Ολοκληρώνεται σήμερα μια πολύ αξιόλογη μίνι-σειρά άρθρων. Όπως είπαμε στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο άρθρο αυτής της σειράς, ο φίλος μας ο Μικιός είχε μια πρωτότυπη ιδέα. Να συγκεντρώσει τις λέξεις του κρητικού ιδιώματος που υπάρχουν και στην κοινή νεοελληνική αλλά έχουν (και) διαφορετική σημασία απ’ό,τι στην κοινή. Οπότε, δεν περιλαμβάνει τις ειδικά κρητικές λέξεις, ας πούμε «μπέτης» (το στήθος), αλλά περιλαμβάνει ειδικά κρητικές σημασίες λέξεων της κοινής, όπως άκοπος, θυμός ή σερβίρει.
Οι λέξεις αυτές μπορεί να αποτελέσουν παγίδα για τον μη Κρητικό που θα τις ακούσει και θα παραξενευτεί ή και θα παρεξηγήσει (όπως ο Αρβανίτης της Βαβυλωνίας, που θεώρησε ότι η φράση «φάγατε τα κουράδια μας» είχε την πανελλήνια σημασία και θύμωσε) αλλά και για τον Κρητικό που θα τις χρησιμοποιήσει εκτός Κρήτης και θα προκαλέσει το γέλιο, όπως εκείνος ο φοιτητής που είπε «άφησα τα λεφτά μου στο σύρμα» εννοώντας «στο συρτάρι». Πρόκειται, ουσιαστικά, για ψευδόφιλες μονάδες.
Η δουλειά που έκανε ο Μικιός είναι, όπως θα δείτε προσεγμένη και πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως η έκτασή της επιβάλλει να τη δημοσιεύσουμε τμηματικά, σε τέσσερις συνέχειες. Στην πρώτη συνέχεια δημοσιεύσαμε λέξεις από το Α έως και το Θ (λήμματα 1-58), στη δεύτερη τις λέξεις από τα Ι-Κ (λήμματα 59-120), στην τρίτη λέξεις από τα Λ-Π ( λήμματα 121-210) και σήμερα τελειώνουμε με το τμήμα Ρ-Ω -συνολικά 300 λήμματα, αριθμός εσκεμμένα στρογγυλός.
Αν θέλετε να προσθέσετε λέξεις που λείπουν η συνεισφορά αυτονόητα είναι καλοδεχούμενη, είτε στο σημερινό τμήμα του λημματολογίου είτε στα προηγούμενα.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις προσθέτω [μέσα σε αγκύλες] αναφορές δικές μου.
Χωρίς περισσότερα δικά μου εισαγωγικά, δίνω τον λόγο στον Μικιό:
Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; (Δ)
- ράσο, το ή ρασούλι (Δ.Κρ.) και ρασίδι (Α.Κρ.): μάλλινη κάπα, πανωφόρι από μαλλί κατσίκας, με κουκούλα.
– Αμα φορώ ‘γω το ρασίδι, δεν με γνοιάζει ανέ κάνει κατακλυσμό!
- ρίζωμα, το: ανήφορος σε βουνοπλαγιά.
– Κάθε μέρα να παίρνω τονέ το ρίζωμα, εκουράστηκα μπλιό.
- ριζώνω: βαδίζω σε ανήφορο.
– Ξάνοιξε πώς ριζώνει ο Νικολής στο βουνό! Σάμπως είναι 20 χρονώ!
- ρίνα, η: κορυφογραμμή.
– Από τη ρίνα που θωρείς θα πας ύστερα βορεινά για να κατεβείς.
- ρούμπα, η: δοχείο με ανακυκλούμενο κρύο νερό μέσα στο οποίο βρίσκεται ο λουλάς (συμπυκνωτής) του ρακοκάζανου (βλ. και λάντζα). Πολλοί εννοούν το σωληνάκι στο κάτω μέρος του δοχείου από το οποίο ρέει η ρακή.
– Φέρε κρύο νερό να ‘πογεμίσομε τη ρούμπα.
- σάκος, ο: το σακάκι
– Κρέμασε το σάκο σου και έλα να μου συντράμεις!
- σαλεύω: προχωρώ, κινούμαι (κάπως γρήγορα).
– Σάλευε γερά-γερά να μη νυχτωθούμε!
- σανίδι, το: τμήμα κήπου, με πολλά αυλάκια που ποτίζονται ταυτόχρονα.
– Το ένα σανίδι του περβολιού είχε φασούλες και τ’ άλλο μπάμιες.
- σαραντίζω: λέω ευχές-ξόρκια για ξεμάτιασμα.
– Έλα παέ να σε σαραντίσω να φύγει ο φταρμός!
- σαρδέλα, η: το φυτό γεράνι.
– Εξέχασα να ποτίσω τσι σαρδέλες και μαραθήκανε οι παντέρμες.
- σβούρα, η: συνεχής θόρυβος, φωνασκίες, οχλαγωγία.
– Σήκω να φύγομε γιατί δεν αντέχω τοσηνά σβούρα επαέ.
- σβουρίζω: θορυβώ συνεχώς ενοχλητικά, ζαλίζω.
– Εσβουρίξανέ μου την κεφαλή τουτανά τα κοπέλια!
- σειρά, η: σόι, καταγωγή.
– Ο γαμπρός βαστά από μεγάλη σειρά!
- σελώνω (ή ζευλώνω): κάμπτω,-ομαι, λυγίζω κάτι.
– Εσέλωσε η μπρόκα και δεν μπορώ να τηνε καρφώσω.
- σερβίρει (μου, σου κ.λπ.): (με, μου, σε, σου κ.λπ.) βολεύει, ταιριάζει.
– Δε μου σερβίρει να ‘ρθω στο σπίτι σου σήμερο.
- σέρνω: τραβώ ή βγάζω, κυριολ. και μτφ.: (σέρνω βάσανα, μαχαίρι, νερό, παρέα, όνομα κ.λπ.) και στις εκφρ.:
> σέρνω πήδο: πηδώ ψηλά ή/και μακριά.
– Ήσυρε έναν πήδο κι ήφταξε και πιάστηκε από το παραθύρι.
> σέρνω μπόι: ψηλώνω, επιμηκύνομαι.
– Γιάε μπόι τό ‘συρε η θυγατέρα του Κωστή!
- σεφέρι, το: περίοδος, εποχή.
– Εκειονά το σεφέρι εχτίσαμε την Αγιά-Παρασκευή στο φαράγγι μέσα.
- σκαλώνω: αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω.
– Εσκαλώνε στη ρογδιά κι ήπεσε και κατασκοτώθηκε!
- σκάμμα, το: το σκάψιμο.
– Το αμπέλι θέλει σκάμμα, μα δε μου βολεί να πάω.
- σκάρα, η: είδος αρπακτικού πτηνού.
– Σα τσι σκάρες εχιμήξανε να τονε φάνε!
- σκιάζομαι: αντιλαμβάνομαι αμυδρά, παίρνει το μάτι μου.
– Τονε σκιάχτηκα μια στιγμή οντέν ήφευγε.
- σκυλιάζω: επαλείφω τρυφερούς βλαστούς νέων (ή νεοεμβολισμένων) δέντρων με διάλυμα από κόπρανα σκύλου (σκυλιά, η) για να μην πλησιάζουν ζώα.
– Πιάσε να σκυλιάσεις εδά πού’ ναι νωρίς τα φυτά.
- σούρα, η: κακόβουλο κουτσομπολιό, δυσφήμιση, διασυρμός.
– Συνέχεια σούρες βγάνουνε τση Μαργής, μα ‘γω δε τσι πιστεύω.
- στάκα (επιρ.): ακραία κατάσταση (υπερβολικά μεθυσμένος / ψημένος / ιδρωμένος κ.λπ.).
– Στάκα στον ίδρο είσαι, μόνο πήγαινε ν’αλλάξεις.
- σταύρωμα, το: ‘ακριβώς στη μέση’, τοπικά ή χρονικά.
– «Να πιάνω την αυγή λαγούς και πέρδικες το γιόμα και σταύρωμα μεσημεριού στα ργυάκια περιστέρια» [Κ. Φραγκούλης]
- στεκούμενα, τα (ή στάμενα): η ακίνητη περιουσία.
– Έχει πολλά στεκούμενα στην περιφέρειά μας ο Φωτεινομανόλης.
- στερεύω: φυλάσσω, αποθηκεύω.
– Θα τα στερέψω εγώ καλά τα διαμαντικά σου, μόνο μη στενοχωράσαι!
- στομώνω: (Α.Κρ.) φράσσω (στόμα, οπή, στόμιο κ.τ.ό.)
– Εστόμωσε η τρύπα τση στέρνας, μόνο άμε να τηνε ξεφράξεις.
- στραθιά, η: διαδρομή, δρομολόγιο || επαναλαμβανόμενη διαδρομή με επιστροφή (με όχημα ή ζώο ή με τα πόδια).
– Οψές ήκαμα μεγάλη στραθιά.
– Τρεις-τέσσερις στραθιές πρέπει να κάμωμε ακόμη μέχρι να τελέψομε!
- στριφογυρίζομαι ή στρουφογυρίζομαι (μτφ): ενεργώ δραστήρια και λαμβάνω μέτρα για να επιτύχω κάτι.
– Άμα στριφογυρίστηκε μιαολιά, τα κατάφερε!
- σύγκλυση, η (≠σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση): καταρρακτώδης βροχή, κατακλυσμός.
– Τέθοια σύγκλυση σαν τη χθεσινοβράδυνη δεν έχω ξαναθωρώντας. Επλημμυρίσαμε παέ!
- συναπαντήματα, τα: συμπλήρωση δύο, τριών κ.λπ. ετών από τον θάνατο κάποιου προσώπου.
– Την Τετάρτη είναι τα συναπαντήματα του συχωρεμένου του Δαμιανού.
- συντηρώ: (Α.Κρ.) παρατηρώ, προσέχω [Σε Δ.Κρ. διαντηρώ].
– «Απού θέλει να πηδήξει, πρέπει ομπρός να συντηρήξει» [λ. παροιμία]
- σύρμα (επιρ.): (Α.Κρ.) συνεχώς, αδιάκοπα.
– Μα, σύρμα θα πηγαίνω ‘γω στου μπακάλη! Στείλε και κανέναν άλλο!
- σύρμα, το (ή σέρμα): το συρτάρι.
– Στο σύρμα του τραπεζού βάνω τα πηρουνοκούταλα!
- συρμός, ο (ή σερμός): ίχνη από σύρσιμο, κυρίως ερπετού.
– «Τον όφη θωρείς και το συρμό του γυρεύεις!»[λ. έκφραση].
[Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, η συρμή -και με την ίδια έκφραση]
- σφα(γ)ή: έντονος πόνος, σφάχτης (κυρίως στην κοιλιά ή στα νεφρά).
– Μια κοπανιά μ’ έπιασε μια σφαγή στην κοιλιά.
- σφάκα (επιρ.): πολύ πικρό.
– Σφάκα ήτονε τονέ το φάρμακο!
- σφάκα, η: η πικροδάφνη (όχι η φασκομηλιά).
– Ανθίσανε οι σφάκες κι είναι ένα καμάρι!
- σφίγγω: επιπλήττω, μαλώνω κάποιον για να τον αποτρέψω να κάνει κάτι επιζήμιο.
– Σφίξε τονε, μωρέ, να φύγει από την άκρη του γκρεμού!
Και στις εκφρ.:
> σφίγγω (κάτω, πέρα κ.τ.ό.): τρέχω αμέσως και γρήγορα προς …
– Μόλις κατάλαβε ειντά ’χε στο νου του, ήσφιξε κάτω να τονε προλάβει.
- σώνει! (απροσ.): αρκεί, φτάνει!
– Σώνει μπλιό τα σαλιαρίσματα με την Ελένη!
- ταγάρι, το: (Α.Κρ.) κυκλικό δοχείο (σαν κόσκινο) αλλά με πάτο δερμάτινο, για μεταφορά ζωοτροφής. Και τύμπανο.
– Άδειασε το ταγαράκι από τ’άχερα και το’καμε τύμπανο.
- τάξε (επιρ.) στις φρ.:
> τάξε και καλά: δηλαδή, αλλά με ειρωνική διάθεση.
– Ήθελε, τάξε και καλά, να μου δώσει τα χρωστούμενα ο αχαΐρευτος!
> τάξε πως: σαν να…, υπόθεσε.
– Και μου ‘μίλιε ανοιχτά, τάξε πως με γνώριζε χρόνια.
- > τάξε; (σε ερωτηματικές προτάσεις): τάχα, μήπως.
– Δεν το κάτεχες τάξε πως ήμουνε αρρωστάρης;
- τάπα, η: (μτφ.) εξαπάτηση.
– Μεγάλη τάπα του παίξανε με το οικόπεδο που αγόρασε.
- ταπώνω: εξαπατώ.
– Σε τάπωσε, κακομοίρη μου, ο ψαράς και σου ‘δωσε το κατεψυγμένο για φρέσκο.
- τελάρο, το: ο αργαλειός.
– Πρέπει να στέσομε το τελάρο σε άλλη κάμερα.
- τελώ: (Α.Κρ.) φροντίζω, περιποιούμαι.
– Ολομόναχη η Ελένη τελά τη μάνα τζης απού ‘ναι κατάκοιτη.
- τριβίδι, το: μικρό μακρουλό ψωμί, που πλάθεται με τρίψιμο στο χέρι.
– Ε, αφού δεν έχεις κουλούρα, δώσε μου τριβίδι.
- τριχιά, η: το όλο τρίχωμα, ανθρώπου ή ζώου.
– Εσηκώθηκε η τριχιά μου οντέ το ’κουσα!
- τριώδιο, το: η τρίλιζα.
– Με κέρδισες στο τριώδιο, μα έλα εδά να παίξομε ντάμα.
- τρώγομαι: αισθάνομαι φαγούρα.
– Κουνούπι σε δάγκασε και τρώγεσαι τόσονά;
- τσ(ζ)αμπί, τσ(ζ)αμπάκι, το: συμμετοχή σε κυκλικό χορό, για λίγο.
– Εσηκώθηκε κι ήπαιξε ένα τζαμπάκι, για χατίρι τσ’ εγγόνας του.
- τσίκνα, η (για καιρό): (Α.Κρ.) συννεφιά ή κακοκαιρία με πιθανότητα βροχής || (Δ.Κρ.) βροχή, αδύνατη ή ραγδαία.
– Θωρώ κι ‘ήπεσε τσίκνα. Καλλιά να γιαγείρομε στο χωριό.
|| Τσίκνα γερή ήτονε κι εβάσταξε πολληώρα.
- τσινώ (επί υγρών): πιτσιλώ, εκτινάσσομαι.
– Ετσίνησε το λάδι από το τηγάνι και μ’ έκαψε μιαολιά.
- τσίτα, η: αγκίδα.
– Νόστιμο, μα έχει πολλές τσίτες τονέ το ψάρι!
- τσιτώνω: τσιμπώ, τρυπώ||(μτφ.) παρακινώ.
– Πρόσεχε, γιατί οι βάτοι τσιτώνουνε άσκημα.
||Πολύ με τσιτώνει ο Κωστής και θα τονε κοπανίσω καμιάν ώρα.
- τσουνί, το: αιχμηρό άκρο || οξεία κορυφή υψώματος.
– Στο τσουνί του πασάλου εκρέμασε τα ρούχα του.
|| Μα στο τσουνί του λόφου δεν κατάφερε να σκαρφαλώσει.
- ύπατα, τα (ουσ): (Α.Κρ.) περίοδος ακμής της ανθρώπινης ζωής.
– Εδά βρίσκεται στα ύπατά του απάνω ο γιός μας.
- φαλιάρω (≠ φαλίρω): αποσπώ κομμάτι, κυρίως από φρούτο ή τυρί, για να ελέγξω την ποιότητά του.
– Φάλιαρέ μου το τυρί να το δοκιμάσω, γιατί δεν το θέλω αλμυρό.
- φάμπρικα, η (χωρίς προσδιορισμό): το ελαιουργείο.
Οι φάμπρικες σήμερα είναι όλες ηλεκτροκίνητες και αυτοματοποιημένες.
- φάρδος, ο: τσουβάλι, κυρίως από λινάτσα.
– Δέκα φάρδους ελιές εμαζώξαμε σήμερα.
- φέγγω: βλέπω, έχω την αίσθηση της όρασης.
– 90 χρονώ είναι η γιαγιά, μα φέγγει και γροικά καλά!
- φελλός, ο: τσόκαρο, ξυλοπέδιλο.
«Ο φελλός θέλει καρτσόνι και το πάπλωμα σεντόνι». [λ. παροιμία]
- φόρτωμα, το: μακρύ σκοινί, για δέσιμο φορτίου στο σαμάρι υποζυγίου.
– Δε θα φτάξει το φόρτωμα να δέσομε και τα τέσσερα τσουβάλια.
- φορτώνομαι (+αιτ.): κατηγορώ, επιπλήττω, τα βάζω με κάποιον.
– Το φορτώθηκες το κοπέλι χωρίς να φταίει!
- φουσάτο, το: υπεροψία, επίδειξη, τουπέ.
– Μωρέ φουσάτο το’χει ο καινούργιος ειρηνοδίκης! Σε κανένα δε μιλεί!
- φυλλάδα: (Α.Κρ.) βρώσιμο, τρυφερό φύλλο ποικιλίας λάχανου.
– Μα όλο φυλλάδες θα τρώμε;
- φυτό, το: φυτεία νέου αμπελιού, φυτώριο.
– Από του χρόνου θα μπει στην παραγωγή το φυτό.
- φωτάκια, τα: Τα βαφτιστικά (κυρίως τα κοσμήματα) που χαρίζει ο νονός στο βαφτιστήρι του.
– Όλα τα φωτάκια απού τού’φερε ο νονός του ήτονε όμορφα.
[φωτίκια σε άλλα μέρη ή στην κοινή νεοελληνική ]
- χαιράμενος,-η: Αρχικά, παντρεμένος (-νη) που δεν έχει χηρέψει. Γενικότερα: χαρούμενος, χωρίς στεναχώριες.
– Χαιράμενοι κι απίκραντοι και καλοκαρδισμένοι!
- χάλι, το: σκουπίδι.
– Ένα χάλι εμπήκε στο μάτι μου και δεν το αντέχω!
- χαλί, το: (Δ.Κρ.) φέτα ψωμιού, παξιμάδι.
– Βάλε στη βούργια και πεντε-έξη χαλιά ψωμί.
- χαράκι (επιρ.): ακριβώς (προκειμένου για ζύγιση, μέτρηση κ.λπ.)
– Εβγήκε δέκα κιλά το τελάρο οι ντομάτες, χαράκι!
- χαρές, οι: γάμος, παντρειά.
– Άντε, να πιούμε στσι χαρές τση Κατινιώς μας!
- χάρισμα, το: δώρο γάμου (κυρίως σε χρήμα).
– Θα πάω να βάλω το χάρισμα, μα δε θα πάω στο γλέντι.
- χελώνι, το (≠χοιράδωση): εξογκωμένο λίπωμα, κυρίως στο κεφάλι.
– Ένα χελώνι έχει βγαλμένο στην κεφαλή, μα ευτυχώς δε μεγαλώνει.
- χνάρι, το: μακρόστενο κομμάτι δέρματος ή υφάσματος, αλλά κυρίως ολόκληρο φύλλο παστού μπακαλιάρου.
– Δυο χνάρια μπακαλιάρο ήπηρα, μόνο να’ρθείτε αύριο να φάμε.
- χρόνια, τα: συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο κάποιου προσώπου.
– Πότε είναι, μπρε, τα χρόνια του Πετροχάρη;
- χτήμα, το: υποζύγιο (γάιδαρος, μουλάρι, άλογο).
– Λιανό ‘ναι το χτήμα μου, μα αντέχει και τρέχει κιόλας!
- χύμα, το: κατήφορος.
– Επήρε κάτω το χύμα ο σκύλος να προλάβει το λαγό.
- χωστά (επιρ.): κρυφά, μυστικά.
– Χωστά πάει κάθε λίγο και λιγάκι και τρώει τα καρύδια ο Γιαννιός μας.
[Υπάρχει παροιμία, μάλλον πανελλήνια: Χωστά χωστά τον έκαμε ο Μιχελής τον γάμο / γιατί’ταν τα ψωμιά μικρά και το χωριό μεγάλο]
- χωστό, το: το κρυφτό.
– Πιο καλά μ’ αρέσει το χωστό παρά το κυνηγητό.
- ψαράδες, οι: τα κατά τόπους γκρίζα μαλλιά.
– Εγέμισες ψαράδες και συ, κακομοίρη μου!
[Θηλυκού γένους υποθέτω ]
- ψηλά-χαμηλά (επιρ.): περίπου, κατά προσέγγιση.
– Οφέτος θα βγάλω, ψηλά-χαμηλά, τρεις τόνους λάδι.
- ψήνω: μαγειρεύω.
– Είντα θα ψήσω πάλι σήμερο;!
[Εδώ πρέπει να τονιστεί, νομίζω, ότι ισχύει και για βραστά πχ θα ψήσω φακές -ή όχι; ]
- ψήφος, το: σεβασμός, εκτίμηση, υπόληψη.
– Μεγάλο ψήφος έχω του πεθερού μου. Άρχοντας!
- ώρα, στις φρ.:
> εδά ‘ναι η ώρα μου! (του, της κ.λπ.): Με (τον, την κ.λπ.) βρίσκεις σε ακατάλληλη στιγμή!
– Εδά ’ναι η ώρα μου να πάω στη γειτονιά! Δε θωρείς είντα δουλειές έχω;
> ώρες είν’ εδά να …!: Δεν πιστεύω να …!
– ΄Ωρες είν’ εδά να ζητήξεις και αποζημίωση για τη ζημιά που εσύ ήκαμες!
[ Μου είναι οικεία η έκφραση ]
- ως, στις φρ.:
> ως τόσονά: τόσο πολύ.
– Ως τόσονά, μωρέ, σε πείραξε που δεν ήρθε στο γάμο ο Γιώργης;
> ως είν’αέρας: εύκολα, άνετα, χωρίς δισταγμό.
– Και λες εδά πως θα τονε κερδίσεις στο τάβλι; – Ούου, ως είν’αέρας!
- ώστε να…: ώσπου να…, μέχρι να…
– Ώστε να ξεφορτώσω, άμε να καθαρίσεις μιαολιά την αποθήκη.