ceb8cf85cebcceaeceb8ceb7cebaceb1 cf84cebfcebd ceb3ceb5cf8ecf81ceb3ceb9cebf ceb6ceb1cebbcebfcebacf8ecf83cf84ceb1

Ο ποιητής Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858) γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, σπούδασε (λίγο) στην Ιταλία, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 21 (ήταν και στην Έξοδο του Μεσολογγίου) και μετά σταδιοδρόμησε στον στρατό και τη χωροφυλακή. Πολλά από τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την προσωπική οικογενειακή του τραγωδία -από τα εννιά παιδιά του, τα εφτά πέθαναν μικρά.

voskop

Ο Ζαλοκώστας έχει, και δίκαια, τη θέση του στις ανθολογίες. Τον είχαμε αναφέρει πριν από λίγο καιρό, με αφορμή έναν στίχο του που παρέθετε ο Σεφέρης. Έπειτα, θυμήθηκα τις προάλλες, διαβάζοντας το αξιόλογο «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» (οξύμωρο, ε;) του Πέτρου Τατσόπουλου «Η καλοσύνη των ξένων», που το βρήκα τερπνό και ενδιαφέρον, αλλά σε ένα σημείο με θύμωσε. Και τέλος, προχτές, είδα στον τοιχο της φίλης Γεωργίας Τριανταφυλλίδου στο Φέισμπουκ μια σελίδα από το λεύκωμα μιας μαθήτριας, το 1914 στο Ηράκλειο, με ένα ποίημα του Ζαλοκώστα -και είπα, αφού τρίτωσαν τα σημάδια, να γράψω το άρθρο.

Θα αδικήσω ίσως τον Τατσόπουλο, αφού όσα γράφει τα γράφει μάλλον μισοαστεία μισοσοβαρά, αλλά θαρρώ πως κι αυτός αδίκησε τον Ζαλοκώστα. Στο κεφάλαιο 14 του βιβλίου του, παραθέτει διάφορα έργα που τον έκαναν να δακρύζει, και ανάμεσά τους αναφέρει και τον Ζαλοκώστα. Ίσως με καλή παρέα, αφού έχει προηγηθεί ο Τενεσί Ουίλιαμς και το Λεωφορείο ο πόθος, αλλά με απαξιωτικές εκφράσεις: Ο Ζαλοκώστας ήταν πονεμένος άνθρωπος. Ήταν και κακός ποιητής. Δεν ήταν ποιητής για την ακρίβεια. Ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής …

Ἐως την τελευταία του πνοή συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το ένα χειρότερο από το άλλο. …

Το πιο δημοφιλές ποίημά του, ενταγμένο νωρίς νωρίς στα αναγνωστικά του δημοτικού, κι εκείνο που θα μου σηκώνει πάντοτε την τρίχα κάγκελο, δεν παύει να είναι ένα κακό ποίημα -ένα κακό ποίημα με αστείρευτη συγκινησιακή δύναμη: Ο βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει. [Για να μην αδικήσω κι άλλο τον Τατσόπουλο, συνεχίζει ως εξής: Ο βοριάς είναι ο θάνατος. Τα αρνάκια είναι τα παιδάκια. Τα επτά απο τα εννέα παιδάκια του Ζαλοκώστα. Τα επτά από τα εννέα παιδάκια οιουδήποτε πατέρα σήμερα στη Σομαλία. Αλλά αμέσως μετά αλλάζει παράγραφο και: Με τον Γεώργιο Ζαλοκώστα δεν πιάσαμε ακόμη πάτο στην αισθητική κατρακύλα –και προχωράει αναλύοντας τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις, που επίσης τον έκαναν μικρό να κλαίει].

Να δούμε αυτό το «κακό» ποίημα (με ορθογραφία εποχής)

Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι.

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ’ ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ’ ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ’ ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι’ ἀπ’ τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ’ εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ’ ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ’ τὴν ψυχή μου.»

Κι’ ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων—ἄχ, λόγια χαμένα—
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ’ ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ’ εἰς τ’ ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!


Τὸ μικρὸν τοῦτο καλλιτέχνημα, τὸ πλῆρες ἀφελείας καὶ πάθους, ἐγράφη κατὰ τὸ 1848 εἰς τὸν θάνατον τοῦ τετάρτου υἱοῦ του Χρήστου, συνωνύμου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

«Πλήρες αφελείας και πάθους» είναι θαρρώ ακριβοδίκαιη εκτίμηση.

800px georgios zalokostasΤα ηρωικά του Ζαλοκώστα, ιδίως όσα είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, άντεξαν λιγότερο στον χρόνο. Ωστόσο, το Χάνι της Γραβιάς, μια ωδή σε 6 μέρη, αντέχει, τουλάχιστον σε αποσπάσματα. Να δούμε ένα απόσπασμα αππό την αρχή του (υπάρχει και σε σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας, σαν δείγμα παραδοσιακής ποίησης):

Απο κρότον οργάνων βοϊζει
της Γραβιάς το βουνό αντικρύ,
λάμπουν οπλα χρυσά και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.

Προς το Χάνι χορός καταβαίνει
απ’ οδόν ελικώδη λοξήν
και φλογέρα με ηχον οξύν
χορού ασμα σημαίνει.

Ο Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται.

Εκεί δε τον χορόν διαλύει
κλεί την μάνδραν και ουτω λαλεί:
Η Πατρίς μας εδώ μας καλεί
στρατιώται ανδρείοι.

Μετ’ ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατειά μυριάδων εχθρών
ειναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο Χάνι.

Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι Αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
τουρκομάχοι θα σείσουν.

Κ’ η σκιά του Διάκου παρέκει
του εις την σούβλαν ψηθέντος σκληρά
με μεγάλην θ’ακούση χαρά
να βροντά το τουφέκι.

Εκεί κάτω κυττάξετε, φθάνει
ο πομπώδης στρατός των εχθρών.
Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν
Το μικρόν τούτο χάνι.

Από αυτό το ποίημα έμεινε στη γλώσσα μας η παροιμιακή φράση «ιδσύ στάδιον δόξης λαμπρόν», μια από τις λιγοστές παροιμιακές φράσεις σε καθαρεύουσα που δεν έχουν καταγωγή από την αρχαία γραμματεία ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Και μόνο αυτό δεν είναι μικρός έπαινος για τον Ζαλοκώστα.

Το Χάνι της Γραβιάς παλιότερα διαβαζόταν πολύ (από εκεί παρέθεσε μια στροφή ο Σεφέρης) και είχε παρωδηθεί πολύ -η παρωδία είναι ένδειξη δημοτικότητας- ανάμεσα σε άλλους από τον παππού μου, τον Άχθο Αρούρη, το 1933, όταν ήθελε να πειράξει τον Στρατή Παπανικόλα:

Από κρότους δικάνων βουίζει
το ψηλό βουναράκι αντικρύ.
Ο Στρατής με τουφέκι μακρύ
απ’ τα όρη γυρίζει.

(Το υπόλοιπο εδώ. Θα δείτε ότι στην υποσημείωση αναφέρω:  Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι σκαρωμένο κατά μίμηση παλιού κλασικού ποιήματος, αλλά το Αλζχάημερ ως φαίνεται έχει προχωρήσει.)

Μια άλλη παρωδία, από τον Σκόκο, υπάρχει στην πρόσφατη ανθολογία παρωδιών των Μικροφιλολογικών, ενώ μια άλλη είχε σκαρώσει, για το Μπάγκειον, ο ποιητής Στέφανος Μπολέτσης, που άρχιζε:

Από κρότους σερβίτσων βοΐζει
η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά
και τσικνίλα μυρίζει

Βέβαια, οι παρωδίες πολλές φορές δείχνουν και ότι το αρχικό ποίημα έχει πια γίνει παρωχημένο.

Όμως, κατά τη γνώμη μου, το αθάνατο ποίημα του Ζαλοκώστα είναι αυτό που βλέπουμε στο μαθητικό λεύκωμα της φωτογραφίας, που δεν έχει όμως τίτλο «Η βοσκοπούλα» αλλά «Το φίλημα»:

Το φίλημα

Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —

Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —

Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —

Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχάνει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.

Το μικρό αυτό ποίημα, τόσο απλό που πολλοί το θεωρούν δημοτικό (μέγιστος έπαινος για τον δημιουργό), έχει μελοποιηθεί πολλές φορές, αλλά η κλασική του μελοποίηση (με δευτερεύουσες αλλαγές στους στίχους) είναι πάνω σε ιταλική μελωδία:

Το ποίημα αυτό έμπνευσε τον Δημήτριο Κορομηλά να γράψει τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, τεράστια θεατρική επιτυχία στα τέλη του 19ου αιώνα, που ήταν και η πρώτη ομιλούσα ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.

Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Ζαλοκώστας θα αρκούσε.

Να κλείσουμε με άλλο ένα μελοποιημένο του Ζαλοκώστα, από τον Γιάννη Σπανό. Η αναχώρησίς της (περιέργως, ο Ζαλοκώστας έχει γράψει δύο ποιήματα με τον ίδιο τίτλο):

Ξυπνω καὶ μου ’παν, ἔφυγεν ἡ κόρη ποῦ ἀγαποῦσα,
Καὶ κατεβαίνω στὸ γιαλὸ,
Τὴν θάλασσα παρακαλῶ
Τὴν πικροκυματοῦσα.

— Ἐγὼ τὰ πρωτοδέχθηκα τ’ ἀφράτα της τὰ κάλλη,
Μοῦ εἶπε ἕνα κῦμα, καὶ γιὰ αὐτὸ
Μὲ πόθο καὶ μὲ γογγυτὸ
Φιλῶ τὸ περιγιάλι.

— Τὰ μάτια της, ἐρώτησα, μὴν ἦταν δακρυσμένα;
Ἕνα ἄλλο κῦμα μοῦ μιλεῖ·
— Σὰν τὸ χαρούμενο πουλὶ
Ἐπήγαινε στὰ ξένα. —

Τὸ τρίτο κῦμα ἐρώτησα· — ἐμὲ γιατί ν’ ἀφήσῃ
Νὰ κλαίγω καὶ νὰ λαχταρῶ;
Περνάει τὸ κῦμα τὸ σκληρὸ
Χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσῃ.

Το ακούμε από τον Μιχάλη Βιολάρη:

Εκατόν εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, συζητάμε ακόμα για τον Ζαλοκώστα. Ε, δεν είναι και λίγο!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *