Λένα Καλλέργη, Ανήμερο, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2023.
Το αγριολούλουδο ως γλώσσα, η ελπίδα που είναι πουλί, τα λιοντάρια στα φωτισμένα γραφεία, οι επιθυμίες όστρακα, ο άνθρωπος μέσα στο άγριο ζώο, το άγριο ζώο μέσα στον άνθρωπο. Στην ποιητική συλλογή της Λένας Καλλέργη με τίτλο Ανήμερο, το είδος Homo sapiens δεν διακρίνεται από τα υπόλοιπα είδη του ζωϊκού αλλά και του φυτικού βασιλείου, αντιθέτως, με αριστοτεχνική ώσμωση γίνεται ένα με αυτά και βρίσκει τη θέση του μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ως αρμονικά λειτουργικό στοιχείο, αλλά και ως θύτης και θύμα. Η φύση διέπει από άκρη σε άκρη τη συλλογή προσφέροντας στην ποιήτρια αφηγηματικά εργαλεία, ώστε να μιλήσει γι’ αυτό που δεν ησυχάζει μέσα μας και γύρω μας και για όσα παρά φύσιν εναντιώνονται σε αυτό και το περιορίζουν ή το αφανίζουν.
Στα πρωτοπρόσωπα ποιήματα της συλλογής ο έμφυλος προσανατολισμός είναι ξεκάθαρος ή υπονοείται. Η γυναίκα πρωταγωνιστεί και η ποιήτρια, προκειμένου να μιλήσει για τον φόβο, την ελπίδα, τα θέλω και τα απαγορεύεται, την ταυτότητα, την υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία, τη μητρότητα, τη δύναμη, επιλέγει τη διάδραση με τα στοιχεία και τα όντα του φυσικού περιβάλλοντος με δύο τρόπους. Είτε τοποθετώντας τη γυναίκα μέσα στη φύση και αποκαθιστώντας τον ρόλο της ως αναπόσπαστο στοιχείο, είτε ταυτίζοντάς την με άλλα είδη και αποδίδοντάς της ιδιότητες δικές τους.
Στην πρώτη περίπτωση, η γυναίκα συνειδητοποιεί την άρρηκτη και ζωογόνο σχέση της με το φυσικό περιβάλλον, και αντιλαμβάνεται ότι, νομοτελειακά, όπως όλα τα πλάσματα της φύσης, μπορεί να λειτουργήσει χωρίς φόβο, αντλώντας δύναμη από το δέος της, από τα ηφαίστεια που άλλαξαν το σχήμα των νησιών, από τον παγωμένο ποταμό Βοϊδομάτη, όπως διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής. Αλλά και από την απέριττη ομορφιά, όπως αυτή προσφέρεται απλόχερα και ανιδιοτελώς κάτω από τον ίσκιο των αιώνιων πλατανιών, από την αρμονία, όταν οδηγεί με φεγγάρι σε έναν διάδρομο μέσα στη φύση και αφήνεται στην ασφάλεια της πλούσιας βιοποικιλότητας και στην ευταξία της αδιατάρακτης ισορροπίας. Ακόμη κι όταν η διαστροφή του επαγγέλματος μετατρέπει την οροσειρά σε γραμματοσειρά στο σχετικό σκωπτικό ποίημα, είναι η βαθιά ανάγκη για καθαρό αέρα και για κορυφές χωρίς στοίχιση που χαλούν το διάστιχο της καθημερινότητας. Ενώ στην ανθρωπογενή ζούγκλα, δίπλα στα άγρια ζώα του αστικού ιστού, δίπλα στις ύαινες και στους θωρακισμένους ρινόκερους, η ποιήτρια στρέφει το βλέμμα της ψηλά, στα πουλιά, μια πράξη αντίστασης στο καθημερινό άγχος, στη συνήθεια, ίσως και στη χαμέρπεια. Άλλωστε, σε άλλο σημείο της συλλογής με μάρτυρες υπεράσπισης τα πουλιά διεκδικεί ξανά το γαλάζιο.
Τα πουλιά, όμως, τα συναντάμε και αλλού, πρωταγωνιστές στο ποίημα με τίτλο «Το Ανήσυχο», σ’ αυτή την περίπτωση όμως δεν φέρουν μαζί τους κάτι από ουρανό. Εδώ τα πουλιά έρχονται από καμένες χώρες, εδώ τα πουλιά εξαφανίζονται χωρίς μια στάλα δέντρο και η γυναίκα στέκει ανήμπορη, απελπισμένη μπροστά στον οικολογικό όλεθρο. Κι ενώ το ποίημα είναι δυσοίωνο, η ποιήτρια έντεχνα επιλέγει τον δεκαπεντασύλλαβο, ο οποίος πετυχαίνει απόλυτα τον σκοπό του. Να φέρει στον αναγνώστη παρηγορητική μνήμη από το παρελθόν, κάτι από την αδιατάρακτη φύση, κάτι απ’ την παράδοση, δημιουργώντας αμφίθυμα συναισθήματα κι αφήνοντας τον ρυθμό να δουλέψει μαζί με τις λέξεις για να αντηχεί για ώρα μετά στ’ αυτιά εκείνο το
«να τραγουδήσει για ομορφιά, να γείρω, να ησυχάσω
τ’ αηδόνι που δεν άκουσα, τ’ αηδόνι που δεν είδα».
Στη δεύτερη περίπτωση, η γυναίκα αφομοιώνεται με τα άγρια πλάσματα. Καλείται πότε να ανακαλύψει το άγνωστο, χαμένο είδος, που δεν είναι λύγκας, αλλά που κρύβεται στα πυκνά φυλλώματα της ύπαρξής της και πότε να σκοτώσει την αρκούδα μέσα της, μέσω μιας σκληρής τελετουργικής μύησης. Αποφάσεις, επιλογές, πράξεις που κοστίζουν και που υλοποιούνται επιτυχώς μόνο με μαχαίρι και μόνο αν το μαχαίρι φτάσει στο κόκκαλο. Η επίπονη αναμέτρηση με τον εαυτό, οι αλήθειες που πονάνε, η εσωτερική φωνή και ο δύσκολος δρόμος που συχνά αυτή υποδεικνύει. Αλλού, το άγριο φωλιάζει στον θώρακα και ξορκίζει τη μοναξιά απαιτώντας τη συντροφικότητα, όπως διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Κρατούμενος», «εσύ μπορείς να χάνεσαι αλλά εγώ ανήκω σε σμήνος». Στο ποίημα με τίτλο «Αμφιθυμία», η ελαφίνα που πίνει νερό στο ρυάκι –αλλά το νερό δεν είναι όπως παλιά– η αγωνία της καταδίωξης, η ελαφίνα-γυναίκα που παλεύει με τον αρσενικό κυνηγό, η δύναμη του μυαλού και της βούλησής της που της κοστίζουν τη ζωή, αλλά και η ευθύνη του θεατή που παρακολουθεί. Εδώ, η ταύτιση της γυναίκας με το ζώο είναι απόλυτη, ο καταγγελτικός λόγος της ποιήτριας συνοψίζεται στη λέξη «έγκλημα», ενώ βάρος δίνεται στον θεατή και στη διερώτηση εάν θα αποφασίσει και θα πράξει για το τι μέλλει γενέσθαι.
Η περιβαλλοντική και ηθική κρίση και η στάση του σύγχρονου ανθρώπου θίγονται σε πολλά ποιήματα της συλλογής. Μεταλλαγμένα όσπρια, φαρμακωμένα χόρτα, ευτροφισμός και νεκρά ψάρια στη λίμνη, λαθρέμποροι, τουρίστες, πυρκαγιές και αυθαίρετα, και το ποίημα με τίτλο «Αυτοδικίες», που κλείνει με το δίστιχο:
«Ό,τι κι αν κάνω, προδοσία.
Ας είναι πράσινο το αίμα που με πνίγει».
Ο αφανισμός, αυτό που χάνεται, αυτό που κινδυνεύει να εξαφανιστεί φαίνεται, επίσης, να απασχολεί την ποιήτρια. Στο ποίημα «Μαύρα που χάνονται», το διακύβευμα δεν είναι μόνο οι σπάνιοι μαύροι πάνθηρες, αλλά και οι γριές με τα μαύρα μαντίλια στα χωριά και τα νησιά και ό,τι εκείνες κουβαλούν ως αίσθηση και ως συλλογική μνήμη. Αλλά και η προσωπική μνήμη που χρειάζεται να διασωθεί από γενιά σε γενιά, εξού και στο μαντείο της Δωδώνης δεν είναι τα ταξίδια των ικετών και οι παρακλήσεις από το μακρινό παρελθόν που έχουν σημασία, αλλά οι οικογενειακές ιστορίες που διασώζουν την άυλη κληρονομιά.
Μια άλλη θεματική που απαντάται συχνά στη συλλογή είναι αυτή της αιχμαλωσίας, της ανελευθερίας. Ωδικά πουλιά σε κλουβιά, ζώα ως εκθέματα που αναπαράγονται για το κέρδος. Στο ποίημα με τίτλο «Ζώα συντροφιάς», η ματαίωση, η απόρριψη, η καταπιεσμένη επιθυμία είναι κατοικίδια με αόρατα λουριά, μακριά από το φυσικό τους ενδιαίτημα, ενώ το θηρίο της ελευθερίας αποζητά να επιστρέψει στην άγρια φύση του, με όποιο τίμημα. Θηρία σε κλουβιά και οι επιβάτες του μετρό, εγκλωβισμένοι στις υπόγειες διαδρομές της μεγαλούπολης, πληρώνοντας το ακριβό τίμημα της αστικής διαβίωσης.
Ακόμη και το μεταφυσικό και θρησκευτικό στοιχείο βρίσκει μορφή σ’ ένα αχθοφόρο ζώο που κουβαλά στην πλάτη του τον πόνο των ανθρώπων από τον έναν στον άλλο στις αγρύπνιες, κι έτσι μέσα από την αλληλεγγύη, την αίσθηση της κοινότητας, την αλληλοβοήθεια, το φορτίο ελαφραίνει από αυτό το παρηγορητικό και θαυματουργό «μαζί». Όπως ακριβώς κουβαλά κι ο άσπρος γύπας τον κούκο κατά τη μετανάστευση από την Αφρική στην Ήπειρο, στο ολιγόστιχο ποίημα με τίτλο «Κουκάλογο», που πατάει στον λαϊκό μύθο για να μιλήσει για ένα άλλο «μαζί» που υπαγορεύεται από το χρέος της Άνοιξης, από τον αέναο τροχό των εποχών και του κύκλου της ζωής.
Το ζήτημα της γλώσσας –που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ποιήτρια στην προηγούμενη συλλογή της– βρίσκει χώρο και στην παρούσα, εδώ ως βίωμα, ως ταυτότητα συνυφασμένη με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου, που καθορίζουν το αισθητήριο και διαμορφώνουν έναν ξεχωριστό προσωπικό κώδικα. Εύστοχα, επιλέγεται ως σκηνικό ένα πολύβουο αεροδρόμιο για να τεθεί το ζήτημα της ταυτότητας και της ορατότητας μέσα σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο, ομογενοποιημένο περιβάλλον. Θίγεται το ζήτημα της γλώσσας εκείνης που δεν αποτελείται από φθόγγους και δεν καθορίζεται από σύνορα, αλλά χτίζεται από την επίδραση του φυσικού τοπίου, των ήχων, των μυρωδιών, μια γλώσσα σημαντική, που δεν μπορεί να παραβλέπεται και να αγνοείται.
Συνοψίζοντας, η ποιήτρια σ’ αυτό το βιβλίο καταφέρνει να δημιουργήσει αβίαστα ένα συμπαγές εννοιολογικό σύμπαν, ένα οδοιπορικό στους άγριους τόπους του πλανήτη και της ψυχής, διασώζοντας και αναδεικνύοντας τον πυρήνα της ύπαρξης, το αρχέγονο ένστικτο όπως ακριβώς το αποτυπώνει στους ακόλουθους στίχους:
«Και στο μικρό
το άγριο κομμάτι γης
που είδα το χρώμα του νερού και των λεπτών εντόμων
υπήρξα κύτταρο
που ούτε κοιτούσε ούτε ξεχώριζε
λουλούδια και σκουλήκια και χορτάρι
μα ανέπνεε την αρχαία αποστολή
πάνω στο χώμα».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: David Inshaw. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]