MARIN SORESCU, ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ
Μετάφραση: Θάλεια Ιερωνυμάκη
ΚΑΒΑΦΗΣ
Ι.
Στις εσχατιές του ελληνικού κόσμου χαμένος
σα μια αρχαία ασπίδα.
Απ’ την επιγραφή της λίγα γράμματα
μπορούν να διαβαστούν
και δεν μιλούν παρά για κάποια αρχαία ονόματα.
Σαν τα ποιήματά του να ’χε αντιγράψει
από επιτύμβιες στήλες. Για το καθένα είχε σκάψει
μέχρι τις κόρες των ματιών του ελληνικού πολιτισμού.
II.
144 ποιήματα: νεκροταφείο — για ένα σώμα εφήβου
που σαπίζει
στις απαγορευμένες ηδονές της Αλεξάνδρειας.
ΙΙΙ.
Του ποιητή η ψυχή κρεμάλα που αιωρείται πάνω απ’ τον καθένα,
πέτρινη επιγραφή.
Στο θάνατο ενός πολιτισμού τριών χιλιάδων χρόνων
η ποίησή του είν’ η σημαία του πένθους
μεσίστια χαμηλωμένη.
❧
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ’ΧΟΥΝ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ*
Ο Εμινέσκου δεν υπήρξε.
Μια χώρα όμορφη υπήρξε μοναχά
στην ακροθαλασσιά
όπου τα κύματα ξεσπούνε σ’ άσπρους κόμπους
όπως τα γένια τα αχτένιστα ενός μάγου.
Νερά υπήρξανε σαν δέντρα αναρριχώμενα
όπου είχε τη φωλιά του και γυρνούσε το φεγγάρι.
Και, προπαντός, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι απλοί
που λέγονταν: Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος
Στέφανος ο Μέγας
ή πιο απλά: βοσκοί και ζευγολάτες
τους άρεσε να λένε
το βράδυ γύρω απ’ τη φωτιά ποιήματα —
τη «Μιορίτσα», τον «Αποσπερίτη», την «Τρίτη Επιστολή».
Μα επειδή ακούγαν πάντα
να αλυχτούν στη στάνη τους οι σκύλοι
αναχωρούσανε για πόλεμο με τους Τατάρους,
με τους Αβάρους, τους Λεχίτες και τους Ούνους
και με τους Τούρκους.
Τις ώρες που τους έμεναν ελεύθερες
ανάμεσα σε δυο κινδύνους
φτιάχναν μες στις φλογέρες τους
αυλάκια
να τρέχουνε τα δάκρυα των πετρών που συγκινούσαν,
να τρέχουνε οι ντόινες στην κοιλάδα
προς τα βουνά της Μολδαβίας και της Βλαχίας
στη Μπίρσα και στη Βράντσεα
σε κάθε σπιθαμή της Ρουμανίας.
Υπήρξανε και κάποια δάση αδιαπέραστα
και ένας νεαρός που τους μιλούσε
ρωτώντας τα πώς όλο και λικνίζονται χωρίς αέρα.
Αυτός ο νεαρός με τα μεγάλα μάτια,
μεγάλα σαν την ιστορία μας,
στις σκέψεις βυθισμένος
απ’ το βιβλίο το κυριλλικό περνούσε στο βιβλίο της ζωής
όλο αριθμώντας τις λεύκες του φωτός,
του δίκιου, της αγάπης
που πάντοτε τού βγαίνανε μονές.
Υπήρξανε και κάποιες φλαμουριές
κι αυτοί οι δυο ερωτευμένοι
που ένα φιλί τους ήτανε
χιονοστιβάδα στα λουλούδια.
Υπήρξαν και μερικά πουλιά ή κάποια σύννεφα
που όλο περιπλανιούνταν πάνω τους
σαν εκτενείς κινούμενες πεδιάδες.
Και επειδή όλα αυτά
έπρεπε να ’χουν ένα όνομα,
ένα μονάχα όνομα,
τα είπαν
Εμινέσκου.
❧
Σημειώσεις στο δεύτερο ποίημα
Στο μεγαλύτερο μέρος του το ποίημα περιέχει αναφορές σε ποιήματα και στίχους του Μιχάι Εμινέσκου (Mihai Eminescu, 1850-1889). Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται ο θαυμασμός στον εθνικό ποιητή της Ρουμανίας, παράλληλα όμως ο Σορέσκου αντιμετωπίζει με υπόγεια ειρωνεία τις υπερβολές των μελετητών στην ανάγνωση της ποίησης του Εμινέσκου ως κατεξοχήν εθνικής ποίησης.
Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος (Mircea cel Bătrân, 1355-1418): ο σημαντικότερος Βλάχος ηγεμόνας του Μεσαίωνα. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του η Βλαχία εξασφάλισε σταθερότητα και ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των ρουμανικών χωρών.
Στέφανος ο Μέγας (Ștefan cel Mare, περ. 1439-1504): Βοεβόδας της Μολδαβίας, πολέμησε εναντίον Ούγγρων, Πολωνών (Λεχιτών), Οθωμανών, Τατάρων, επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες, ιδίως εναντίον των Τούρκων. Ανήγειρε μονές και εκκλησίες σε όλη την περιοχή. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωες της Ρουμανίας και έχει αγιοποιηθεί από τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Μιορίτσα» (σε πιστή μετάφραση: «Μικρή προβατίνα»): δημοφιλής ρουμανική δημοτική μπαλάντα.
«Ο Αποσπερίτης» («Luceafărul»): Λυρική μπαλάντα, σε 98 τετράστιχες στροφές, με θέμα τον έρωτα μιας βασιλοπούλας με το αθάνατο ουράνιο άστρο (που αποκαλείται στο ποίημα και Υπερίων), το οποίο έρχεται κάθε βράδυ στο δωμάτιο της, αλλά εκείνη αρνείται να το ακολουθήσει εξαιτίας της θνητής της φύσης και τελικά συνάπτει ερωτική σχέση με τον υπηρέτη της. Πρόκειται για το πιο γνωστό ποίημα του Εμινέσκου. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Ο Υπερίων» (Ρίτα Μπούμη–Παπά).
«Τρίτη Επιστολή»: εκτενές αφηγηματικό ποίημα του Εμινέσκου με βασικό θέμα τους εθνικούς αγώνες του Μίρτσεα του Πρεσβύτερου.
ντόινα: λαϊκό τραγούδι ορεινών περιοχών, ελεύθερου ρυθμού, φωνητικό και μονοφωνικό. Εκφράζει τη μοναξιά, τη μελαγχολία, τον έρωτα και τον πόνο. Όταν υπάρχει συνοδεία μουσικής, αυτή προέρχεται από απλά όργανα, συνήθως φλογέρες.
το βιβλίο το κυριλλικό: το λατινικό ρουμανικό αλφάβητο καθιερώθηκε το 1859. Μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για τη γραφή της ρουμανικής το κυριλλικό.
«Υπήρξανε και κάποια δάση […] λικνίζονται χωρίς αέρα»: αναφορά στο ποίημα του Εμινέσκου «Ce te legeni…» («Γιατί λικνίζεσαι…»), το οποίο στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Ο καημός του δάσους» (Ρίτα Μπούμη–Παπά).
«όλο αριθμώντας τις λεύκες […] που πάντοτε τού βγαίνανε μονές»: αναφορά στο ποίημα του Εμινέσκου «Pe lângă plopii fără soț» («Δίπλα στις λεύκες τις μονές»).
«Υπήρξανε και κάποιες φλαμουριές […] στα λουλούδια»: αναφορά στις τελευταίες στροφές του ποιήματος «Luceafărul».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]