«Θα σου δώσω μια δεκαρίτσα, αν μου πεις τι σκέφτεσαι»
Στη φυγή, στους δρόμους, σε μια διαρκή περιπλάνηση, μέσα από μια παλίνδρομη, εσωτερική, αντιφατική πολλές φορές κίνηση, στον ρυθμό της επανάληψης των ημερών τους και της εσωτερικής τους ψυχικής κατάστασης, οι ήρωες των δεκατριών ιστοριών που συγκροτούν τη συλλογή διηγημάτων Σε θολά νερά (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2021), αναζητούν τον δικό τους χαμένο χρόνο. Σε ένα παιχνίδι πιθανοτήτων, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα, τα πρόσωπα ζουν βυθισμένα ανεπανόρθωτα μέσα τους ή −μεταφορικά μιλώντας– σε ένα θολό κρυπτικό υδάτινο περιβάλλον. Ρευστά σκηνικά τοπία, εκκρίσεις αναμνήσεων, στιγμιότυπα κόσμων, στοίβες σπασμένων εικόνων που αναδύονται απροσδόκητα από το σηραγγώδες κανάλι της μνήμης, συμφύρονται σε ένα ευρηματικό κολάζ. Η Φάντη περιφέρει τους ήρωες της πάνω σε αυτήν την μεμβράνη του ρευστού μωσαϊκού, όπου οι ψηφίδες του ονειρικού και του πραγματικού συμπλέκονται.
«Μ’ εκρήξεις γέλιου και φοβικά ξεσπάσματα, περιφέρομαι κι εγώ σαν το ψηφιδωτό που χάνει σταδιακά τις ψηφίδες του.
Άλλοτε σιωπώ, άλλοτε φλυαρώ μονάχος μου. Το κορμί μου γυρνά γύρω από έναν κύκλο που κρύβει όλους τους άλλους μέσα του. Κάτι που συνεχώς ξεγλιστρά. Αόρατο. Και σαν να χορεύει Περιδινούμαι μέσα σε αυτόν τον κύκλο. Πλατσουρίζω στις λάσπες. Σηκώνομαι, ξαναπέφτω, και γύρω μου βάτα και σάπια καλάμια και μάτια νεκρά. Νεκρά λέπια ψαριών. Δεν υπάρχει ούτε χωράφι ούτε βιός» (σελ. 126).
Από την περιφέρεια προς το κέντρο και πάλι πίσω προς την περιφέρεια με επαναληπτικά φυγόκεντρες και κεντρομόλες τάσεις, άλλοτε με επιτάχυνση και άλλοτε σε εξουθένωση, οι ήρωές της θα περιπλανηθούν επανα/βιώνοντας ο καθένας και η καθεμία τον δικό τους χρόνο.
Μα είναι τότε που ακριβώς συμβαίνει κάτι μαγικό. Στα όρια αυτής της υπαρξιακής αναζήτησης για τον καθένα από αυτούς ενεργοποιείται και επανασυστήνεται ένας ψυχικός ομοιοστατικός μηχανισμός επιβίωσης. Ενσαρκώσεις, μεταμορφώσεις του αόρατου, μια αλυσίδα από επινοημένα της φαντασίας πλάσματα εισβάλλουν ορμητικά και δένουν τους χαλαρούς υπαρξιακούς αρμούς, εκεί που οι ήρωες ξεμένουν από πραγματικότητα:
«Ένα χταπόδι με κεφάλι μέδουσας απλώνει τα πλοκάμια του στην πλημμυρισμένη αυλή. Η σάρκα ενός δελφινιού χτυπιέται πάνω στον φράχτη και η καρδιά ενός κριαριού ταξιδεύει σαν μάγισσα πάνω από τα σπασμένα δοκάρια της στέγης […]» (σελ. 121).
Αλλά και ο χώρος, ο εκάστοτε τόπος της σκηνικής δράσης εισχωρεί στο σώμα περισσότερο απ’ ότι αυτό σε αυτόν, πολλαπλασιάζοντας πολλές φορές τη δυσφορία των προσώπων.
Ο χώρος μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι. Σφραγίζει μιαν ανάμνηση (τη δική σου), που έρχεται από πολύ παλιά και, πάλι θα επανέλθει… Όλα ξέπνοα, αδιάφορα, παραλυμένα, παραλογισμένα. Τα δοκάρια αλλού κρεμάνε, αλλού σηκώνονται. Ατσαλα στα τελειώματα και με κοιλιές στις φόδρες τους, σαν ρούχα κακοραμμένα. («Καλλίστη», σελ. 110).
Χώρος και ανθρώπινο σώμα βρίσκονται σε διαρκή ώσμωση, απότοκο της οποίας είναι μία εμφανής «διαμερισματοποίηση» του σώματος σε συμβολικό επίπεδο. Τα πρόσωπα στοιχειώνονται από την περιπλάνηση για να καταλήξουν με τη σειρά τους σώματα σε φθορά, σε ερείπωση, σώματα ξεχασμένα ή εκμηδενισμένα. Η προσφυγή στη φύση, η θέα της ήρεμης κίνησης του νερού της θάλασσας δύνανται να προσφέρουν στιγμιαία ανακούφιση και παρηγορία, αλλά δεν μπορούν να σιγάσουν τον εσωτερικό «θόρυβο» της ύπαρξης.
«Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται. Χορεύουν με όλη την καταστροφική τους ένταση, όλη τη γλυκερή τους λύπη. Άλλες μοιάζουν με φίδια. Άλλες με ταπεινά πτηνά και πεταλούδες της νύχτας. Πριν φέξει μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες. Οι διαπεραστικές τσιρίδες τους του φέρνουν στο νου μωρά του διαβόλου. Όταν σιωπούν, μοιάζουν νεκροί ακροβάτες. Όπως κι αν έχει, για καλό ή για κακό, μένει ασάλευτος. (σελ. 131).
Συχνά το σώμα των ηρώων είναι σώμα που πάσχει. Εξόριστο ή όχι από το παρόν, το κάθε πρόσωπο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βιώνει τις απώλειες, τον εγκλωβισμό του, την αδυνατότητα να δραπετεύσει από την προσωπική του φυλακή, μέσα από ένα απολύτως υπόδουλο στα συμβάντα σώμα. Σώματα πάσχοντα, σώματα σε ασθένωση ή σώματα που υποφέρουν από κάποιου τύπου εξω/λογική παραμόρφωση, είναι εκείνα των κεντρικών προσώπων στα διηγήματα με τίτλο «Αυτό που δεν έγινε», «Στη χώρα του No man», ή όπως στο διήγημα «Α.Σ.Α/Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη».
«Προχώρα», λέω από μέσα μου, «δεν είναι ώρα τώρα να τα βροντήξεις», αλλά από άλογο κούρσας έχω ήδη μεταμορφωθεί σε χελώνα, «προχώρα», λέω, αλλά την ίδια στιγμή μετανιώνω και σκέφτομαι πως, όταν το πράγμα δεν πάει άλλο, καλύτερα να εγκαταλείπεις («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 65).
Η σχέση με τη μητέρα, περνά στην αφήγηση σαν σχέση βασανιστική, σχέση επίμονης αναζήτησης, σχέση εξάρτησης καθήκοντος που δεν επιτελέστηκε, παρά έμεινε μετέωρο στον χρόνο, σχέση χάσκουσα όπου η λύτρωση και η ισορροπία δεν έρχονται ποτέ. Ο χρόνος μαζί της, μένει χρόνος παγωμένος, απροσπέλαστος. Στο διήγημα με τον τίτλο «Σε θολά νερά», ο ήρωας επιστρέφει στη γενέτειρά του και με μοναδικό του όχημα τον λόγο, αναζητά τη νεκρή μητέρα υφαίνοντας ξανά με λέξεις τον ομφάλιο λώρο, γυρεύοντας εν αγωνία στο σπίτι των παιδικών του χρόνων το κλειστό περιβάλλον μιας μήτρας, μια σπηλιά, ένα καταφύγιο, για να ηρεμήσει και να σωθεί. Κι αλλού, στο διήγημα «Ελβιέλες», η ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα των παιδικών χρόνων, συνοδεύεται από την αγωνιώδη ερώτηση-κραυγή που επαναλαμβάνεται: «Μαμά μ’ ακούς;».
Πρόκειται για ανάγκη επαναβίωσης της σχέσης μάνας-γιού, που αυτή τη φορά προσδοκά να έχει ένα άλλο τέλος, μια άλλη κατάληξη. Ανάγκη που διατρέχει το συγκεκριμένο αφήγημα, ώστε το αρχικό τραύμα της σχέσης να επαναβιωθεί με άλλο τρόπο, να μιληθεί, να ειπωθεί, μέχρις ότου η αρχική πληγή να επουλωθεί.
«[…] όχι, δεν ξέρω αν μπορείς πλέον να συνειδητοποιήσεις το γεγονός ότι κάποτε φάνηκες τόσο αναξιόπιστη απέναντί μου, για χρόνια υποδυόμενη τους ίδιους αντικρουόμενους ρόλους –ενώ εγώ, ο γιός σου, και τελευταίος σου αντικατοπτρισμός, συνεχίζω να σε διεκδικώ ως αποθήκη και καταφύγιο για τα άλλοθι του πιο τσαλαπατημένου σου εαυτού, απομεινάρι σανίδας που πάνω της πολλές φορές προσπάθησες να γαντζωθείς από τότε που ήσουν νέα, από τότε μέχρι και σήμερα, που κατά γενική ομολογία και με βάση τους αριθμούς θα πρέπει να έχεις αγγίξει το μη περαιτέρω» («Ελβιέλες», σελ. 216).
Αινιγματικότητα, ρευστότητα, παράλογο. Η τεχνική της γραφής της Φάντη εστιάζει φέρνοντας τα πρόσωπα κοντά όχι στο βλέμμα μας, αλλά στη νόησή μας, στη συνείδησή μας. Κάθε τους σάστισμα, κάθε πράξη του συνειδητού ή ξάφνιασμα του ασυνείδητου, προβάλλεται στη γλώσσα. Ακόμη και τότε που οι ήρωες κλονίζονται και όλα μοιάζουν χαμένα η σχεδόν αδιάφορη επανάληψη του λόγου, η ομιλία, σπεύδει να στερεώσει την ύπαρξη, γεφυρώνοντας το χάσμα. Λέξεις που παρασύρει η ροή και άλλες που επιπλέουν νηφάλια ή βυθίζονται εν αγωνία, συνοδεύουν ένα δραματικό παραμιλητό σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Τα πρόσωπα των ιστοριών, κόντρα στην απελπισία τους, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους επιδιδόμενα σε έναν υποτυπώδη διάλογο.
«Τι γρήγορα που πέφτει η μέρα»
«Άλλη μια μέρα»
«Ελπίζω να μην σε ταλαιπωρώ»
«Μπα, μια χαρά. Αρκεί να μου έλεγες για πού τραβάμε» («Αυτό που δεν έγινε», σελ. 86, 87)
Διαρκής κίνηση, εσωτερική ή εξωτερική, διατρέχει την αφήγηση χωρίς ανάπαυση. Τυρβώδης ροή με δίνες σε θολά νερά, λιβιδινική ενέργεια, άνθρωποι από νερό και λάσπη, ζυμωμένοι όπως όλοι μας από φόβο, ενοχές, ματαιώσεις, εμμονές, συνθέτουν σπαρασσόμενα ψυχικά τοπία, που συνομιλούν μεταξύ τους διαρκώς, ακατάπαυστα, ακόμη κι όταν φαινομενικά παύει κάθε κίνηση.
Κίνηση που περιγράφεται έξοχα από τη φωνή του Ακατανόμαστου:
«Τα πράγματα που μου συμβαίνουν… περιπλανώνται ολόγυρά μου σαν σώματα που πάσχουν απ’ τη λαχτάρα τους ν’ ακουμπήσουν, απ’ τη λαχτάρα τους ν’ αναπαυτούν» (Σ. Μπέκετ, Ακατανόμαστος).
Ωστόσο, οι χαρακτήρες των Θολών νερών θα μείνουν όρθιοι ακόμη κι αν ο χώρος γύρω τους καταρρέει, ακόμη κι αν «μυρίζει φρεσκοκομμένο πριονίδι». Η ύπαρξη, ακόμη και σπασμωδική, σκόρπια, ασθμαίνουσα, θα διασωθεί γιατί θα συνεχίσει με όποιο τρόπο μπορεί, να γεννά απ’ την αρχή τον εαυτό της.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Martin Parr. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]