«Διαβάζοντας τον άνεμο με την ψυχή και τα δάχτυλα»
Τζίντιλι στα βλάχικα θα πει ανεμοστρόβιλος και τζίντες είναι οι νεράιδες των βουνών, οι προαιώνιες δυνάμεις που τιμωρούν τους ανθρώπους όταν παραστρατήσουν από τον δρόμο του καλού και της φύσης. Αυτοί είναι δύο από τους κύριους άξονες στους οποίους κινείται στο βιβλίο του Τζίντιλι (Το Ροδακιό, Αθήνα 2020), ο Δημήτρης Χριστόπουλος: Ο άνεμος, που είναι πάντα παρόν και παίρνει και φέρνει τα δράματα και τις ιστορίες των ανθρώπων και οι νεράιδες τιμωροί, που πάντα θα έρθουν και θα εκδικηθούνε την ύβρι και το κακό.
Ο Χριστόπουλος καταπιάνεται στο βιβλίο με ένα φανταστικό χωριό το Σόψιθα και τα ορυχεία λιγνίτη που αρχίζουν την λειτουργία τους την δεκαετία του 1950 στην περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας. Πρωταγωνιστές οι οικογένειες Τσεπέλη και Τσακιρίδη σε βάθος τριών γενεών που οι ζωές τους διατρέχουν μια μεγάλη περίοδο και αντανακλούν θραύσματα της ιστορίας του προηγούμενου αιώνα: Την κατοχή, τον εμφύλιο, την δικτατορία, την μεταπολίτευση, φτάνοντας μέχρι το σήμερα. Ο Χριστόπουλος, με μια σπουδαία αφηγηματική τεχνική, πηγαίνοντας πέρα δώθε στον (αφηγηματικό) χρόνο, χωρίς μέση και τέλος, με εγκιβωτισμένες διηγήσεις μέσα στις ιστορίες, μιλά στο βιβλίο για τα πάθη του εμφυλίου, τον διαχωρισμό των οικογενειών από το σιδηρούν παραπέτασμα, για τα ψέματα και τα μυστικά που σκοτώνουν την αγάπη, για τους συμβιβασμένους της ζωής και τους άτυχους ιδεολόγους. Μιλά για την μνήμη που χάνεται, την ανθρώπινη αλλοτρίωση, την κρίση στις σχέσεις των ανθρώπων. Και κυρίως για το τέλος μιας εποχής που δεν υπήρξε ποτέ αθώα.
Στο βάθος ωστόσο του βιβλίου δεσπόζει η ύβρις που διαπράττει ο άνθρωπος απέναντι στον τόπο. Στις τεράστιες τρύπες που σκάβονται ανεξέλεγκτα στη γη και που μέλλουν να αλλάξουν τη φύση του κόσμου και των ψυχών. Δένοντας αρμονικά τις αρχαίες δοξασίες των βουνών με τις σύγχρονες ανησυχίες της εσχατολογίας και της καταστροφής του κόσμου όπως τον ξέραμε, ο Χριστόπουλος καταφέρνει να ανασύρει την μνήμη ως όπλο ενάντια στην αλλοτρίωση και να αναδείξει τον τόπο ως τον απόλυτο πρωταγωνιστή του τότε, του τώρα και του σήμερα. Παρά τις προειδοποιήσεις, και παρά το ότι υπάρχουν άνθρωποι, όπως ο Γιάννης Τσεπέλης που γνώριζαν, η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της περιοχής προς άγραν του πολύτιμου ορυκτού λιγνίτη, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, συνεχίζεται ανενόχλητη. Το κατασπαραγμένο έδαφος στο τέλος υποχωρεί, ο τόπος βουλιάζει θάβοντας σπίτια, ανθρώπους, μνήμες και ιστορίες. Στο χωριό συντελείται μια απίστευτη οικολογική καταστροφή. Οι τζίντες έρχονται να υπενθυμίσουν πως τα πάντα θα τιμωρηθούν και πως πάνω από όλα υπάρχει μια αλήθεια που στέκεται πάνω από τον άνθρωπο και τον ίδιο τον θεό. Είναι η αποκατάσταση της συμπαντικής τάξης, η αποκαθήλωση του ψέματος και της αμαρτίας, είναι το τίμημα για το κακό που διαπράττει ο άνθρωπος απέναντι στην φύση.
Οι τζίντες θα έρθουν στο τέλος και θα σκεπάσουν τα ψέματα και την καταστροφή, τρίζοντας και κραυγάζοντας με τα αρχαία κύμβαλα του εγκέλαδου και του τρόμου, θάβοντας τα όλα κάτω από το χώμα.
Ο Χριστόπουλος έρχεται με το βιβλίο να τα ξεθάψει όλα. Ιστορίες και αμαρτίες και κυρίως την γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα με την οποία λέμε αφηγούμαστε ιστορίες. Επειδή για τον Χριστόπουλο σημασία δεν έχει μόνο η ιστορία, αλλά και το πως θα την πεις. Ίσως κιόλας αυτό να έχει την μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Με μια γλώσσα κέντημα, πραγματική σταυροβελονιά, ο Χριστόπουλος συμπυκνώνει την προφορικότητα, τους τοπικούς γλωσσικούς ιδιωτισμούς, ανασύρει ποντιακά και βλάχικα, διαλέκτους περασμένων δεκαετιών αποδίδοντάς τα όλα στο ήθος και το ύφος των προσώπων που περιγράφει. Με όπλο του τον χωρίς ανάσα μακροπερίοδο λόγο, ο Χριστόπουλος βάζει να συνυπάρχουν στο βιβλίο γλωσσικές ποικιλίες που αναδύουν το ήθος και την κοινωνική τάξη, το αξιακό σύστημα των ηρώων που περιγράφει, την ιδεολογία και την εποχή. Κι όλα αυτά στον μαγεμένο κόσμο που πλάθει και που ρέει ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό των τεχνικών όρων του εργοστασίου της ΔΕΗ που παράγει με τον λιγνίτη ρεύμα και τον μαγικό ρεαλισμό των νεράιδων των βουνών που στους αδύναμους ώμους τους κουβαλούν ολόκληρο τον κόσμο. Ο Χριστόπουλος, βάζοντας με απίστευτη προσοχή κάθε λέξη στο κέντημα της γραφής, κεντά όχι μόνο μια εποχή αλλά και τη γλωσσική της γεωγραφία που και αυτή, ως άλλη μια ύβρις, αλλοτριώθηκε και χάθηκε.
Ο Χριστόπουλος χρησιμοποιεί πολλές τεχνικές και λογοτεχνικά ρεύματα στην αφήγηση. Με εξέχοντα τον μαγικό ρεαλισμό, τη ρεαλιστική απεικόνιση, ακόμη και την ηθογραφία, δημιουργεί ένα αφηγηματικό αλλά και γλωσσικό κολλάζ που κρατεί σε εγρήγορση τον αναγνώστη και απαιτεί τη διαρκή συγκέντρωση και προσοχή του. Εναλλάσσει τα πρόσωπα, τον τρόπο της αφήγησης, λειτουργεί πολυφωνικά για να δώσει σε όλους φωνή και κουβαλάει τις φωνές τον ηρώων του σαν τον άνεμο, τον ανεμοστρόβιλο που δίνει και το όνομα του στο βιβλίο. Είναι λυρικός και ποιητικός, χωρίς να σταματά να είναι αιχμηρός και δεικτικός. Επειδή ακριβώς η φύση του θέματος είναι αιχμηρή και δεικτική όπως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι η στάση που τηρεί ο συγγραφέας.
Το Τζίντιλι είναι ένα βιβλίο στρατευμένο που καταγγέλλει και προειδοποιεί αλλά σε καμία περίπτωση δεν πουλά φτηνό διδακτισμό. Αντίθετα, όπως ο ανεμοστρόβιλος που κουβαλάει στον τίτλο, σε στροβιλίζει ανάμεσα στις λέξεις και τα νοήματα επειδή, όπως καταλήγει και το βιβλίο: πάντα στην ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας. Εκείνο το είδος του ανέμου που ισοπεδώνει τα πάντα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Dr. Paul Wolff & Tritschler. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]