Άλτα Πανέρα, Πολύ λίγα πολύ αργά, Ενύπνιο, Αθήνα 2022.
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Άλτα Πανέρα φέρει τον ενδεικτικό ενός απολογισμού και μιας απολογίας ζωής τίτλο Πολύ λίγα πολύ αργά με τον οποίο τεχνουργείται ουσιαστικά μια αναφορά στις έννοιες της ποσότητας και του χρόνου ιδωμένες στην αντίστροφή τους ποιότητα και λειτουργία, ως ελαχιστοποιημένη δηλαδή παρουσία και γνώση, η οποία μάλιστα έρχεται καθυστερημένα για να επικυρώσει αυτή την αίσθηση της ματαίωσης και της αποτυχίας, την αίσθηση μιας πορείας στη ζωή που πραγματοποιήθηκε με όρους απογύμνωσης του ανθρώπου από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση. Τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν τους επιμέρους σταθμούς σε μια μεθόδευση αναμέτρησης με όλα εκείνα που βρίσκονται βαθιά ριζωμένα μέσα στο έδαφος της ύπαρξης, μέσα στον προσωπικό χωροχρόνο της ποιήτριας και διεκδικούν την ανάδυσή τους στην επιφάνεια προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή συμφιλίωση ή έστω ένα είδος αποδοχής που θα λειτουργήσει ως κατάληξη και ως αφετηρία μαζί, ως κλείσιμο και ολοκλήρωση των ανοιχτών λογαριασμών και ως εκκίνηση ταυτόχρονα σε ένα νέο πλαίσιο και πεδίο όπου το παλιό θα έχει μετουσιωθεί, θα έχει λάβει το σχήμα του καινούργιου.
Κεντρική μέσα στη συλλογή είναι η παρουσία της οικογένειας, νοούμενης ως του συνόλου εκείνου των δεσμών που ανέπτυξε η ποιήτρια με τους οικείους της, κυρίως όμως των δεσμών που με αφορμή ή καλύτερα μέσα στα ποιήματα εξακολουθεί να αναπτύσσει επικυρώνοντας έτσι τη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης να αποτελεί το έδαφος εκείνο μέσα στο οποίο μπορούν να ξεκαθαρίσουν, να ακτινοβολήσουν και να λάμψουν τα συναισθήματα και οι ιδέες εκείνες που βρίσκονται ασχημάτιστες και αδιαμόρφωτες μέσα στην εσωτερική, ψυχοσυναισθηματική συνθήκη του ανθρώπου. Η ποιήτρια λοιπόν επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τις σχέσεις και τις συνδέσεις της με τα πρόσωπα εκείνα που υπήρξαν σημεία αναφοράς στην εξέλιξή της μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο, δοκιμάζει την εκδίπλωση των αισθημάτων της, των ροπών και των διαθέσεων του θυμικού της και κατορθώνει έτσι να αποφορτιστεί, να λυτρωθεί και μαζί να συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε αυτή τη διαδικασία αποτίναξης των μελανών σημείων, της κάθαρσής τους μέσα από την ποιητική τους μετάπλαση: Πες μου κάτω από το κρεβάτι σου/ τι φοβόσουν/ πως κατοικεί// Θα σου πω και εγώ/ ένα τραγούδι που έλεγα/ αλλάζοντας τις λέξεις/ τρομάζοντας τη μάνα μου/ που με έβλεπε σκοτάδι («Θα μου πεις για τα παιχνίδια σου;»)
Η έκφραση και ο λόγος της Πανέρα είναι ιδιαίτερα άμεσος, κατευθύνεται με άκρα ευθύτητα στη συνείδηση του αποδέκτη χωρίς να επιφυλάσσει ή να δημιουργεί προσκόμματα στην πρόσληψη ή την κατανόηση της στιχουργίας, κάτι που συντελεί και συμβάλλει στη διαμόρφωση της εντύπωσης ότι τα ποιήματα είναι απολύτως ανοιχτά, πρόθυμα στην μεταστοιχείωσή τους σε προσωπικά, εν τέλει, παραδείγματα ή υποδείγματα ζωής. Γιατί αυτό που επιτυγχάνει η Πανέρα είναι ακριβώς να θίξει, μέσα από την αποκάλυψη της δικής της αλήθειας, την αλήθεια κάθε ανθρώπου που εμφορείται από τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια βιώματα, τις ίδιες αντιδράσεις απέναντι σε ό, τι θεωρεί και αισθάνεται πως αποτελεί την ουσία των σχέσεών του με τους άλλους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποιήτρια δε διστάζει να γίνει τολμηρή ή ακόμα και απολύτως θαρραλέα στην έκφραση και τη σχηματοποίηση της αλήθειας αυτής, μιας αλήθειας που είναι αυτό ακριβώς που η λέξη δηλώνει, της κατάδυσης δηλαδή μέσα στη μνήμη και μέσα στο παρελθόν όπου εδράζουν τα γεγονότα και τα περιστατικά τα οποία επιδιώκουν την ανάσυρση και το εκ νέου κοίταγμα τους, την εκ νέου αποτίμησή τους. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα ποιήματα εγκλωβίζονται στο προσωπικό ή το αυτοαναφορικό. Ίσα ίσα που πολλές φορές η δημιουργός ξεφεύγει και εκτρέπεται προς έναν ποιητικό λόγο απόλυτα αντιπροσωπευτικό, ενδεικτικό της ανθρώπινης περίπτωσης, του ανθρώπινου παραδείγματος. Αυτή ακριβώς η πρόθεση είναι που προσδίδει στα ποιήματα έναν προσανατολισμό και τόνο συμβολικό ή συμβολιστικό που, με όρους τεχνικής και αρτίωσης του ποιήματος, εκφράζεται με την εκτεταμένη χρήση της προσωποποίησης και της μετωνυμίας. Έτσι η ποιήτρια κατορθώνει να μιλήσει για την ανθρώπινη ουσία όπως αυτή ενυπάρχει μέσα στις επιμέρους υπάρξεις αποτελώντας το ενοποιό και ενοποιητικό τους στοιχείο και συνιστώντας ακριβώς τον κοινό παρανομαστή που, σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, εναπόκειται στα θεμέλια της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσύνθεσης.
Εξίσου ιδιαίτερος είναι και ο τρόπος με τον οποίο η δημιουργός αντιλαμβάνεται και χειρίζεται την ποιητικότητα, την ιδιαίτερη δηλαδή λεκτική επένδυση και έκφραση των ιδεών και των σκέψεών της προκειμένου να παρουσιαστούν και να προσφερθούν ως έργο τέχνης στον αναγνώστη. Εκείνο δηλαδή που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι μια ροπή και μια διάθεση προς έναν λόγο πιο αναλυτικό, όπου η αφαιρετικότητα και η αφαίρεση έχουν αντικατασταθεί από την εκτύλιξη, την φυσική και αβίαστη δηλαδή ροή ενός λόγου που χωρίς να απεκδύεται τη φόρτιση που εκ φύσεως προϋποθέτει η ποίηση, ακολουθεί τις διαδρομές μιας σκέψης που θέλει να φανερωθεί με όλες της τις πτυχές και τις διαστάσεις, με όλο της τον εσωτερικό πλούτο και την ποικιλία. Από αυτή την άποψη η συλλογή της Πανέρα δε διαβάζεται ως σύνολο επιμέρους ποιημάτων, αλλά ως ένα σπονδυλωτό ποίημα όπου τα επιμέρους επεισόδια-ποιήματα αποτελούν κομμάτια μιας συνεχόμενης και συνεχούς πορείας που δε σηματοδοτεί μόνο την αυτογνωσία, τη γνώση δηλαδή των παραμέτρων που συνιστούν την ύπαρξη στην ολότητά της, αλλά ακόμα περισσότερο τη γνώμη που φαίνεται να έχει διαμορφώσει η ποιήτρια για τις παραμέτρους αυτές. Με αυτήν ή αυτές τις γνώμες στο οπλοστάσιό της η ποιήτρια αποκτά και κερδίζει τη βεβαιότητα ότι το βάδισμά της μέσα στην τέχνη μπορεί ίσως να προσφέρει την εναλλακτική του βαδίσματος μέσα στη ζωή, ένα αντίδοτο που αντικρίζει κατάματα το πάθος και τον πόνο για να μπορέσει να τα αντιπαλέψει.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Giulio Paolini. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]