Χτες έπεσε πολύ γερή βροχή στη Μαγνησία -χτύπησε η κακοκαιρία Ντάνιελ, που ονομάστηκε έτσι επειδή έτσι έχει αποφασιστεί από την τριμερή επιτροπή μετεωρολόγων Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, και που όλοι τη γράφουν Daniel διότι άλλο είναι να σε πνίγει ένας κοσμοπολίτης Daniel παρά ένας Ντάνιελ ή, Θεός φυλάξοι, ένας πλεμπαίος Δανιήλ κι ας είναι εκατό χρόνια μπροστά.
Το κακό είναι ότι ο Ντάνιελ πράγματι έπνιξε ανθρώπους -ή, ας είμαστε αισιόδοξοι, έναν προς το παρόν άνθρωπο, αφού οι άλλοι τρεις είναι αγνοούμενοι που ελπίζουμε να βρεθούν σώοι. Οι δύο από τους τρεις είναι Αυστριακοί τουρίστες -εδώ που τα λέμε στη φετινή περίοδο οι τουρίστες στη χώρα μας τα είδαν όλα, από καύσωνα και φωτιές έως νεροποντές και πλημμύρες (επειδή είμαι και προληπτικός, μην πείτε φωναχτά ποια συμφορά λείπει ακόμα). [Tελικά διαβάζω ότι βρέθηκαν σώοι οι Αυστριακοί].
Ο Βόλος πλημμύρισε, σε παραθαλάσσια χωριά του Πηλίου τα αυτοκίνητα μεταβλήθηκαν σε πλεούμενα, τα περισσότερα χωριά του Πηλίου έχουν αποκλειστεί και δεν έχουν ηλεκτρικό, ενώ το οδικό δίκτυο έχει πάθει εκτεταμένες ζημιές. Είδα στα σόσιαλ κάποιους φίλους του ΚΚΕ να επισημαίνουν, όχι χωρίς κάποιον κομπασμό, ότι η γειτονική Λάρισα δέχτηκε ίδιο όγκο βροχής αλλά την προστάτεψε το καλό αποχετευτικό δίκτυο που έχουν φτιάξει οι εκεί δημοτικές αρχές, ανάμεσά τους ο αείμνηστος Αριστείδης Λαμπρούλης, κομμουνιστής δήμαρχος Λάρισας επί 14 χρόνια στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό -και ο Βόλος είχε κομμουνιστή δήμαρχο, τον Μιχάλη Κουντούρη (1979-1990) αλλά ίσως τότε δεν είχε αρχίσει η κλιματική αλλαγή.
Όμως εμείς εδώ λεξιλογούμε και ενίοτε φρασεολογούμε. Οπότε να πούμε δυο λόγια σήμερα όχι για την πλημμύρα, στην οποία έχουμε αφιερώσει ήδη άρθρα (εδώ τα λεξιλογικά της) αλλά για τη βροχή και το κατά πόσον μας σώζει.
Η βροχή είναι αρχαία λέξη, αλλά όχι πολύ. Η λέξη της κλασικής αρχαιότητας ήταν υετός και το ρήμα ύει. Ο φίλος μας ο Φρύνιχος, ο αττικιστής λαθοθήρας που τον έχουμε πολλές φορές αναφέρει στο ιστολόγιο, αποδοκίμαζε τη χρήση του βρέχει:
Βρέχει ἐπὶ τοῦ ὕει τινὲς τιθέασιν ἐν κωμῳδίᾳ, ἔστι δὲ ἀδόκιμον.
Αλλά βέβαια η γλώσσα προχωρούσε και άλλαζε παρά τις ρετσέτες των αττικιστών. Η αρχαιότερη μνεία της λέξης «βροχή» είναι σε απόσπασμα του Δημόκριτου. Τη βρίσκουμε επίσης στους Εβδομήκοντα, στους Ψαλμούς συγκεκριμένα, και αργότερα στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο:
καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσεν
Όσο για το ρήμα, το βρέχω, με τη σημασία τη μετεωρολογική το βρίσκουμε πρώτη φορά θαρρώ στους Εβδομήκοντα, αλλά διάσημο είναι και πάλι ένα χωρίο από το κατά Ματθαίον:
ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.
Ο Θεός λοιπόν βρέχει «επί δικαίους και αδίκους», έκφραση που έχει γίνει παροιμιώδης -και για να μη σας βγάλουν κίτρινη κάρτα, η αρχαία σύνταξη είναι με αιτιατική, όχι με γενική όπως βλέπουμε μερικές φορές.
Και σήμερα λέμε «βρέχει ο Θεός» (…και θα βραχώ, στο ωραίο τραγούδι του Σταμάτη Κόκοτα -λέμε «του Σταμάτη Κόκοτα» και ξεχνάμε ότι τη μουσική την έγραψε ο Δήμος Μούτσης και τους στίχους ο Νίκος Γκάτσος).
Λέμε επίσης «βρέξει χιονίσει», για κάτι που θα γίνει οπωσδήποτε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες -η φράση λέγεται ιδίως για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, που ο υπάλληλος τους εισπράττει «βρέξει χιονίσει», ενώ όταν αδιαφορούμε για τις συνέπειες μιας πράξης λέμε «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει» (το ξεροπόταμο είναι που κατεβάζει).
Και βέβαια, για κάποιον που αδιαφορεί για μια σοβαρή κατάσταση ή που δεν δίνει σημασία σε όσα του λένε, λέμε «πέρα βρέχει», σαν να του μιλάμε κι αυτός να μας κάνει παρατηρήσεις «περί ανέμων και υδάτων». Υπάρχει και η παραλλαγή «αλλού βρέχει», ο δε δαιμόνιος Σκαρίμπας είχε πλάσει τη λέξη «αλλουβρέχηδες» με την οποία χαρακτήριζε τους κρατικοδίαιτους διανοούμενους.
Υπάρχουν πολλές παροιμιώδεις εκφράσεις για να εκφράσουμε τη δυνατή βροχή. Λέμε «βρέχει καρεκλοπόδαρα», λέμε «βρέχει καλαπόδια», λέμε «βρέχει με το τουλούμι».
Aντιγράφω από ένα άρθρο του 2013 για τις σχετικές εκφράσεις:
Γιατί λέμε ότι ρίχνει καρεκλοπόδαρα όταν βρέχει πολύ; Κατά πάσα πιθανότητα, θέλουμε να πούμε ότι είναι τόσο μεγάλη η ένταση της βροχής, που είναι σαν να μην πέφτουν μεμονωμένες σταγόνες αλλά συνεχή υδάτινα ραβδιά -μακριά και σχετικά παχιά, σαν τα πόδια της καρέκλας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτοτυπία της εικόνας βοήθησε στη διαιώνιση της έκφρασης. Υπάρχει άλλωστε και μια παραλλαγή, «βρέχει καλαπόδια» που δίνει περίπου την ίδια εικόνα, μια και τα καλαπόδια είναι κι αυτά ραβδόμορφα. Άλλωστε, παρόμοια εικόνα έχουν κι οι Γάλλοι, που λένε «il tombe des hallebardes», παναπεί «ρίχνει λόγχες» -όχι ακριβώς λόγχες, hallebarde είναι ο μεσαιωνικός λογχοπέλεκυς, η αλαβάρδα, αλλά ας μην επεκταθούμε εκεί, πάντως έχουμε πάλι ένα μακρύ και συμπαγές αντικείμενο. Και στα ολλανδικά λένε het regnet pijpenstelen, παναπεί ρίχνει λαβές από πίπες, πάλι ένα μακρύ πράγμα. Και μια άλλη γαλλική έκφραση είναι il tombe des cordes, ρίχνει σκοινιά, που δίνει πάλι την έννοια της συνεχούς νερένιας στήλης που πέφτει από τον ουρανό.
Υπάρχει και στη γλώσσα μας μια παρόμοια έκφραση, έστω και σε διαλέκτους. Στη Μυτιλήνη και στη Χίο λένε «βρέχει σιτζίμι», όπου σιτζίμι είναι το λεπτό γερό σκοινί, λέξη τουρκική· άλλωστε και στα τούρκικα υπάρχει απαράλλαχτη έκφραση, sicim gibi yağmur. Κατ’ επέκταση, «σιτζίμι» λέγεται η μπόρα, π.χ. Με το σιτζίμι βγήκες όξω, λωλός είσαι; Ίσως το λένε και στην Κρήτη, διότι στον Κρητικό του Πρεβελάκη βρίσκω: Ο ουρανός έριχνε τώρα σιτζίμι το νερό.
Η άλλη έκφραση που ανέφερα παραπάνω, «βρέχει με το τουλούμι», εξηγείται πανεύκολα: εδώ η έμφαση δίνεται στη μεγάλη ποσότητα του νερού που πέφτει, σαν να το ρίχνει κάποιος με το ασκί. Υπάρχουν κάμποσες τοπικές ή λιγότερο συνηθισμένες παραλλαγές που βασίζονται στην ίδια εικόνα: βρέχει/ρίχνει με το ασκί, βρέχει με το δερμάτι [είδος ασκιού], ρίχνει τουλούμια και μπαρδάκια [σταμνιά], ρίχνει με την τρόμπα (την αντλία). Η εικόνα αυτή, του δοχείου, υπάρχει σε κάμποσες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, πράγμα διόλου παράδοξο, άνθρωποι είναι και οι ξένοι. Στα γερμανικά, μεταξύ άλλων, λένε es regnet wie aus Eimern (δηλ. βρέχει (σαν από) κουβάδες), στα γαλλικά il pleut à seaux (πάλι κουβάδες), στα ιταλικά piove a catinelle (λεκάνες), στα ισπανικά està lloviendo a cántaros (σταμνιά). Παρόμοια εικόνα και στα βουλγάρικα, όπου λένε вали като из ведро (κουβάς, ίδια έκφραση και στα ρώσικα) και αυτό το βέντρο είναι ίδια λέξη με τη δική μας βεδούρα ή βεδούρι, ξύλινο κυλινδρικό δοχείο που έχουν οι τσοπάνηδες, περίπου συνώνυμο της καρδάρας. Και στα αγγλικά λένε it’s raining buckets, ρίχνει κουβάδες, αν και δεν είναι αυτή η γνωστότερη αγγλική έκφραση για τη ραγδαία βροχή. Ελληνική έκφραση «ρίχνει κουβάδες» δεν ξέρω να έχουμε και δεν βρήκα τίποτα γκουγκλίζοντας.
Βέβαια, η γνωστότερη (τουλάχιστον εδώ σ’ εμάς) αγγλική έκφραση για τη δυνατή βροχή είναι άλλη, είναι η it’s raining cats and dogs, ρίχνει γάτες και σκύλους, ή γατόσκυλα που λένε πολλοί. Η προέλευση της αγγλικής φράσης έχει προβληματίσει πολύ τους Αγγλοσάξονες συναδέλφους και δεν έχουν καταλήξει σε οριστική εξήγηση. Σύνοψη των θεωριών μπορείτε να βρείτε στον υπέροχο ιστότοπο του Michael Quinion. Η συνηθέστερη εξήγηση είναι ότι τα παλιά χρόνια με τις αχυροσκεπές, οι μπόρες παρασέρναν οτιδήποτε βρισκόταν πάνω στη σκεπή, μεταξύ των οποίων σκύλους και γάτες. Ο Κουίνιον βρίσκει πειστικότερη τη συμβολική εξήγηση, όπου οι γάτες συμβολίζουν τη βροχή και τα σκυλιά τον άνεμο. Υπάρχουν κι άλλες θεωρίες: μια φίλη που ζει στην Αγγλία είχε ακούσει ότι το cats and dogs είναι οξφορδιανή παραφθορά του ελληνικού «καταρρακτωδώς», που το βρίσκω απίθανο. Πάντως, υπάρχουν κι άλλες παρόμοιες περίεργες εκφράσεις, σε διάφορες γλώσσες, όπου βρέχει ζώα ή και ανθρώπους. Έτσι, στα γαλλικά λένε il pleut des grenouilles, ρίχνει βατράχια, μια έκφραση που υπάρχει και στα ελληνικά, αν και δεν ακούγεται πολύ. Πιο περίεργη είναι η γερμανική έκφραση es regnet Schusterjungen, που καταλέξη σημαίνει «ρίχνει παραγιούς τσαγκάρηδων» -και περιέργως ολόιδια έκφραση υπάρχει και στα δανέζικα.
Αναφέραμε πιο πάνω το «βρέχει καταρρακτωδώς», που είναι μια λόγια φράση για όποιον δεν θέλει να λερώσει τα χέρια του με τουλούμια και καρεκλοπόδαρα. Λόγιο κλισέ είναι και το «άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού», που είναι επιβίωση του βιβλικού «οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν» από τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης, εκεί που μιλάει για τον κατακλυσμό του Νώε. Και λέμε βέβαια ότι «έκανε κατακλυσμό» ή μιλάμε για «κατακλυσμιαία βροχή», όπως λέμε και το λίγο λαϊκότερο «άνοιξαν οι ουρανοί». Θα υπάρχουν και άλλες εκφράσεις, αλλά τώρα μου διαφεύγουν.
Η δυνατή βροχή λέγεται και μπόρα. Η λέξη είναι αντιδάνειο, από το βενετικό bora, που προέρχεται από το λατινικό boream, αιτιατική του boreas, από το ελλ. βορέας/βορράς. Επίσης αντιδάνειο και από την ίδια λέξη είναι το μπουρίνι: βορέας > βορε(ι)νός > λατ. borinus > ενετ. borin > μπουρίνι.
Τη βροχή τη θέλαμε στον Έβρο, που καιγόταν επί 15 μέρες και κάηκε τελικά ολόκληρος. Τότε θα λέγαμε ότι «μια βροχή μας σώζει», αλλά δυστυχώς η βροχή έπεσε αλλού, στη Θεσσαλία -οπότε δεν μας σώζει.
Η φράση «μια βροχή μάς σώζει» βέβαια είναι παροιμιακή, αλλά υποθέτω ότι δεν την έβγαλαν ούτε πυρόπληκτοι ούτε αγρότες χτυπημένοι από την ξηρασία. Νομίζω πως ποδοσφαιρική είναι η αρχή της φράσης, από κάποια ομάδα που εναπόθετε τις ελπίδες της να αποφύγει την ήττα σε μια δυνατή νεροποντή που θα ανάγκαζε τον διαιτητή να διακόψει το παιχνίδι, με την ελπίδα πως όταν θα επαναλαμβανόταν το ματς θα βρισκόταν σε καλύτερη φόρμα, ίσως θα είχε στη διάθεσή της κάποιους καίριους παίχτες κτλ.
Παραξενεύτηκα διότι βρήκα τη φράση κάπως διαφορετικά διατυπωμένη: Μια βροχή θα μας σώσει, που νομίζω ότι πάσχει στο ρυθμό. Ισως να θυμάμαι λάθος, διότι βλέπω πως και ο Κώστας Τουρνάς έχει γράψει τραγούδι με τον ίδιο τίτλο, Μια βροχή θα μας σώσει, και με ποδοσφαιρικό περιεχόμενο. Όχι από τα καλύτερά του, αλλά ακούστε το:
Και αφού αναφέραμε τις πυρκαγιές του Έβρου, να κλείσουμε με ένα εξαιρετικό σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη, που σατιρίζει την (άθλια, λέω εγώ) προσπάθεια του πρωθυπουργού μας (ξυρίστηκε άραγε; ) να συνδέσει τις πυρκαγιές με τους μετανάστες: