Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Όπως συνήθως κάνω, και σήμερα θα βάλω δύο χρονογραφήματα, μια και είναι μικρά. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στις 30 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο την επόμενη μέρα, 31.8.1928, και τα δύο με τον υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι».
Στο πρώτο χρονογράφημα γίνεται λόγος για την πανδημία της εποχής, τον Δάγγειο πυρετό. Ο διάλογος θα σας φανεί εντυπωσιακά όμοιος με απόψεις που ακούστηκαν πρόσφατα για την πανδημία του κορονοϊού. Παρεμπιπτόντως, η λέξη «δάγγειος» (ή δάγκειος) είναι δάνειο από το γαλλ. dengue, με απώτερη αρχή τα σουαχίλι, λέει το λεξικό.
Στο δεύτερο χρονογράφημα γνωρίζουμε μια από τις μανίες του μεσοπολέμου, που ήταν ο πνευματισμός. Εδώ ο Βριάρεως χρησιμοποιεί σαν τέχνασμα τον πνευματισμό για να επικρίνει τη συμπεριφορά των συμπολιτών του σε μια πυρκαγιά. Κατά σύμπτωση πριν από λίγο καιρό είχαμε δημοσιεύσει και άλλο δικό του χρονογράφημα για πυρκαγιά.
ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΣΟΣ
Εις ένα καθώς πρέπει κύκλον συνεζητείτο χθες η ετυμολογία της λέξεως Δάγγειος. Κάποιος έλεγεν ότι είναι Ιαπωνικής προελεύσεως και ο πυρετός και το όνομά του. Άλλος τον ήθελεν Αυστραλιανόν και άλλος ρωμαίικον. «Ο πυρετός αυτός προέρχεται από τα κουνούπια του Ιλισσού και λέγεται δάγγειος γιατί τα κουνούπια δαγκάνουν -«αυτό είναι».
Το μέγεθος του καλαμπουριού με έκανε να εξέλθω της ουδετερότητος.
— Βρε αδερφέ δεν πας στην Αθήνα να τους γιάνεις όλους; του είπα. Δυο τέτοια καλαμπούρια να κάνεις θα μεταβάλεις την Αθήνα σε Βόρειο πόλο και, καθώς άκουσα, τα κουνούπια του Δαγγείου ψοφάνε στο κρύο.
Δεν εφάνηκε να πειράχθηκε αλλά εξηκολούθησε τη θεωρία του.
«Λοιπόν κύριοι, ο Δάγγειος κατ’ εμέ είναι γνήσιον ελληνικόν προϊόν και αποτελεϊ υψίστην τιμήν για την ‘Ελλάδα. Μέχρι σήμερα είχαμε δυο αγιάτρευτες εθνικάς ασθενείας: τη γραφειοκρατία και το ρουσφέτ, τώρα αποκτούμε και τρίτη, το δάγγειο.
Απόδειξις άλλωστε πως είναι εθνική είναι και το ότι κανείς δεν πεθαίνει απ’ αυτήν».
— Λησμονείτε ίσως τους τριαντατρείς θανάτους…
— Μέσα σε εκατό χιλιάδες αρρώστους ; Δεν είναι τίποτα κύριε αυτοί οι τριαντατρείς. Δυο νεφριτικοί εκεί και τρεις γέροι και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Μάλιστα, ο Δάγγειος ξεκαθαρίζει μερικούς σκάρτους και κρατά τον κόσμο στο σπίτι του, μέσα στην οικογενειακήν περίθαλψη και ασφάλεια.
Φαντασθείτε πως αν αυτές οι 100 χιλιάδες άρρωστοι εγύριζαν στο δρόμο τόσον καιρό θα είχαν μείνει ενενηνταεννέα, αν όχι λιγότεροι, από αυτοκίνητα και τρένα. Άρα… ο Δάγγειος τούς εσωσε τη ζωή. Μα έχουμε και άλλη μια ωφέλεια. Έμειναν στο κρεβάτι ώς 1000 σοφέρ επί 15 μέρες ο καθένας. Αν λογαριάσουμε ότι κάθε σοφέρ κόβει κατά μέσον όρο έναν άνθρωπο τη βδομάδα γλιτώνουμε 2 χιλιάδες και κάτι που μπρος στους 33 που πέθαναν είναι τεράστιο κέρδος. Μακάρι νάρθει και δω να ησυχάσουμε λίγο.»
Ωμίλει ακόμη ότε εισήλθε εις το δωμάτιον ένας λούστρος με ένα σημείωμα προς τον φιλοξενούντα περιέχον τα εξής :
«Είμαι στο βαπόρι άρρωστος από Δάγγειο· πάρε ένα φορείο κι έλα να με βγάλεις γιατί δε μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». Γιάννης.
Μετά την ανάγνωσιν του σημειώματος ο Υπέρμαχος του Δαγγείου έτεινε την χείρα προς τον φιλοξενούντα. «Ε! καλώς τα δέχτηκες· περαστικά και χαίρετε.»
— Τι φεύγεις; Κάτσε καημένε να δεις το φουκαρά το Γιάννη…
— Ξέρεις, έχω κάποια δουλειά· ύστερα… εγώ… ήμουνα ξέρεις νεφριτικός άλλοτε… και…
— Καληνύχτα.
Και επικαλούμενος τον Δάγγειον κατεκυλίσθη εις σκάλαν και έγινεν άφαντος προ του φάσματος της «εθνικής ασθενείας» του.
ΒΡΙΑΡΕΩΣ
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ
Εις μίαν φιλικήν συγκέντρωσιν , χθες, αφού εξηντλήθησαν όλα τα θέματα, επροτάθη παρά τινος ως ελιξίριον κατά της πλήξεως ο πνευματισμός.
Η ιδέα εγένετο δεκτή ως αναψυκτικόν και πάραυτα προσεκομίσθη τρίπους τράπεζα «χωρίς πρόκες», διότι τα πνεύματα άχθονται τα σιδηρικά. Εθέσαμεν ακολούθως τας χείρας μας άνωθεν αυτής απτόμενοι της επιφανείας της άκρω δακτύλω και ανεμένομεν την έλευσιν των πνευμάτων.
Δεν παρήλθον πέντε λεπτά και η Τράπεζα ήρχισε να κλονίζεται ως πέρυσιν η «Τράπεζα Παύλου», ο δε αναλαβών τα καθήκοντα του «μέντιουμ» μας ανεκοίνωσεν ότι το πνεύμα του Νέρωνος ζητεί να μας ομιλήσει.
Ουδείς είχεν αντίρρησιν και η συνδιάλεξις ήρχισεν. Η Τράπεζα ανεσήκωνεν αυτομάτως τον πόδα της και τον εκτύπα εις το δάπεδον ατάκτως και σπασμωδικώς ως πεισματάρα νεάνις επί ώραν ολόκληρον. Το δε πόρισμα της ποδοκρουσίας ταύτης ως μας ανεκοινώθη υπό του «μέντιουμ» είναι το εξής:
«Αγαπητοί ζώντες, δεν παρουσιάζομαι ίν’ απολογηθώ ενώπιόν σας διά τας συκοφαντίας άς αφειδώς έρριψε κατ’ εμού η ιστορία ουδ’ ενδιαφέρομαι διά την αστείαν υστεροφημίαν σας, υιοθετήσας το ρηθέν υπό μεγάλου πατριώτου σας: «εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω».
Εκείνο που με εξώθησεν εις την παρούσαν εμφάνισιν είναι η χθεσινή πυρκαϊά.
Επλανώμην χθες ανά τας αχανείς εκτάσεις του σύμπαντος ότε μερικοί τουφεκισμοί και τις σπασμωδική κωδωνοκρουσία είλκυσε την προσοχήν μου εις την πόλιν σας όπου είδον έν «ραπτείον» —όπως ονομάζετε σεις τα ραφεία— πυρπολούμενον ως στήθος ρομαντικόν και «κοσμάκην» σπεύδοντα επί τόπου.
Ενθυμηθείς την Ρώμην που επυρπόλησα άλλοτε «για να σπάσω κέφι» ήρχισα να παρατηρώ με προσοχήν τα κατά την πυρκαΐάν.
Ο κόσμος συνέρρεεν αθρόος περί το καιόμενον κατάστημα κατενθουσιασμένος εκ του θεάματος και συνωθείτο και συνεθλίβετο ίν’ απολαύσει εκ του σύνεγγυς την μεγαλοπρέπειαν της φωτιάς.
Έκαστος θεατής — εξαιρέσει των ενδιαφερομένων— ηύχετο ενδομύχως να μεταδοθεί το πυρ και εις τα παράπλευρα οικήματα και όλοι με αληθινήν θλίψιν είδον καταφθάνον το πυροσβεστικόν μεγαθήριον.
Εμέ με παρέδωσεν η ιστορία εις την αράν και το ανάθεμα των ερχομένων γενεών διά την πυρπόλησιν της Ρώμης.
Εάν αυτό ήτο δίκαιον φρονώ ότι πρέπει να υποστείτε όλοι σας την ιδίαν ποινήν διότι καθείς εξ υμών θα έκαιεν ευχαρίστως αν ημπορούσε μίαν πόλιν, διά ν’ απολαύσει το θέαμα. Περί τούτου επείσθην χθες ακραδάντως από τα επιφωνήματα «μεγαλείο», «φίνα», «πήρε και το διπλανό» που εξέφευγαν από το στόμα των παρατηρητών και από τα « κάνε πιο κει μπάρμπα να ιδώ και γω» των μη δυνηθέντων να πλησιάσουν.
Πρέπει λοιπόν να κατηγορούμαι εγώ αιωνίως επειδή εξετέλεσα μίαν επιθυμίαν μου την οποίαν και σεις αισθάνεσθε αλλά εκ μικροψυχίας δεν τολμάτε να φανερώσετε ;
Ύστερα και οι πυροσβέσται σας με το τόσον νερό που έχυσαν τι άλλο ήσαν αν μη «νέρονες»;
ΒΡΙΑΡΕΩΣ