Το πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Θ.Π. Ζαφειρίου, που κυκλοφορεί υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Λύπη, ενδεικτικό της διάθεσης του δημιουργού και του τόνου ο οποίος συγκροτεί και συνέχει τα ποιήματα, αποτελείται από συνθέσεις που επιχειρούν να διερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο η λύπη εισχωρεί και εναποτίθεται στην ανθρώπινη ζωή, αποτελώντας όχι όπως θα περίμενε κανείς ένα μελανό στίγμα, μια χαίνουσα πληγή, πηγή απαισιοδοξίας και θλίψης, αλλά αντίθετα έναν τροφοδότη και μια αφετηρία δημιουργική, ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η ποίηση ως τέχνη του λόγου και του ήθους του ανθρώπου. Πρόκειται για ποιήματα τα οποία εμφορούνται από μια φιλοσοφική και θυμοσοφική διάθεση και τάση η οποία, σε λεκτικό επίπεδο, εκβάλλει και μετουσιώνεται σε ρυθμό, σε μια ρυθμοποιητική απόχρωση και χροιά που δεν διευκολύνει μονάχα την ανάγνωση, αλλά και την ενσυναίσθηση, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι στίχοι έρχονται για να ακουμπήσουν πάνω στην ψυχή του αναγνώστη και να του αποκαλύψουν όψεις από τα μύχιά της. Οι θεματικές από τις οποίες εκκινεί ο ποιητής και τις οποίες τοποθετεί στον πυρήνα της δημιουργίας του είναι οι έννοιες του χρόνου και της οικογένειας, όπως αυτές συμπλέκονται και τεχνουργούν μια πραγματικότητα με την οποία ο δημιουργός προσπαθεί να συμφιλιωθεί και, συμφιλιωμένος, να πορευθεί μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο. Εκείνο δηλαδή το οποίο επιχειρεί ή μάλλον προσπαθεί ο ποιητής να κάνει είναι να συνειδητοποιήσει τη μεταλλαγή του παρόντος σε παρελθόν και το αντίστροφο, τη διαδρομή που πραγματοποιεί ο άνθρωπος από ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο σε ένα άλλο, από έναν ρόλο σε έναν άλλο, έτσι που να μην ξέρει κανείς να πει με βεβαιότητα ποια χρονική στιγμή υπήρξε η πραγματική, καθώς όλες ατενίζονται μέσα από το πρίσμα της δημιουργικής τους ανάπλασης, της ποιητικής τους απόδοσης. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που στήνει ο ποιητής στον ίδιο του τον εαυτό, ένα παιχνίδι τους όρους του οποίου θέτει ο χρόνος, παρόλο που η εκτύλιξη και η εξέλιξή του βρίσκονται εξ ολοκλήρου στα χέρια και τη δικαιοδοσία του ανθρώπου.
Στενά συνυφασμένη με το ζήτημα του χρόνου είναι και η έννοια του θανάτου, η οποία όμως μοιάζει να αφορά πολύ περισσότερο τους ζωντανούς και τη συνθήκη μέσα στην οποία αυτοί εξακολουθούν να υπάρχουν και να ζουν, έχοντας ωστόσο βαθιά χωνεμένη μέσα τους την απώλεια, ως παρουσία περισσότερο και όχι ως απουσία, ως στοιχείο αναπόσπαστο της ζωής και όχι ως μια περιοχή ή ένα πεδίο απομακρυσμένο και ξέχωρο από τα εγκόσμια. Η απώλεια αυτή στοιχειώνει και σφραγίζει το παρόν του ποιητή, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς αυτή αφορά οικεία πρόσωπα, ακόμα όμως και αγνώστους, έτσι που η απώλεια να συμπυκνώνεται και να συγκεφαλαιώνεται στον άνθρωπο ως ύπαρξη, στο πρόσωπο εκείνο που μετατρέπεται σε προσωπείο όταν το τελεσίδικο, οριακό γεγονός αυτό συμβαίνει. Γιατί πράγματι εκείνο που αντιλαμβάνεται κανείς είναι η ιδιαίτερη οπτική με την οποία αντικρίζει ο ποιητής τον θάνατο, ως ενοποιητικό δηλαδή στοιχείο, ως κοινό παρανομαστή στη ζωή όλων των ανθρώπων, που έρχεται για να τους κλείσει μέσα σε έναν ενιαίο χώρο, τον χώρο του ανύπαρκτου-υπαρκτού, τον χώρο εκείνο που σηματοδοτεί την αοριστία και, ταυτόχρονα, το οριστικό και ορισμένο από τον χρόνο και τον υπέρτατο, απαραβίαστο νόμο της ζωής: Πολλές και σήμερα,/ Αν ήσαν οι κηδείες, Πώς ξεχωρίζουν// Πώς ξεχωρίζουν σήμερα/ Κι όσοι αύριο πρόκειται/ Να κηδευτούν; («Μία είναι η κηδεία»). Μια πολιορκία του θανάτου τεχνουργεί, λοιπόν, εδώ ο ποιητής, μια σειρά από απόπειρες να τον κατανοήσει, να τον εξηγήσει, να τον αποδεχθεί ή, αντίστροφα, να του αντισταθεί, να τον ατενίσει δηλαδή μέσα στις ποικίλες εκδοχές και εκδηλώσεις του, μέσα από τις τόσες και τόσες περιγραφές με τις οποίες μπορεί κάποιος να τον αποδώσει.
{jb_quote}Ο χρόνος και ο θάνατος παύουν να αφορούν μονάχα τον άνθρωπο και γίνονται ο καμβάς και, την ίδια στιγμή, το υλικό της δημιουργίας, η πρώτη ύλη και το όργανο της τέχνης.{/jb_quote}
Κυρίαρχη και δεσπόζουσα είναι, είτε ο ποιητής μιλάει για τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο αυτός εμφανίζει και καθιστά τον άνθρωπο μια επαναλαμβανόμενη μονάδα, είτε για τον θάνατο, ο οποίος επίσης τοποθετεί τον άνθρωπο στο περίγραμμα μίας και μόνης οντότητας, η λύπη ως συναίσθημα καίριο και καταλυτικό, ως αντίδραση που πηγάζει αυθόρμητα και αυτόματα από την πικρή συνειδητοποίηση της δεινότητας του χρόνου και του θανάτου, αλλά και ως επακόλουθο του συμπεράσματος που θέλει τον άνθρωπο αδύναμο, ανίκανο, κυρίως όμως αμήχανο μπροστά στην παντοδυναμία αυτών των δύο δυνάμεων. Αυτή την αμηχανία, νοούμενη στην αρχαιοελληνική της διάσταση, ως έλλειψη δηλαδή και απουσία διεξόδου, ταυτόχρονα όμως με την έκφραση ενός θαυμασμού και δέους για αυτό που οι δυνάμεις αυτές αποτελούν και επιφέρουν, επιχειρεί να αντιπαλέψει ο ποιητής μέσω της τέχνης του, κυρίως όμως μέσα από τη δυνατότητα που αυτή του δίνει να μετατρέψει το πάθος σε γνώση, το αίσθημα σε μορφή, το βίωμα σε έργο. Έτσι, και παρότι οι δυνάμεις αυτές διατηρούν αναλλοίωτη την ιδιοσυστασία και την επενέργειά τους, τίθενται μέσα σε ένα νέο πλαίσιο που προκρίνει και προτείνει τη θέασή τους ως πυρήνων της δημιουργίας και της δημιουργικότητας του ανθρώπου, ως φορέων του τέλους και, ταυτόχρονα, της αρχής και της γέννησης. Μέσα από αυτό το νέο, ξεκάθαρα ανατρεπτικό πρίσμα, ανατρεπτικότητα η οποία ενισχύεται όχι μόνο από τον παιγνιώδη ρυθμικό τόνο των ποιημάτων, αλλά και από το χιούμορ και την ειρωνεία του συγγραφέα, ο χρόνος και ο θάνατος παύουν να αφορούν μονάχα τον άνθρωπο και γίνονται ο καμβάς και, την ίδια στιγμή, το υλικό της δημιουργίας, η πρώτη ύλη και το όργανο της τέχνης. Είναι μια υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την αντικρίζει σαν ευκαιρία και δυνατότητα του ανθρώπου να εισχωρήσει σε έννοιες και αρχές που θεωρούνται παραδοσιακά άκαμπτες και στερούμενες από κάθε ευελιξία.
Βεβαίως, οι δύο αυτές όψεις της ζωής του ανθρώπου υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι δύο σημαντικότερες δεξαμενές από τις οποίες αντλούν οι καλλιτέχνες, οι δύο σημαντικότεροι πυρήνες προβληματισμού και διερώτησης, αυτό όμως δεν εμποδίζει καθέναν από αυτούς να προσεγγίζει διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο την ουσία και τη θεμελίωσή τους. Ο Ζαφειρίου, εν προκειμένω, επιλέγει να τις πλησιάσει αρθρώνοντας έναν προσωπικό ποιητικό λόγο και οδηγούμενος σε μια προσωπική ποιητική του θανάτου και του χρόνου, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται μέσα σε αυτήν, μέσα δηλαδή στο ιδιωτικό και το ατομικό, μέσα στη δική του εμπειρία και γνώση. Αντίθετα, κατορθώνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τον παλμό και τη δύναμη της σκέψης του, τον δυναμισμό της ευαισθησίας του και, ουσιαστικά, να απομυθοποιήσει τις δύο αυτές υπέρτατες δυνάμεις, να τις φέρει στο μέτρο του ανθρώπου και να αναλογιστεί πάνω στην ιδιότητά τους να αποτελούν τους τροφοδότες και τους νοηματοδότες ουσιαστικά της ζωής και της τέχνης.
Λύπη
Θ.Π. Ζαφειρίου
Εξώφυλλο: Θάλεια Στουραΐτη
Andy’s Publishers
122 σελ.
ISBN 978-960-565-360-6
Τιμή €9,00