Άρης, η επικοινωνία με τη Γη ή η μοναξιά;
Μιχάλης Μακρόπουλος – Ελένη Κοφτερού, Άρης, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2021.
Άρης είναι ο τίτλος της επιστολικής νουβέλας που συνέγραψαν ο πεζογράφος και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος και η ποιήτρια Ελένη Κοφτερού, μια πολύ προσεγμένη έκδοση από τις εκδόσεις Κίχλη, 2021.
Οι συγγραφείς του, ο πρώτος με τη φωνή του επιστήμονα που βρίσκεται σε μια ερευνητική διαστημική αποστολή και η δεύτερη με εκείνη της αγαπημένης συντρόφου που ζει στη Γη και τον περιμένει, με λόγο πυκνό, λυρικό και ταυτόχρονα στοχαστικό αποτυπώνουν μια καθαρά υπαρξιακού τύπου πολιτική, με την ευρεία έννοια, και κοινωνική δυστοπία, όχι πολύ διαφορετική απ’ αυτή που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος ως μέλος της παγκόσμιας κοινότητας.
Παρά την φαινομενικά εξωκοσμική ατμόσφαιρα και τον τίτλο Άρης, η επιστολική νουβέλα τους θεωρώ πως είναι ένα βιβλίο, ύμνος στη ζωή βασισμένο στη μυθοπλασία. Κέντρο του, λοιπόν, η ζωή. Η ζωή με τα απλά, μικρά καθημερινά της πράγματα η ζωή άρρηκτα δεμένη με τη φύση η ατομική ζωή μέσα από το μεγαλείο των ανθρωπίνων σχέσεων, του Άλλου η ζωή μέσα από ένα φιλοσοφικό πρίσμα. Η Γη είναι ο πλανήτης που συγκρατεί το υπαρξιακό υπόστρωμα: την μνήμη, την γλώσσα, την επικοινωνία προκειμένου να κρατηθούν οι ήρωες στη ζωή. Θα τα καταφέρουν στο τέλος να κρατήσουν γερά το συμπαντικό νήμα, ώστε να μην κοπεί;
Κεντρικό ρόλο στον προβληματισμό που αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου αποτελεί η έννοια της μνήμης. Βοηθούν οι μνήμες στην προσαρμογή του ανθρώπου σε μια νέα κατάσταση ή αποτελούν εμπόδιο; Μήπως χωρίς μνήμες το άτομο μπορεί να προσαρμοστεί ευκολότερα, χωρίς το «βάρος» από τους ανθρώπους και τα πράγματα που άφησε πίσω του; Ή μήπως θα είναι ένα άτομο χωρίς πρόσωπο, χωρίς συναίσθημα, χωρίς ταυτότητα; Η ατομική μνήμη διασφαλίζει τη συνέχεια και την ταυτότητα του άντρα, η οποία όμως δεν μπορεί να υπάρξει σε απομόνωση αλλά διαμορφώνεται σε αλληλεπίδραση με τον Άλλον.
«Η μνήμη είναι το πιο ζωτικό όργανο για τη ζωή μας στον Άρη» (σ.10) λέει ο Πιερ, ένας από τους συντρόφους του ήρωα στον διαστημικό σταθμό. Η ζωτική σημασία της μνήμης, ως κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης, φαίνεται και από την έκκληση της γυναίκας, όταν γράφει:
«῾Η μνήμη δὲν ἀντικαθιστᾶ ὅ,τι δὲν ὑπάρχει, […], ὅμως, ἂν χαθεῖ, τὸ κενὸ εἶναι τρο- μακτικό, ἡ μοναξιὰ ἀμείλικτη καὶ ἡ νοσταλγία μονάχα μιὰ ἐνοχλητικὴ σκοτοδίνη» (σ.20).
Το κενό, η στυγνή μοναξιά, η μόνωση που βιώνει ο άντρας στον άξενο και έρημο πλανήτη ταυτίζεται με την ανία, όπως γράφει η Ελένη στο μήνυμά της: «[…] αφού η ανία για σένα ταυτίζεται με την ερημιά που σας περιβάλλει» (σ. 18). Και καθώς οι μέρες περνούν ο άντρας νιώθει όλο και πιο έντονο το βάρος της απόλυτης και συμπαντικής μοναξιάς: «Αλλά, εδώ, στον θόλο μας στον Άρη, είμαι μόνος όπως άλλοτε υπήρξα» (σ. 21). Την καταλυτική, όμως, δύναμη της πλήξης και της ανίας, στοιχείο του αντικειμενικού τυχαίου του υπερρεαλισμού, δεν την νιώθει μόνο ο αφηγητής στον διαστημικό θόλο. Την αισθάνεται καθημερινά, σε κάθε πράξη και βήμα της η Ελένη στη Γη:
«Κατὰ τὰ ἄλλα, ἡ καθημερινότητα κυλᾶ μονότονα κι ἐγὼ νιώθω ἄδεια, ἀλλὰ χαμογελῶ συνεχῶς στοὺς γύρω μου καὶ μερικὲς φορὲς γελάω δυνατὰ κι ἀδέξια χωρὶς λόγο» (σ.29) όπως δηλώνει σε έναν άκρως έντονο προσωπικό και εξομολογητικό τόνο. Και επιδρά τόσο έντονα η ανία και η μοναξιά στην γυναίκα που την καταρρακώνει όχι μόνο εσωτερικά – ψυχολογικά αλλά και εξωτερικά – βιολογικά:
Ἕνα μούδιασμα πρωτόγνωρο καὶ σαρωτικὸ ἐμποδίζει τὰ χέρια μου νὰ κινηθοῦν. Ἡ ἀκαμψία τῶν ποδιῶν μου μὲ καθηλώνει γιὰ λίγο στὴν καρέκλα καὶ χάνω τὴν αὐτοκυριαρχία μου, ἡ ἀνάσα μου λιγοστεύει, ὅμως τὴν τελευταία στιγμὴ κάτι μακρινὸ καὶ ἄπιαστο, σὰν τὴν ἀνάμνηση τοῦ γέλιου σου, μὲ ἐπα- ναφέρει στὴν πραγματικότητα κι ἐπιτέλους τὰ χέρια μου μποροῦν νὰ κινηθοῦν ξανά. (σ. 43).
Η Ελένη θυμάται το χαμόγελο του αγαπημένου της και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις αποδιοργανωμένες πνευματικές και σωματικές δυνάμεις της. Συνεχίζει να γράφει σ’ ένα μήνυμά της: «Τὰ κοιτάζω μὲ περιέργεια σὰν νὰ εἶναι ἀσύνδετα μὲ τὸ σῶμα μου, θυμίζοντας τὰ ἄψυχα μέλη ποὺ ξεβιδώνονται ἐξίσου εὔκολα καὶ γρήγορα ὅπως βιδώνονται, στὶς πλαστικὲς κοῦκλες» (σ. 43), μια ρεαλιστική εικόνα της ατομικής διάλυσης και αποσύνθεσης που οδηγεί στο υπαρξιακό άγχος.
Η εναγώνια προσπάθεια του άντρα να κρατηθεί στη ζωή, να πιαστεί από την «συμπαντική κλωστή» παίρνει σάρκα και οστά με την επίμονη αντιπαράθεση που έχει με τον Ιβάν:
Τοῦ ἀπάντησα πώς, ἀπεναντίας, ἡ μοναδική μας ἐλπίδα στὸν ῎Αρη εἶναι αὐτὰ ποὺ θυμόμαστε. Εἶναι ὅ,τι δίνει γιὰ μᾶς νόημα στὸν ἔρη- μο πλανήτη, ποὺ ἀπὸ μόνος του δὲν εἶχε ποτὲ νόημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο οὔτε καὶ πρόκειται ποτὲ ν’ ἀποκτήσει. Τοῦ ἐξήγησα ὑπομονετικὰ ὅτι χωρὶς τὸ παρελθόν μας στὴ Γῆ θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι. ῞Οτι θὰ παύαμε τότε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ δὲ θὰ ἤμασταν τίποτα (σ. 46).
Μέσα από τα μάτια του ήρωα ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει χωρίς αμφιβολία ότι οι ρίζες μας είναι οι Άλλοι. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος με την διεισδυτική του φιλοσοφική ματιά συνδέει άρρηκτα την ανθρώπινη ύπαρξη με τη ζωή. Τα πρόσωπα, τα αντικείμενα και η φύση είναι αυτές οι ορατές και αόρατες, πραγματικές και φαντασιακές, εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις που δίνουν νόημα στην υπόσταση του ανθρώπου. Τα στοιχεία της φύσης, «το λευκοκίτρινο που σκεπάζει τον μπροστινό μας κήπο είναι ατόφιο χαμομήλι» (σ.14), «το θρόισμα των φύλλων» (σ. 39), το μυρμήγκι, η αράχνη, το πουλί, ο αέρας, ο βασιλικός (σ. 44) παρελαύνουν στις σελίδες του Άρη. Είναι το νήμα, η κλωστή που δεν πρέπει να διαρρηχθεί. Η απώλειά τους είναι ταυτόσημη της απώλειας του Εγώ, του Άλλου, του Εμείς:
Πιέζω δυνατὰ τὰ δάχτυλα καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς παλάμης μου στὰ παχιὰ ἀκανθώδη φύλλα, σὰν νὰ θέλω νὰ ἀγγίξω τὸ νερὸ ποὺ κρύβουν μέσα τους. Μὰ στὴν πραγματικότητα ἀναζητῶ ἴχνη τῆς παρουσίας σου (σ. 44),
γράφει η Ελένη Κοφτερού με το έντονα ποιητικό και λυρικό ύφος της. Τα απλά και μικρά καθημερινά πράγματα, οι ανθρώπινες καθημερινές συνήθειες αλλά και οι απλές συζητήσεις είναι εκείνα που διανθίζουν τη ζωή αλλά και πρωτίστως την προσδίδουν νόημα: «ἂν ἤσουν ἐδῶ, θὰ ἔβγαινες κρατώντας τὸ φλιτζάνι μὲ τὸ τσάι σου γιὰ νὰ μὲ μαλώσεις τρυφερά: Κι ἄλλο καφὲ πίνεις;» (σσ. 28-29) και πιο κάτω γράφει ο ερευνητής: « […] θυμᾶμαι τὸ βαθούλωμα στὸ μαξιλάρι ἔπειτα, γιατὶ σηκωνόσουν πρώτη πάντα. Ἐκεῖνο τὸ βαθούλωμα πού ’χε τὴ μυρωδιὰ τοῦ ὕπνου σου» (σ. 35).
Ο αναγνώστης γίνεται συνοδοιπόρος, συναισθάνεται τα πρόσωπα του Άρη, τη μαγεία της φύσης και της απλής καθημερινότητας μέσα από την λεπτομερή περιγραφή εικόνων που διεγείρουν και τις πέντε αισθήσεις: την όραση, την όσφρηση, την γεύση, την ακοή και την αφή. Φαίνεται οι αισθήσεις να κρατούν τον άνθρωπο στη ζωή και να τον οδηγούν στη γνώση κατά τον φιλοσοφικό στοχασμό των εμπειριστών φιλοσόφων.
Δεν είναι, όμως, μόνο η φύση και τα αντικείμενα αυτά που θα νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη του ζευγαριού αλλά και οι λέξεις. Θα γίνουν, όμως, στο τέλος φάρμακο και βάλσαμο; Η Ελένη έχοντας κατανοήσει την δύναμη των λέξεων γράφει στον αγαπημένο της: «Δεν θέλω να είσαι λυπημένος. Οι λέξεις θα μας συντρέξουν» (σ. 14). Στον Άρη ακόμα και οι λέξεις χάνουν το νόημα τους μέσα σε μια δυστοπική ατμόσφαιρα:
Οἱ λέξεις ἐδῶ, Ἑλένη, γλιστροῦν ὅπως ἡ ἄμμος μέσ’ ἀπὸ τὰ δάχτυλα, γιατὶ ὅ,τι περιγράφουν ἔχει πιὰ χαθεῖ. Τί πάει νὰ πεῖ «φύλλο»; Τί πάει νὰ πεῖ «κοχύλι»; Τί πάει νὰ πεῖ «δέντρο»; Τί πάει νὰ πεῖ «πουλί; (σ. 31).
Μέσα σ’ αυτόν τον «θάνατο» των λέξεων, στον Άρη ο ήρωας βιώνει τον αρχέγονο τρόμο ότι θα χάσει το Εγώ: «Γιατί σ’ έναν πλανήτη χωρίς ζωή φτωχαίνει τραγικά η γλώσσα» (σ. 32). Η γλώσσα συνιστά τον κόσμο μας δεν τον καταγράφει απλώς, ούτε χρησιμεύει για να του βάζει διάφορες ταμπελίτσες, όπως διατυπώνεται από τον F. de Saussure.
Ἡ κάθε ἁπλή σου λέξη θά ’ναι γιὰ μένα εἰκόνα ἑνὸς πολύτιμου χαμένου κομμα- τιοῦ τοῦ κόσμου. ῞Ολες μαζὶ θὰ εἶναι ὁ κόσμος (σ. 31).
Ο «θάνατος» της γλώσσας γίνεται συνώνυμο με τον θάνατο του Εγώ:
δὲν μπορῶ πιὰ οὔτε νὰ διαβάσω. Οἱ λέξεις εἶναι νεκρές, φτιαγμένες ἀπὸ νεκρὰ γράμματα, γιατὶ καθετὶ ἔχει πάψει νὰ ὑπάρχει ἂν δὲν μπορῶ νὰ τὸ νιώσω ἢ νὰ τὸ δῶ. (σ. 42)
Ο αναγνώστης και σ’ αυτό το σημείο του βιβλίου συναισθάνεται τον ήρωα, μουδιάζει, αισθάνεται πως ζει στο «αποκεντρωμένο σύμπαν» του Derrida. Όπως ο σχοινοβάτης – καλλιτέχνης, έτσι και η φιλοσοφική προβληματική των συγγραφέων αποτελεί μια μορφή ενδιάμεση, μια οντότητα που ζει αιωρούμενη στα όρια των δύο κόσμων: των πραγμάτων και των λέξεων – ονομάτων τους.
Προχωρώντας προς το τέλος της ιστορίας ο ερευνητής όλο και πιο έντονα έχει την παραίσθηση πως βρίσκεται στο σπίτι του και στον κήπο της Γης. Η γυναίκα πάλι δημιουργεί με την φαντασία της τον δικό της κόσμο, στον οποίο και κλείνεται μέσα: «Πριν μπω στο δωμάτιο, ήξερα πως με περίμενες» (σ. 68).
Οι δύο δημιουργοί, ο Μιχάλης Μακρόπουλος και η Ελένη Κοφτερού συναντήθηκαν δημιουργικά, συνέγραψαν λογοτεχνικά ένα βιβλίο που κινείται ανάμεσα στον Άρη και στη Γη, στο πραγματικό και το φανταστικό, στο ατομικό και το συλλογικό, ερεθίζοντας την φαντασία και τη σκέψη του αναγνώστη, για να δώσει αυτός στο τέλος τις δικές του απαντήσεις.