ceb4ceb7cebcceb9cebfcf85 cebaceb1ceb9 ceb4ceb7cebcceb9cebfcf85cf81ceb3cebfcf85 36 ceb1ceb3cf87cebfcebdceb5cf83 ceb5cf80ceb9 cf87ceb1cf81

 

ΔΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ 36 ΑΓΧΟΝΕΣ 
ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ΓΛΥΚΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΚΙΔΑ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

 

Η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


ej DHMIOY DHMIOYRGOY A%20(2)



ΣΤΑΘΜΕΥΩΝ ΣΤΙΣ 4 ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΜΩΓΗΣ

 

Από πού έρχεται ο ποιητής; Ποια η καταγωγική αρχή του; Ποιες οι πηγές της τέχνης του; Τα υλικά, τα θέματά του; Από ποιες αγωνίες αρδεύει; Ποιες μνήμες διασώζει; Ποια η θέση του στην κοινωνία; Τα σκοτάδια, τα φτερά του; Τι λέει; Τι δεν λέει; Στο τέλος-τέλος, έχει κάτι να πει;

 

Ριζάκης και Δημητριάδου αναμετριούνται με το θέμα. Όπου η «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» του Καρούζου συναντά τη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.» του Καβάφη κάτω απ’ το παιγνιώδες, ειρωνικό και τραγικό κλίμα της «Μικρής Ασυμφωνίας εις Α Μείζον» του Καρυωτάκη.

 

Δύσκολη ποίηση, απαιτητική. Δεν το λέω σαν αρνητικό σχόλιο, η ποίηση είναι πάντα αθώα κι αγνή κι απλή, όποια γλώσσα κι αν μιλάει, όσο δεν ακκίζεται, δεν υποκρίνεται και δεν αριστοκρατεί· θέλω να πω, με την ανεπάρκειά μου είναι που στην προκειμένη διασκεδάζω. Απ’ την άλλη, ό,τι όμορφα μας γ(ο)ητεύει είναι πάντα μια πρόκληση, γιατί θέτει πάντα ένα νέο όριο. Έτσι κι αλλιώς, υπόθεση της αληθινής τέχνης είναι να ψηλώνει, κι όχι να χαϊδολογεί ή να κολακεύει.

 

Ριζάκης: Η άναρχη ποίηση, μέθυση και άπατρις· μια πλέρια επανάσταση, εφόσον βεβαίως είναι ποίηση, δηλαδή εφόσον υπονομεύει, αμφισβητεί κι εγείρεται· ούσα η διαρκής παιδικότητα μιας υποψιασμένης αθωότητας που διακορεύει με το βλέμμα της τον κόσμο· σπάζοντας τις μικροαστικές συμβάσεις, τις μεσοαστικές αυταρέσκειες και τις ενδυματολογικές μόδες· εσαεί αποσυνάγωγος στις αδικίες του κόσμου και στις ψευδαισθήσεις της ελπίδας· αρνούμενη το καταφύγιο της μνήμης, τα δόκανα και τα υποστυλώματα της νοσταλγίας κ.λπ. Αν κάτι ενώνει όλες αυτές τις διαφορετικές εκφάνσεις, λειτουργίες, πτυχές της ποίησης είναι η διαδικασία της απομάγευσης («πέραν του εδώ πλέον τίποτα – τίποτες τώρα πια») του κόσμου, καθότι η ποίηση δεν χαρίζεται, δεν χαριεντίζεται, αλλά δαγκώνει, ματώνει και γκρεμίζει, για να τα αφήσει όλα πίσω της σκέτο ρημαδιό και να ’ρθει μετά η ίδια να τα επαναμαγεύσει και να τα εξαγνίσει εκ νέου διά της αισθητικής συγκίνησης και με τη συντακτική λειτουργία της γλώσσας.

 

Δημητριάδου: μόνος κι άπελπις ο ποιητής, ακροβάτης, ζογκλέρ και πεζοπόρος, στ’ άκρα σκαρφαλώνει, το κενό θεάται κι αλλότριους πόνους μεταπράττει, την αταξία του κόσμου επιχειρώντας να τακτοποιήσει και το ανείπωτο με λέξεις να εκφράσει – πάει να πει, διπλά ηττημένος, αλλά πείσμων και αμετακίνητος στο έργο του, όντας μια πύκνωση των αντιφάσεων, φτερωτός κι αφτέρωτος, αποκομμένος και συλλογικός, θύτης και θύμα των λέξεων, ένοικος του εδώ και του πάντα, ένας ζωντανός περιφερόμενος νεκρός κ.λπ. Αν κάτι ενώνει όλες αυτές τις διαφορετικές εκφάνσεις, λειτουργίες και πτυχές του ποιητή είναι η ιδιότητα του τραγικού ήρωα σε μια αυτοσχέδια παράσταση, δίχως όμως την οίηση του πρωταγωνιστή, δίχως σεναριογράφο και σκηνοθέτη, πλην του ιδίου που φέρει επομένως την επίγνωση της διαρκούς συντριβής χάριν της Τέχνης της Ποιήσεως, της μίας και μόνης που, παρά τις ενδογενείς αδυναμίες της («Τα ανείπωτα/ Μετράνε πιο πολύ/ Από όσα σπαταλήθηκαν/ Σε λέξεις ειπωμένα»), κάπως ξέρει από φάρμακα, νάρκης του άλγους δοκιμές.

 

Κοντά στις αυτοδύναμες ποιητικές αρετές των δύο δημιουργών, ας σημειώσω και το ενιαίο του τελικού αισθητικού αποτελέσματος: κάτι σαν την έλξη των ετερωνύμων, όπου ο ένας συμπληρώνει, βαθαίνει, ερμηνεύει και ψηλώνει τον άλλον.

 

Αφενός ο χειμαρρώδης λόγος του Ριζάκη, με τα μονοπερίοδα ποιήματα, τη σπασμένη σύνταξη, το λόγιο ύφος, το ασταμάτητο παιχνίδι με τις λέξεις, την εικονοπλαστική δύναμη, τη μεταιχμιακή συνύπαρξη λογικού-εξωλογικού, το βάθος του νοήματος και τη γοητεία της γλώσσας, τις διαδοχικές επιστρώσεις αλληγορίας, υπαινιγμού και ειρωνείας, την υπονόμευση της καθαρεύουσας απ’ τη λαϊκή και της λαϊκής απ’ την καθαρεύουσα, εν ολίγοις ένας παιγνιώδης κι εμβριθής Ριζάκης, που από μία και μόνο λέξη ξεκινά σε κάθε ποίημα να μοχλεύει συνειρμικά ολόκληρο τον κόσμο – το παρελθόν, το παρόν, τα αφανέρωτα, τα ανείπωτα και τα ομολογημένα.

 

Αφετέρου η στιβαρή, φειδωλή γλώσσα της Δημητριάδου, με το δωρικό ύφος, τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων, την επιφανειακή νηνεμία της διατύπωσης και την εσωτερική ταραχή του νοήματος, τη συγκράτηση του συναισθήματος και την έκφρασή του μέσα από μικρές ρωγμές λόγου, τους ολιγόλογους στίχους με τη νοηματική πληρότητα και την αποσπασματική αίσθηση των μεταξύ τους παύσεων, τη χαμηλόφωνη και κουβεντιαστή διάθεσή τους – κάτι σαν εν εξελίξει ενδοσκοπικός λόγος του ποιητή, που περνώντας από μύρια κύματα φτάνει, τελικά, με την τραγική επίγνωση της ήττας και το βίωμα της συνεχούς συντριβής στην ποιητική αυτογνωσία.

 

Το θέμα της ποίησης, του τι, του πώς και του γιατί της γραφής της, έχει δώσει λαμπρά δημιουργήματα ανά τις εποχές. Τι καινούργιο έχει να κομίσει μια έστω και υψηλής αξίας ποιητική συλλογή;

 

Απαντώ, λοιπόν: Αλλά το θέμα της ποίησης είναι ατέλειωτο, ό,τι κι αν γράφεται πέπρωται όχι να απαντά αλλά να κεντρίζει περαιτέρω την απορία τροφοδοτώντας τις γραφές που θα ακολουθήσουν – σαν τα μοιρολόγια των χωριών γύρω απ’ τον νεκρό-αγαπημένο, όπου τελειώνει η μια μοιρολογήτρα για να αρχίσει η άλλη ή σαν τα τραγούδια της τάβλας γύρω απ’ το τραπέζι της συντροφιάς, όπου τελειώνει ο ένας το τραγούδι για να αρχίσει ο άλλος.

 

Στην προκειμένη όμως υπάρχει και κάτι παραπάνω. Δεν θα αναφερθώ στην ποιητική συνύπαρξη δύο φτασμένων δημιουργών, που εκτιμώ βαθιά, αλλά σ’ αυτή την ολοκάθαρη αίσθηση που απ’ την αρχή μέχρι το τέλος αφήνει η συλλογή να σχηματιστεί: το ποιητικό εργαστήρι που ανοίγει δεν είναι ένας χώρος αποκλεισμού, δεν είναι μια αυτοαναφορική ποιητική αυταρέσκεια· για το ανθρώπινο δράμα μιλάει ο Ριζάκης και η Δημητριάδου πίσω απ’ το πρόσχημα της ποίησης.

 

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στην εισαγωγή της Ευσταθίας Δήμου και στα σχέδια της Γλύκας Διονυσοπούλου, που από κοινού συνδράμουν όσο και όπως πρέπει στην αρτίωση του όλου.

 

%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%A7%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%BC%CF%89%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *