημοσιευμένη στην Εστίατο 2012), που προσφέρει στην κατανόηση τόσο του έργου όσο και του δημιουργού, επίσης κριτικές που γράφτηκαν για το άλλο έργο του ποιητή (Κήπος με τα ηλιοτρόπια), όπως αυτές του Ξενόπουλου (Οι δοκιμές σας […] μου δείχνουν έναν ποιητή αγίνωτο ακόμα, ασχημάτιστο, αγύμναστο, αρχάριο τέλος πάντων, μα ποιητή, σ. 92), του Άγρα, του Παράσχου κ.α. Την έκδοση συμπληρώνουν αποσπάσματα από τα Ενθυμήματα και εμπειρίες, που αποτελούν μια αυτοβιογραφική αφήγηση του Μεσολογγίτη με πληροφορίες για τη λογοτεχνική ατμόσφαιρα της Αθήνας στις δεκαετίες 1920 και 1930. Στον Πρόλογό της τοποθετείται ως προς την αξία του έργου του Μεσολογγίτη και την ανάγκη επανέκδοσης του Κουρασμένου της ηδονής: […] γιατί προσκομίζει ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τις ποιητικές αναζητήσεις της δεκαετίας του 1920, που προετοίμασαν την ποιητική αλλαγή της γενιάς του ’30. (σ. 10).
Εδώ ένα απόσπασμα του ποιήματος, ενδεικτικό της νέας ποιητικής μορφής που ο νεαρός τότε Μεσολογγίτης θέλησε να αποδώσει:
Βραδιάζει…
Το σκοτάδι μάς κλείνει τα μάτια.
Μαζί με το φως που λείπει
σβήσαν οι αγαθές προθέσεις των ανθρώπων.
Ο ευεργέτης γίνεται κλέφτης
κι ο πατέρας διαφθορέας.
Η κακία πηδάει από στέγη σε στέγη
και κατασταλάζει στις καρδιές όπου ανακατεύεται με το φθόνο.
Μόνο στην εξοχή, στην έρημη εξοχή
ο αγέρας φυσάει κατακάθαρος.
[…]
Βράδιασε…
Το σκοτάδι μάς έκλεισε πια τα μάτια.
Τα πράγματα δεν είναι μακριά μας.
Οι καρδιές μας δεν είν’ έτοιμες
να αιστανθούνε καμιά τύψη.
(Ένας άγγελος τράβηξ’ αργά να πεθάνει
σε κάποια γωνιά της Πόλης…)
Στην εξοχή, στην έρημη εξοχή ο αγέρας φυσάει κατακάθαρος
ανακατεμένος τώρα μόνο
με τον στεναγμό του αγγέλου που πέθανε.
Γράφει ο ίδιος στα Ενθυμήματα και εμπειρίες, που ως αποσπάσματα εμπεριέχονται στην έκδοση, χαρακτηρίζοντας το νέο ρεύμα στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, και εμμέσως τη δική του ταπεινή προσπάθεια στην ποίηση δίπλα στους υπόλοιπους επιφανείς, τις επιλογές των οποίων ακολουθεί: Η επανάσταση αυτή η ανανεωτική οδήγησε στη σημερινή πρόοδο. Μπορεί να πει κανένας πως απελευθέρωσε την Τέχνη από μερικούς δεσμευτικούς κανόνες, κατάργησε ώς ένα σημείο τον βερμπαλισμό, και έδωσε έκταση στο συναίσθημα και στον ψυχισμό. Εισχώρησε στα ψυχικά άδυτα των ανθρώπων και των πραγμάτων. Παραμερίστηκε η μεγαλοστομία, ο στόμφος και το φτηνό κι ανούσιο περιεχόμενο. […] Ήταν μια κάθοδος από τα σύννεφα στη Γη. Το νέο φως! (σ. 120).
Μια γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με έναν ξεχασμένο λογοτέχνη, άριστα φροντισμένη από τις εκδόσεις Κίχλη.
Διώνη Δημητριάδου