Ξανθίππη Ζαχοπούλου, Στύβοντας παπαρούνες, Το Ροδακιό, Αθήνα 2022.
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, τρίτη κατά σειρά, σχηματοποιεί με μεγαλύτερη καθαρότητα και ευκρίνεια το δημιουργικό της στίγμα, το οποίο παραμένει να κινείται και να εκτυλίσσεται μέσα στο ευρύτερο πεδίο της υπερρεαλιστικής ποίησης και ποιητικής, όπως αυτή έχει σήμερα προσλάβει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την ξεχωριστή της ιδιοπροσωπία και σύσταση. Πρόκειται για μια ποίηση φωτεινή, χρωματιστή, μια ποίηση εξωστρεφή που επιδιώκει και ψάχνει να εικονίσει την εντύπωση της δημιουργού για τον περιβάλλοντα κόσμο, εντύπωση η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα κράμα σκέψης και αισθήματος. Αντιλαμβάνεται δηλαδή κανείς τη διάθεση και τη ροπή της ποιήτριας προς τη λεκτική αποτύπωση αυτού που ουσιαστικά παραμένει ανείπωτο και άφθαστο ή, πιο σωστά, της άυλης εκείνης ύλης που προσφέρεται σε διάφορες γλωσσικές εκδηλώσεις με τη μια εξ αυτών, αυτήν της Ζαχοπούλου εν προκειμένω, να επιχειρεί να την αποτυπώσει μέσα από την ανοίκεια, παράδοξη και, πολλές φορές, ασύμβατη ή αταίριαστη με τους γλωσσικούς κανόνες και τη νόρμα έκφραση που οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα πεδίο όπου το συνεχές ξάφνιασμα αποτελεί την κυρίαρχη μέθοδο και στόχευση. Το ξάφνιασμα, ωστόσο, αυτό δεν προκύπτει ούτε απορρέει μονάχα από τα λεκτικά σύνολα και τις συνάψεις, αλλά από την ίδια τη μέθοδο και τη διαδικασία της ποίησης που έχει την ιδιότητα να εναγκαλίζεται το σύνολο, να αποστάζει από αυτό το καίριο και το ουσιαστικό και, έτσι όπως το τεχνουργεί, να μπορεί ακόμα και από το λίγο να αποκαλύπτει το πολύ, ακόμα και από το ένα στοιχείο να αφήνει να φανεί το σύνολο, ο κόσμος και οι διαστάσεις του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κεντρική αναδεικνύεται η λειτουργία και η καταλυτική επενέργεια της φαντασίας, της λεκτικής φαντασίας που έχει τη δύναμη να φανερώνει τις σχέσεις ακόμα και ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα αντιφατικά και αντιθετικά μεταξύ τους στοιχεία ή δεδομένα και να τις προβάλλει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτές να καθίστανται όχι μόνο αντικείμενα προς θέαση αλλά, στην κυριολεξία, κατευθυντήριες δυνάμεις της ζωής και του ανθρώπου. Γι’ αυτό και πολύ συχνά οι στίχοι της Ζαχοπούλου προσλαμβάνουν τη μορφή συμβουλής ή κεντρίσματος προς τον αναγνώστη να βιώσει την άκρα απόλαυση της γνώσης του κόσμου, να γνωρίσει βαθιά και να εκτιμήσει όλη αυτή την ουσία που αποτελεί τη ζωή του είτε μεταφράζεται σε έμψυχο, είτε σε άψυχο υλικό και εργαλείο: Ζήσε με τη μορφή/ στραμμένη στο φως/ Το αύριο είναι άδηλο/ και το κορμί καλπάζει με τον χρόνο και αλλάζει// Πρόλαβε/ τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου/ Είναι αυτή που περιμένει/ τους βυθούς της να σε γνωρίσουν/ Γνώρισε τη ζωή/ Γνώρισε τον εαυτό σου.
Παρά τους δεσμούς της ωστόσο με τον υπερρεαλισμό, η ποιήτρια εμφανίζει μια υπόγεια, οπωσδήποτε όμως αισθητή διάθεση και τάση προς την οικοδόμηση των ποιημάτων της με βάση μια λογική, μια αναδυόμενη και αναφυόμενη από τους στίχους της λογική που τα κάνει να προσιδιάζουν σε μικρές ιστορίες της σκέψης και της συνείδησης, σε νοητικά ή νοερά στιγμιότυπα που έχουν συνεκτικότητα και συνοχή ακόμα κι όταν μοιάζουν να συναποτελούνται από στοιχεία φαινομενικά ανεξάρτητα ή ακόμα και αταίριαστα μεταξύ τους. Αυτή η κατεύθυνση που προσλαμβάνει η στιχουργία της Ζαχοπούλου αποτελεί ίσως μια φυσική και αναμενόμενη εξέλιξη για έναν ποιητή που δοκιμάστηκε στην κατάρρευση ή την υπονόμευση της συμπαγούς δομής, όπως την αντιλαμβάνεται και την πραγματώνει η παραδοσιακή θεώρηση της γλώσσας, και θέλει τώρα να διατηρήσει βέβαια την απόκλιση, αλλά ταυτόχρονα να τη χωνέψει με μια πιο γήινη ενατένιση και προσέγγιση του θεματικού της υλικού. Γι’ αυτό και τα ποιήματά της γίνονται ένα άκρως ενδιαφέρον πεδίο περιήγησης για τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος όχι μόνο αναζητά τον εαυτό του μέσα στην τέχνη, αλλά και τα πατήματά του, τους θύλακες εκείνους μέσα στους οποίους θα εναποθέσει την ουσία του για να τη διαφυλάξει και, παράλληλα, να την ανανεώσει. Η ουσία μάλιστα αυτή, κατά την ποιήτρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη και ξένη από τον έρωτα που αποτελεί άλλωστε το απαύγασμα της ζωής και της τέχνης. Ο έρωτας, όπως παρουσιάζεται στην εξιδανικευμένη του μορφή από την Ζαχοπούλου, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός ύμνου στη δύναμη και τη δυναμική του να αποτελεί πηγή της δημιουργίας, ερέθισμα και πρόκληση μαζί για τον λογοτέχνη να τον θέσει στον πυρήνα του ποιήματος για να αντλήσει από αυτόν την ομορφιά και την αλήθεια, την δυνατότητά του να αποτελεί φορέα της ανανέωσης, της αναγέννησης, της αναδημιουργίας.
Αυτή ακριβώς η κατεύθυνση που δίνει η Ζαχοπούλου στην ποιητική της σκέψη και έκφραση αποτελεί και μια πολύ καλή αφορμή για να έρθει εγγύτερα στον αναγνώστη και να ψαύσει με τις λέξεις της τις εσωτερικές του περιοχές, τις διαδρομές του ψυχισμού και του αισθήματός του κατά τρόπο ώστε την ίδια στιγμή που φαίνεται ότι τις ακολουθεί, ως προϋπάρχουσες, να τις τεχνουργεί, επικυρώνοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα της τέχνης να δημιουργεί, να μορφοποιεί και να καθοδηγεί τη ζωή. Με αυτήν ακριβώς την πτυχή συνυφαίνεται και συναρτάται στενά η τακτική που εφαρμόζει η ποιήτρια να απευθύνεται ουσιαστικά στον άλλον και στον εαυτό της μέσα από το δεύτερο ενικό που κυριαρχεί σε πολλά από τα ποιήματα και δίνει την αίσθηση μιας αμεσότητας, ταυτόχρονα όμως εμπλέκει τον δημιουργό και τον αποδέκτη σε ένα ενιαίο σύνολο έτσι που να μην ξέρει κανείς με βεβαιότητα να πει ποιος είναι αυτός που εμπνέει και ποιος αυτός που εμπνέεται, ποιος είναι αυτό που προκαλεί και ποιος αυτός που προκαλείται, ποιος, εν τέλει, είναι αυτός που γράφει και ποιος αυτός που διαβάζει. Πρόκειται, καταπώς φαίνεται, για την ικανοποίηση μιας ανάγκης του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού, αλλά και μιας ανάγκης της ίδιας της ποίησης να διατηρήσει την ιδιότητά της ως η ενέργεια του πεποιημένου, του πλαστού, του πλασματικού, αλλά και ως η τέχνη του προσιτού, του εφικτού, του οικείου, του ανθρώπινου.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Laura Makabresku. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]