ceb3ceb9ceb1 cf84cebf forever cf84ceb7cf82 cebcceb1cf81ceafceb1cf82 cebacebfcf85ceb3ceb9cebfcf85cebccf84ceb6ceae ceb3cf81ceaccf86

Μαρία Κουγιουμτζή,
FOREVER
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023

Η τελευταία συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή επιβεβαιώνει την πεποίθηση μου ότι η συγγραφέας δεν ανήκει στους δειλούς ούτε σε αυτούς που εφησυχάζουν μέσω της επανάληψης παλιών επιτυχημένων συνταγών. Η Μαρία Κουγιουμτζή τολμά το γκροτέσκο και επινοεί τις ιστορίες της μέσα από έναν ιδιότυπο ρεαλισμό μένοντας ταυτόχρονα πιστή στην ποιητική αλήθεια.

Οι 38 ιστορίες του Forever κινούνται στο χώρο του φανταστικού με εκρηκτική θα έλεγε κανείς διάθεση, ξεγυμνώνοντας την πραγματικότητα μέσω του παραδόξου.

Γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι αν η θαρραλέα αυτή γραφή βασίζεται στην συγγραφική ωριμότητα της Μαρίας Κουγιουμτζή, ή μήπως οι σκοτεινοί καιροί την ωθούν σε αυτήν την παράτολμη σχεδόν ποιητικότητα.

Και έχει το χάρισμα η Μαρία Κουγιουμτζή να ναρκώνει σταδιακά τον αναγνώστη βυθίζοντας τον στον μαγικό κόσμο της και μέσα από την υπερβολή να του αποκαλύπτει όλη την φρίκη, το σκοτεινό, το ανομολόγητο.

kougioumtzh 7099 7Τα διηγήματα συνθέτουν μια τραγική κωμωδία όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ίδιος ο θάνατος: Μέσα από οικογενειακά μυστικά, φαντάσματα της παιδικής μας ηλικίας, ακραίο ερωτισμό, αλλά και πολιτικά μηνύματα, η συγγραφέας δημιουργεί έναν καινούργιο πρωτοϊδωμένο κόσμο, και αφαιρώντας τη βασανιστική μας λογική προσπαθεί να φτάσει τον ανεξερεύνητο εαυτό.

Στο διήγημα Ερωτικά αντίγραφα, παρουσιάζεται η ιστορία  του ευαίσθητου Ζοζέ που πληγωμένος από τον εραστή του βρίσκει την ηδονή σε μια γυναίκα που ζει μαζί του μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Έναν έρωτα φυλακή που συνορεύει με τον Παράδεισο.

«Ο Ζοζέ κυλούσε τις ρόδες του ποδηλάτου του, διασχίζοντας την Τσιμισκή, αφήνοντας τα υπέροχα φουλάρια του να απλώνονται σε θάλασσες και ιώδη δειλινά, αναβιώνοντας την Αμπερίν με μια μελαγχολία απ’ όπου αναδυόταν η παλιά του ευγένεια και λεπτότητα. Όλοι ξέρανε να περπατούν, αλλά λίγοι περπατούσαν με χάρη και ακόμη λιγότεροι ποδηλατούσαν σαν θεοί Σελ.150 και λίγο παρακάτω

«Ντυμένος πάντα ανάμεσα στα λευκά και τα χρώματα των δειλινών, εισχωρούσε ανάμεσα στα πλήθη σαν φωτεινός ζεστός αέρας. Κι εγώ δειλή και άσημη πλάι του, τέντωνα το πρόσωπο σ΄αυτόν τον σπάνιο χρωματικό αέρα.» Σελ. 151

Στο διήγημα Η λιτανεία, μας παρουσιάζεται η ανθρώπινη απόγνωση στα χρόνια της απληστίας των θηρίων«Και τότε δειλά, μέσα στο σούρουπο, σκιές ξεχύθηκαν στους δρόμους, ξετρύπωναν από υπόγεια, από σκοτεινές στοές, νέοι γέροι, παιδιά, με δαυλούς και εικόνες στα χέρια, άρχισαν με στεντόρεια φωνή να καταριούνται. Το πλήθος διαρκώς μεγάλωνε, γινότανε χρωματιστό ποτάμι και οι φωνές έφταναν ως τα πέρατα, ως τα ψηλά βουνά και στο χρυσό φεγγάρι. Μια λιτανεία με κατάρες. Όχι για βροχή όχι για έλεος. Ξυπόλητα παιδιά χτυπούσαν πόρτες και καλούσαν κόσμο.» σελ. 145 αλλά και η Μεταμόρφωση ένα μικρό πεζό που με μια ανάσα, μια μονοκονδυλιά παρουσιάζεται η αποξένωση των ανθρώπων μέσω του παραλληλισμού της προπατορικής Εύας με την εταιρεία Απλ.

Στη συλλογή εμπεριέχονται και αρκετά διηγήματα αφιερωμένα σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα στην συγγραφέα Ζυράννα Ζατέλη, στην ζωγράφο Ειρήνη Χριστοφορίδη και στον ποιητή Δημήτρη Αγγελή.

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα διηγήματα θυμήθηκα ένα παιχνίδι που παίζαμε παλιά με τα αδέλφια μου όταν ξεφυλλίζοντας και οι τρεις μαζί εικονογραφημένα λεξικά βάζαμε ο καθένας το αρχικό του κεφαλαίο γράμμα δίπλα στην εικόνα που τον εξέφραζε περισσότερο που αγαπούσε πολύ.

Έτσι και εγώ κλείνοντας αυτό το μικρό σημείωμα θέλησα να επιλέξω τα δύο διηγήματα που με άγγιξαν περισσότερο. Και είναι βέβαια το Στα λουτρά με την μαμά και οι δεινόσαυροι απέξω που καθορίζει την συλλογή και το πνεύμα της,  όμως αυτό που πραγματικά με μάγεψε είναι το Τιρκουάζ ένα διήγημα που εκφράζει καλύτερα από όλα την ψυχοσύνθεση της συγγραφέως και τη δύναμη της γραφής της.

Η ιστορία μιας εγγονής και μιας γιαγιάς, μιας γιαγιάς που ζωγράφιζε πουλιά και έδινε φτερά στο μικρό κορίτσι! Και όταν ήρθε η χιονοθύελλα η γιαγιά  ήταν αυτή που έτρεξε να την σώσει μέσα από το θαμπό λευκό κρύσταλλο στο οποίο βρισκόταν αποκλεισμένη. «Ήρθε η γιαγιά. Με σκέπασε με το χρωματιστό πάπλωμα, τα παγώνια είχαν καθίσει στα μαλλιά μου, με έβαλε πάνω σ΄ένα κιλίμι και πιάνοντας τις άκρες του με έσυρε ως το σπίτι. […] Αισθάνθηκα πως η γιαγιά με αγαπούσε όπως τα πουλιά. Δεν ήθελε να με κατέχει, με ήθελε ελεύθερη. Αποφάσισα πως όταν μεγαλώσω θα βάψω τα μαλλιά μου τιρκουάζ.». Σελ 159

Η Μαρία Κουγιουμτζή με το νεανικό πνεύμα της, αφαιρώντας τα συμβατικά και νοικιασμένα κατά τον Άμλετ ενδύματα, ανοίγεται μέσα από αυτή τη συλλογή σε νέους λογοτεχνικούς ορίζοντες, κρύβοντας όπως και εκείνη η γιαγιά της ιστορίας της μέσα από τις λέξεις- ζωγραφιές της, ανάσες ονείρου, ρίχνοντας λίγο φως στα σκοτάδια μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *