Μια μυστήρια σύνθεση: σχόλια πάνω στη συλλογή μικροδιηγημάτων της Μαρίας Α. Ιωάννου Οι ενδιάμεσοι (Νεφέλη 2022).
Η συλλογή μικροδιηγημάτων Οι ενδιάμεσοι, συγκροτεί την πέμπτη συγγραφική κατάθεση της Μαρίας Α. Ιωάννου, η οποία για ακόμη μια φορά αναδεικνύει τη συνέπεια και την ποιότητα της διηγηματογραφίας της. Κι αυτό γιατί, η ανά χείρας συλλογή, διαθέτει το ακαταμάχητο δέλεαρ της απνευστί ανάγνωσης και αναδύει, όπως και τα προηγούμενα βιβλία της έναν βαθύ υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό, αλλά και τη μόνιμη δημιουργική στροφή της διηγηματογράφου προς το ποιητικό παιγνίδι και τον γλωσσικό και μορφολογικό πειραματισμό. Πιο συγκεκριμένα, η οργανική, αλλά και ταυτόχρονα βιωματική σύλληψη του υλικού των διηγημάτων σε συνδυασμό με την εκφραστική, αλλά και αφηγηματικά λειτουργική πραγμάτωσή του, καθιστά, κατά την άποψή μας, την υπό κρίσιν συλλογή μια ευτυχή στιγμή. Συμπληρωματικά, η συγκέντρωσή των διηγημάτων σε λιτό και καλαίσθητο βιβλίο των εκδόσεων Νεφέλη λειτουργεί προσθετικά προς το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.
Όπως δηλώνει ευφυώς ο τίτλος της συλλογής Οι ενδιάμεσοι, οι τριανταεπτά σύντομες διηγήσεις περιστρέφονται γύρω από τη διαχρονική στη λογοτεχνία και την τέχνη έννοια του ενδιάμεσου, του υβριδικού και σχετίζονται-επικοινωνούν μεταξύ τους τουλάχιστον με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος επιτυγχάνεται με τη δεσπόζουσα παρουσία υβριδίων (π.χ. σουπιά από τον ουρανό, άνθρωπος βραστήρας, φοινικιές-πλάσματα, δόντια στον παράδεισο, λάμπα τρομοκράτης, άνθρωποι ενδιάμεσοι ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, φωτοτυπική με αισθήματα, ένα μαξιλάρι με ρίζες που μοιάζει σαν άνθρωπος, μια τοστιέρα που αναρωτιέται), τα οποία παραπέμπουν στα γνωστά μυθολογικά υβρίδια που εμφανίζονται στον ανθρώπινο πολιτισμό με διαφορετικές μορφές όπως ο Μινώταυρος, οι κένταυροι, οι σφίγγες κ.ά. Με αυτό τον τρόπο, η ανάγνωση είναι συναρτημένη στενά με τον ιδιαίτερο προσωπικό μύθο για την κοσμολογική λειτουργία της συγγραφέως, η οποία την εντάσσει εξαρχής σε μια αρχετυπική αίσθηση του κόσμου. Κινούμαστε, επομένως, μέσα σε ένα πλήρως διαμορφωμένο δίκτυο υβριδικών μεταφορών και μαγικού ή ωμού ρεαλισμού, των οποίων οι συχνές επικαλύψεις από διήγημα σε διήγημα, άλλοτε με τις συνάφειες και άλλοτε με τις αποκλίσεις τους αναδεικνύουν τα διάφορα συμπλέγματα του σύγχρονου παραλόγου.
Ο δεύτερος τρόπος δημιουργικής αφομοίωσης της έννοιας του υβριδικού-ενδιάμεσου είναι εσωτερικότερος, υπαρξιακός και ουσιαστικότερος και μας οδηγεί κατευθείαν στο κέντρο της ίδιας της γραφής, προσδίδοντας στο όλο εγχείρημα αυτοαναφορικές συνδηλώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η σημαίνουσα και πολύσημη παρουσία του ενδιάμεσου φωτίζει πλαγίως, αλλά ευκρινώς την εναγώνια προσπάθεια της συγγραφέως-ενδιάμεσου, για να γεφυρώσει στην αφήγησή της όσα γνωρίζει με όσα της είναι άγνωστα. Μια προσπάθεια η οποία προϋποθέτει αφενός τη δημιουργική επινόηση πλασματικών-ενδιάμεσων στοιχείων πλάι στα πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα και αφετέρου μια βαθιά συγγραφική ενσυναίσθηση, καθώς ένας συγγραφέας πρέπει να βάζει τον εαυτό του στη θέση ανθρώπων (νεκρών και ζωντανών, γυναικών και αντρών), ζώων και αντικειμένων και να διερωτάται τι θα έκαναν και πώς θα αισθάνονταν. Στο πεδίο της μυθοπλασίας, επομένως, η συγκεκριμένη ενδιάμεση γραφή της Μαρίας Α. Ιωάννου προϋποθέτει το θεμελιακό μοντέλο για την υποκειμενική γραφή της ιστορίας και αποδίδει αυτή τη συνολική στροφή στον μεταμοντέρνο κατακερματισμό των βλεμμάτων ως απάντηση στις μεγάλες αφηγήσεις.
Εστιάζοντας στη συνέχεια περισσότερο στις κύριες θεματικές του βιβλίου α) της διάψευσης των ονείρων, των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων, β) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, γ) της γενικότερης ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης και ανηθικότητας, δ) της αλλοτριωμένης, τραυματισμένης ενηλικίωσης σε σύγκριση πάντα με την ανόθευτη παιδική ηλικία, ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας, στ) της ερωτικής απώλειας και φθοράς, ζ) της γυναικείας καταπίεσης και η) του ανεπούλωτου τραύματος της εισβολής του 1974, παρατηρούμε έναν κόσμο από τη μια αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση και αφετέρου έναν κόσμο δοξαστικό, ποιητικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα. Η ανά χείρας συλλογή διηγημάτων αποκαλύπτει, επομένως, μιαν ηθική στάση αντίκρυ στα ασφυκτικά φαινόμενα μιας ανούσιας, αστικής ζωής και προβάλλει μια στάση απώθησης και συγκρατημένης διαμαρτυρίας απέναντι στην απουσία σταθερών αξιών που παρατηρεί η διηγηματογράφος στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι.
Όσον αφορά, τέλος, τις αφηγηματικές τεχνικές της συλλογής παρατηρούμε την λειτουργική εναλλαγή (τριτοπρόσωπου ετεροδιηγητικού αφηγητή, πρωτοπρόσωπου ομοδιηγητικού αφηγητή, αλλά και σπανιότερα την αποστροφή στον αναγνώστη σε δεύτερο πρόσωπο) που δημιουργούν μια κινητικότητα. Παράλληλα, η σύντομη αφήγηση, η λεπτή ειρωνεία και το έξυπνο χιούμορ, η ευφάνταστη χρήση της περιγραφής και του εσωτερικού μονολόγου, η γλωσσική ετερομιξία, η ποιητική χρήση της γλώσσας και ειδικότερα της κυπριακής διαλέκτου, οι σύντομοι, αλλά πυκνοί διάλογοι, και τέλος η δημιουργική αξιοποίηση των αντιστροφών και του αιφνιδιαστικού παράλογου, που αντιμάχονται τον στείρο τεχνοκρατικό ορθολογισμό, δικαιώνουν, κατά την άποψή μας, για ακόμη μια φορά τη συγγραφέα.