ceb7 ceb1ceb9cf8ecebdceb9ceb1 ceaccebdcebfceb9cebeceb7 cebaceb1ceb9 cf84cebf cf80cebfcebbceafcf84ceb9cebacebf ceb9ceb4ceafcf89cebcceb1

photoparΤο Σάββατο που μας πέρασε συμμετείχα στην  παρουσίαση του βιβλίου «Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης» της Νεκταρίας Αναστασιάδου, στο καφέ Φίλιον. Ουσιαστικά ήταν  μια συζήτηση με τη συγγραφέα, που ακολουθήθηκε από ερωτήσεις από το ακροατήριο. 

Η Νεκταρία Αναστασιάδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου  και ζει. Το 2019 ένα  διήγημά της, γραμμένο στο πολίτικο ιδίωμα,  βραβεύτηκε στον Ζωγράφειο διαγωνισμό, κι αυτό την  ενθάρρυνε να  ασχοληθεί με την πεζογραφία. Επειδή όμως  φοβόταν ότι αν, όντας άγνωστη συγγραφέας, παρουσίαζε ένα μυθιστόρημα γραμμένο στο πολίτικο ιδίωμα θα δυσκολευόταν να βρει  εκδότη, το πρώτο της  μυθιστόρημα το έγραψε στα αγγλικά. Το A Recipe for Daphne απέσπασε πολλές διακρίσεις και δέχτηκε εγκωμιαστικές κριτικές και έτσι η  συγγραφέας πήρε θάρρος να γράψει το δεύτερο μυθιστόρημα, το Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης, και μπόρεσε να βρει εκδότη. Τώρα μεταφράζει στα πολίτικα το πρώτο της βιβλίο. 

Το ειδοποιό χαρακτηριστικό του βιβλίου  είναι πως εξ ολοκλήρου, από την αρχή ως το τέλος, έχει γραφτεί στο πολίτικο ιδίωμα -δεν είναι δηλαδή όπως π.χ. στη  Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, όπου 0ι διάλογοι είναι στα πολίτικα, αλλά η αφήγηση γίνεται στην  κοινή νεοελληνική -την «κεντρική ελληνική» όπως την αποκαλεί η Νεκταρία Αναστασιάδου.

Η γλώσσα στάθηκε αφορμή να γνωριστούμε με τη συγγραφέα. Είναι ενεργή στο  Τουίτερ (που τώρα λέγεται Χ) και συνηθίζει να ανεβάζει σύντομα λεξιλογικά σημειώματα με λέξεις πολίτικες που δεν υπάρχουν  στην κοινή ελληνική ή επισημαίνει διαφορές σημασίας ανάμεσα στο πολίτικο ιδίωμα και στην κοινή ελληνική. Πέρυσι ανέβασα ένα άρθρο με πολίτικες λέξεις, αντλημένο από δικές της δημοσιεύσεις -κι έτσι γνωριστήκαμε.

anastacoverΊσως ν’ απορείτε για τον τίτλο. Στο ζαχαροπλαστείο Μαρκίζ, που βλέπετε στο εξώφυλλο του βιβλίου, εκεί που δίνει ραντεβού η ηρωίδα, η Αθηνά, ένα ραντεβού που το μαθαίνει ο αναγνώστης από τις πρώτες  σελίδες και το περιμένει, υπάρχει μια εικόνα στον τοίχο, κεραμικό ή φαγιάνς, που δείχνει την Άνοιξη, με τη μορφή μιας ωραίας κοπέλας,  πλάι στο νερό. Η Αθηνά φτάνοντας την ορισμένη μέρα του ραντεβού στο ορισμένο μέρος διαλέγει ένα τραπέζι «Στα Πόδια της Αιώνιας Άνοιξης».

Ο χρόνος του  μυθιστορήματος είναι το 2016, από την 1η  Ιανουαρίου έως την 1η Αυγούστου, αλλά με συνεχή φλας μπακ βλέπουμε στιγμές από τη ζωή της ηρωίδας, μιας νέας κοπέλας 72 ετών όπως αυτοσυστήνεται, με επίκεντρο τους έρωτές της και τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της, και με φόντο την Κωνσταντινούπολη και τις περιπέτειες των  Ρωμιών στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Το βιβλίο έχει πολλά χαρίσματα  -αν  ήθελα να ξεχωρίσω ένα χαρακτηριστικό του, θα έλεγα ότι έχει αρχοντιά. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα, που το διάβασε στην παρουσίαση η συγγραφέας, από το πρώτο κεφάλαιο (σελ. 11-13) για να πάρετε μια γεύση.

Έλα: πάντα με φαινούντανε η πιο ωραία λέξη που μπορείς να πεις, ακόμα πιο ωραία από το «σε αγαπώ». Διότι μπορείς να αγα­πάς κάποιονα και να μην τον θέλεις, αλλά, όταν λες «έλα», θα πει ότι τον άνθρωπό σου και τον αγαπάς και τον θέλεις κοντά. Δεν χα­ρίζω το έλα μου σε οποιονδήποτε, μόνο τον Κωστάκη και εσένα. Το έλα μας πρέπει να το έχουμε ιερό, όπως το μάλιστα και το χαμόγε­λο. Το όχι, αντιθέτως, θέλει καθημερινή χρήση και ετοιμότητα, σαν τη βούρτσα της τουαλέτας.

Καταλαβαίνω αμέσως, όταν κλείνουμε το τελέφωνο, ότι I get ahead of myself. Ελληνιστί: Προτρέχω.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ποτές δεν έμαθα να τιθασεύσω τις γλώσσες μου. Σκέφτουμαι σε χαρμάνι από ελληνικά, τούρκικα, γαλ­λικά και αγγλικά, και συχνά οι φράσεις μου περνάνε κι από τις τέσ­σερις. Πού και πού τις πασπαλίζω με τα ισπανικά που έμαθα από τους Εβραίους γείτονες και τα ιταλικά που έμαθα από τους καπετά­νιους της Entreprises Maritimes, όπου δούλεψα μερικές δεκαετίες. Μ ια φορά τα μπέρδεψα τόσο που η φιλινάδα μου η Ουλφέτ με ρώτησε -με τη φωνή καναριού που διακρίνει την ευγενική Τούρκισσα- «Atinacigim, nece konuşuyorsun?». Αθηνούλα μου, ποιάικα μι­λάς; Με άλλα λόγια, θα πρέπει να με συνηθίσεις.

Σήμερα, πριν με ξυπνήσει ο μουεζίνης με το εζάνι της αυγής, είδα τον Αβραάμ σε όνειρο. Αδυνατισμένος ήτανε, όπως λίγο πριν τον θάνατό του, όταν έπρεπε να στηρίζεται απάνω μου για να πάει από την κάμαρα στο σαλόνι. Πάντα απάνω σε μένα στηριζούντανε, όχι στη μαμά. Ποτές, ούτε στους προθαλάμους του θανάτου, δεν ήθελε ο Αβραάμ να νομίζει η Ευτυχία πως δεν ήτανε αρκετά δυνα­τός να την προστατέψει.

Ο Αβραάμ κάθισε στο φοτέι -τη μεγάλη μπερζέρα δηλαδή- πλάι στο πρωτοχρονιάτικο δέντρο και είπε «Πεθαίνει η γυναίκα του κο­σμηματοπώλη». Για να μιλεί για συγχωρεμένους συζύγους κοσμηματοπωλών, καταλαβαίνω ότι ο Αβραάμ θα τρελάθηκε μετά από εί­κοσι επτά χρόνια στα σύννεφα με τους αγγέλους και τους αγίους. Ο δικός μας παράδεισος δεν είναι σαν τον μουσουλμανικό. Οι χριστιανοί δεν παίρνουνε επτά παρθένες. Το τι παίρνουνε οι γυναίκες -Τούρκισσες, χριστιανές ή Εβραίισσες- δεν κατάλαβα ποτές. Κάθε βροχερό Πάσχα η μαμά έλεγε πως ο Θεός αγαπάει τους άλλους πιο πολύ, διότι τα μπαϊράμια τους είναι πάντα ηλιόλουστα. Επειδή αγα­πούσα τη βροχή, ειδικά όταν γενούντανε γκρίζος ο Βόσπορος και ψιχάλιζε τόσο γλυκά που δεν ήθελα να ανοίξω ομπρέλα, διαφωνού­σα με τη μαμά. Αμά στο θέμα του παραδείσου συμφωνούσαμε πλή­ρως. Νούμερο μας έκαμνε η θρησκεία μας.

Παρεκκλίνω. Από τότες που πέθανε ο Αβραάμ μέχρι τώρα, με μιλεί μόνο για πρακτικά θέματα. Λέει πότε να αγοράζω και πότε να πουλώ χρυσό, ποιον ουστά να πάρω όταν τρέχουνε τα κεραμί­δια, και βέβαια δίνει τις συνταγές που ξέχασε να γράψει όσο ήτα­νε στη ζωή (το μεγάλο του μεράκι μετά από το κυνήγι ήτανε η κου­ζίνα). Όλα όσα με λέει βγαίνουνε σωστά. Τέτοιος άντρας ήτανε ο Αβραάμ, πάντα μπροστά με το ρόπαλο. Τώρα όμως που μπήκαμε στη χρονιά του κισμετιού μου, λέει ανοησίες. Σαν να άφησε το ρό­παλο να πέσει κάτω. Ήθελα να φωνάξω «Πες με για τον Ραφαήλ, μπρε Αβραάμ, όχι για κοσμηματοπώλες και μοσμηματοπώλες!». Αλλά στα όνειρά μου έχω πάντα μια φαγούρα στον λαιμό, και η λαλιά μου δεν βγαίνει.

Με ξύπνησε το μοτόρι του νερού. Έβαλα ρόμπα και παντόφλες, πήα στην κουζίνα και ήρθα face-à-face με τη χρονιά του κισμετιού μου στο καινούργιο ημερολόγιο: 1 Ιανουαρίου 2016. Φυσικά δεν κοιτάζω την ημερομηνία κάθε πρωί λόγω του ραντεβού μόνο. Κοι­τάζω και για να μην μπερδεύουμαι. Τώρα μη σκεφτείς: ondandir, απ’ εκείνο είναι. Τρέλα έχω. Αλσχάιμερ μαλσχάιμερ δεν έχω. Κα­τά τον γιατρό τουλάχιστον. Παρ’ όλα αυτά, όταν μνίσκεις μόνη και δεν δουλεύεις, εύκολο είναι να ταξιδεύεις σε καλύτερους καιρούς· κι εγώ έχω αποφασίσει να ζω το παρόν, όσο και να σκέφτουμαι και να μιλώ για το παρελθόν.

Έξω φυσάει ένας αγέρας άγριος. Γιατί γύρισες στην Πόλη αυ­τή την εποχή δεν μπορώ να καταλάβω. Ανάβω τη σόμπα: κρυομούνι είμαι, και δυστυχώς ο καπουτζής -«θυρωρός» που λέτε- δεν άνα­ψε ακόμα το καλοριφέρ. Βάζω και τον καφέ. Ενώ περιμένω να φουσκώσει, συλλογίζουμαι το όνειρο. Φυσικά εσύ δεν ξεύρεις για κο­σμηματοπώλες, αλλά θα σε ρωτήσω μήπως έχεις κάποια έμπνευση. Μόλις σκάσει το πρώτο μάτι του καφέ, τον σερβέρνω στο αγαπη­μένο μου χειροποίητο φιλτζάνι, ζωγραφισμένο με βιολέτες, και τον πηαίνω στο καθημερινό καθιστικό, που κάποτε ήτανε η δική μου κρεβατοκάμαρη. Τότες έβλεπε προς τον κήπο του Ταξιμιού και τα Ταταύλα- τώρα κοιτάζει μόνο τσιμεντένιους πισινούς ξενοδοχείων. Εσύ δεν την έχεις διει ακόμα την καθημερινή κάμαρη, διότι πάντα στην καλή καθούμαστε. Εκεί, τριγυρισμένη από τα κρύσταλλά μου και τα ασήμια μου, νιώθω σοσιετέ- εδώ είμαι του λαού. Κι αυτό χρειάζεται στη χάξη και στη  φέξη.

Προσοχή, στη χάξη, δεν είναι τυπογραφικό λάθος, έτσι το λένε  στα πολίτικα. 

Σε μια συνέντευξή της η Νεκταρία Αναστασιάδου έχει πει:  Το πολίτικο ιδίωμα είναι παιχνιδιάρικο και ποιητικό. Διατηρεί βυζαντινά στοιχεία που έχουν χαθεί από τα ελληνικά και είναι επίσης εμπλουτισμένο με λεξιλόγιο γαλλικό, ιταλικό, τουρκικό, αραβικό, περσικό, ακόμα και λαντίνο.

Ισχύουν αυτά, αλλά θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα ελληνικά ιδιώματα των οποίων  το λεξιλόγιο είναι κυρίως αγροτικό, το πολίτικο ιδίωμα είναι ιδίωμα αστικό, αφού χρησιμοποιήθηκε στην Πόλη, τη μεγαλούπολη.

Στην Πόλη, τους αιώνες μετά την Άλωση, συνέρρευσαν ελληνικοί πληθυσμοί από όλες τις περιοχές του ελληνικού κράτους (στον  Γαλατά οι Δωδεκανήσιοι, στα  Ταταύλα οι Χιώτες και οι Μανιάτες, στο Κοντοκάλι οι Μυτιληνιοί) που ο καθένας είχε τη δικιά του ντοπιολαλιά, αλλά με την  πάροδο του χρόνου συναφομοιώθηκαν και αποτέλεσαν, ως  συνισταμένη ας πούμε, το πολίτικο ιδίωμα.

(Να πούμε κάτι εδώ. Οι γλωσσολόγοι λένε  ότι δεν μπορούμε με αμιγώς γλωσσολογικά κριτήρια να αποφανθούμε αν  μια γλωσσική ποικιλία αποτελεί αυτοτελή γλώσσα ή διάλεκτο· η απόφαση αυτή είναι πρώτιστα πολιτική. Έτσι, τον  καιρό που υπήρχε ενιαία Γιουγκοσλαβία, είτε προπολεμικά ως βασίλειο είτε μεταπολεμικά ως ομοσπονδία, η  πλειονότητα των  κατοίκων της μιλούσαν μία γλώσσα, τα σερβοκροατικά. Με τη διάσπαση του σερβοκροατόφωνου χώρου σε τέσσερα νέα κράτη, γεννήθηκαν τέσσερις γλώσσες: σερβικά, κροατικά, μαυροβουνιακά και βοσνιακά. Το θέμα είναι ενδιαφέρον, αλλά ξεφεύγει από τη  σημερινή παρουσίαση, γι’ αυτό και σταματάω εδώ. Θα συνεχίσω όμως να  χρησιμοποιώ, για λόγους οικονομίας, τον  όρο «ιδίωμα», παρά την  ασάφειά του).

Λοιπόν, τα χαρακτηριστικά που έχει το πολίτικο ιδίωμα, όπως προκύπτουν και από την ανάγνωση της Αιώνιας Άνοιξης:

  • Στη μέση φωνή χρησιμοποιείται ου αντί ο: ντρέπουμαι, γένουνται, χαίρουμαι. Αυτοί οι τύποι παλιότερα ήταν πολύ συχνότεροι και τα ελλαδίτικα ελληνικά, ίσως τώρα θεωρούνται χωριάτικοι. Πάντως ο Σεφέρης, που ήταν μικρασιάτης, τους χρησιμοποιούσε αποκλειστικά, τόσο στα ημερολόγια όσο και στην ποίησή του.
  • Η προσωπική αντωνυμία συντάσσεται σε αιτιατική και όχι σε γενική: με λέει, με κάνανε προξενιό, που με είχε πάρει.
  • Το ρήμα αρέσω συντάσσεται ενεργητικά: έτσι το αρέσω, όχι έτσι μου αρέσει.
  • Σε πολλές προτάσεις, το ρήμα πηγαίνει στο τέλος. Ας πούμε, στην ίδια σελίδα, σελ. 40, ο Αβραάμ λέει: Κάποια μέρη άβατα είναι. Οι Εβραίοι πρακτικές δουλειές κάμνουνε. Ο Εβραίος πιο έξυπνος είναι. Αυτό ασφαλώς είναι επιρροή της τουρκικής, όπου κανονικά το ρήμα μπαίνει στο τέλος.
  • Στον προφορικό λόγο, το αιτιολογικό μπαίνει κάποτε στο τέλος: Αφού, διότι, για. Πχ λέει η Αθηνά κάπου: Και λακριντί και κουτσομπολιά πάντα γενούντανε και πάντα θα γένουνται για μένα. Με ζουλεύουνε διότι. Αυτό το «διότι» στο τέλος είναι επιρροή τουρκική: Beni kıskandıkları için.
  • Μια άλλη επιρροή της τουρκικής είναι ότι χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο το σχήμα “κάνω+ουσιαστικό”, αντί του ρήματος, πχ κάμνω σοχμπέτι, αντί κουβεντιάζω.
  • Επιρροή της τουρκικής είναι και η επανάληψη μιας λέξης με το μ μπροστά πχ Πες με για τον Ραφαήλ, όχι για κοσμηματοπώλες και μοσμηματοπώλες, Αλσχάιμερ μαλσχάιμερ.
  • Κάποιες φορές, όπως στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του παρατατικού ορισμένων ρημάτων, το  πολίτικο ιδίωμα παραβιάζει τον νόμο της τρισυλλαβίας, αφού δέχεται τονισμό σε αντιπροπαροξύτονη θέση, πχ ήμαστανε,  καθούμαστανε -352 (το ίδιο παρατηρείται σε βορειοελλαδικά ιδιώματα).
  • Το λεξιλόγιο έχει φυσικά πολλές τουρκικές λέξεις, έχει όμως και πολλές γαλλικές, διότι είναι, όπως είπαμε, αστικό λεξιλόγιο, διαμορφωμένο την εποχή που τα γαλλικά είχαν τη θέση που έχουν σήμερα τ’ αγγλικά. Μερικές φορές, οι λέξεις στα πολίτικα έχουν διαφοροποιηθεί στην σημασία τους απ’ τις αρχικές γαλλικές λέξεις. Η  Αθηνά μένει σε απαρτμάν, πολυκατοικία, αλλά στα γαλλικά appartement είναι το διαμέρισμα.
  • Η πολίτικη χρησιμοποιεί τύπους λέξεων που η κοινή ελληνική τους θεωρεί λαϊκούς: κάρτο, τελέφωνο, να διεις, γένεται.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *