Χρύσα Φάντη, Οδός Ευτυχίδου, Σμίλη, Αθήνα 2023.
«Είπα στην ψυχή μου ησύχασε και περίμενε χωρίς ελπίδα»
T.S.Eliot, Τέσσερα κουαρτέτα
Όταν πήρα για πρώτη φορά στα χέρια μου το μυθιστόρημα Οδος Ευτυχίδου της Χρύσας Φάντη, μού ήρθε ακαριαία στο μυαλό αυτή η στιχομυθία από την εναρκτήρια σκηνή του έργου Μήδεια του Ζαν Ανούιγ:
«Μήδεια: Την ακούς;
Παραμάνα: Ποιά;
Μήδεια: Την ευτυχία. Αλητεύει.»
Στη συνέχεια η ανάγνωση του έργου επιβεβαίωσε την αρχική μου αίσθηση.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Φάντη πασχίζουν να συναντήσουν την ευτυχία, μα αυτή πάντα τους διαφεύγει, κρυμμένη πίσω από τα σκαλοπάτια μιας αδυσώπητης κλίμακας –κλίμακας ζωής σαν αυτή που απεικονίζεται στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Μια κύρια εσωτερική σκάλα που συνδέει τους εσωτερικούς χώρους του κτιρίου, οδηγεί στο διαμέρισμα της οικογένειας του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, στην οδό Ευτυχίδου, στο Παγκράτι, τη δεκαετία του εξήντα, εκεί, στο διαμέρισμα που ο Πέτρος, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος γεννήθηκε και έζησε με τους οικείους του μέχρι την ενηλικίωση του. Μια σκάλα πού μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τις βαθμίδες της, τον λόγο του Ηράκλειτου πως μία είναι η οδός, «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».
Αλλά αν το καλοσκεφτείς, όλα τα σπίτια ένα πέρασμα είναι.
Αν δεν έχεις τα κότσια να τα αφήσεις πίσω σου χωρίς ενοχή, μπορεί μια μέρα να σε βρουν κρεμασμένο από το ταβάνι ή από κανένα κλαδί στον κήπο τους. Αν δεν σπάσεις λουκέτα, δεν βαρέσεις τις πόρτες τους, δεν πηδήξεις από κανένα παράθυρο, με άλλα λόγια, αν δεν τα εγκαταλείψεις έγκαιρα, τον καιρό που είσαι νέος, σε ρουφάνε στο πι και φι όπως οι σύγχρονες σκούπες (σελ. 21).
Πού οδηγεί αυτό το αίσθημα ιλίγγου που αποκομίζει κανείς κοιτώντας από την κορυφή της σκάλας προς τα κάτω; Βρίσκει ο ήρωας τη λύτρωση σε αυτήν την αέναη κίνηση ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας διαρκώς τις βαθμίδες της δικής του εσωτερικής κλίμακας ή μάταια στέκεται μετέωρος προσπαθώντας να ανασυστήσει τους αρμούς της; Το ερώτημα αιωρείται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου και μένει ανοιχτό κοιτάζοντας αδιάφορα το μέλλον, πιθανώς για πάντα αναπάντητο.
Δεν το βάζω στα πόδια, εξορίζομαι. Έχω αλλάξει τόσες κρυψώνες στη διάρκεια της άτακτης φυγής μου, που μπερδεύω πια τις σπηλιές με τα ερείπια.
(Samuel Beckett, Ηρεμιστικό, 1946)
Ο Σταμάτης Χρήστου, πατέρας του Πέτρου, αριστερός στο φρόνημα, εξορίζεται το 1947 στην Ικαρία. Η αγαπημένη του και μητέρα του Πέτρου, Αγγελική, δέχεται εκατοντάδες επιστολές από εκείνον, καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του, από τον Δεκέμβρη του ʼ46 αρχικά στην Ασφάλεια Αθηνών, μετέπειτα από τα χρόνια της εξορίας του στην Ικαρία, στη συνέχεια από το Βίτσι και την κατάταξή του στον Εθνικό Στρατό, μέχρι και την οριστική του απόλυση τον Μάρτη του 1950. Ίσως το καψόνι της εικονικής εκτέλεσης με αντάλλαγμα μια δήλωση αποκήρυξης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της δράσης του, να διέσωσε τη ζωή του Σταμάτη και να τον έφερε στρατευμένο τελικά στις τάξεις του εθνικού στρατού, να μάχεται κατά των πρώην συντρόφων του.
Είναι η εποχή που οι βεβαιότητες συντρίβονται. Όλοι, αργά ή γρήγορα θα πάρουν το μάθημά τους και ο Πέτρος λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του, εικοσιπέντε χρόνια μετά την αποδημία του πατέρα βυθίζεται σε ένα χαρτόκουτο πασχίζοντας να ενώσει ψήγματα ζωής. Αποθησαυρίζει επιστολές του πατέρα του, συλλέγει εικόνες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, ταξινομεί το υλικό, σκύβει σε αυτό με προσοχή και επιμέλεια. Στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει την κατακερματισμένη ιστορία της οικογένειάς του, αλλά και τη δική του, μέσα από μνήμες-σπαράγματα, αφηγήσεις τρίτων, σημειώσεις, κείμενα, επιστολές και φωτογραφίες εποχής, θα αποπειραθεί να δώσει μορφή στο χάος. Τα ταραγμένα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από την εθνική αντίσταση μέχρι τον εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά, το Παγκράτι εκείνων των δεκαετιών, με τις ιστορικές παρέες του και τα στέκια τους, οι κινηματογράφοι του, τα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία της εποχής, η σταδιακή –μεταπολεμικά– αλλαγή του πολεοδομικού ιστού, μια σμίκρυνση της πραγματικής ζωής, υπό κλίμακα πάλι, περνά στην αφήγησή του και διατρέχει τα σοκάκια και τους παράδρομους της «Οδού Ευτυχίδου».
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είν’ ανάμνηση.
(Louise Gluck, Meadowlands, 1996)
Στην Οδό Ευτυχίδου διαβάζουμε την αλληλογραφία του εξόριστου Σταμάτη προς την Αγγελική, που καταλαμβάνει αναλογικά περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης του μυθιστορήματος. Ωστόσο έχει προηγηθεί η γνωριμία μας με τα πρόσωπα που απαρτίζουν το οικογενειακό δέντρο του κεντρικού ήρωα του βιβλίου. Ως κτερίσματα, σαν ταφικά αναθηματικά δώρα, ανασύρονται από το βαθύ κοίτασμα της μνήμης του Πέτρου στοιχεία του χαρακτήρα και στιγμιότυπα ζωής των προσώπων της οικογένειάς του. Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η ενοχική φιγούρα της θείας Μέλπως, ο γενναιόδωρος μακρονησιώτης εξόριστος αδελφός τού πατέρα Σταύρος, η γιαγιά Κατίνα, ο παππούς Θάνος, η γιαγιά Μαρία, η εξαδέλφη και πρώτος εφηβικός έρωτας του Πέτρου, Εύη, και οι πέριξ αυτών. Όλοι κλαδιά ενός δέντρου με ρίζες που φτάνουν μέχρι τη Σμύρνη.
Από την άλλη σκιαγραφείται, με ψυχογραφική δεινότητα, η τραυματική σχέση συνεξάρτησης του Πέτρου με τη μητέρα του Αγγελική, η εσωτερική μετάβαση από την αρχική εξιδανίκευση της μητρικής φιγούρας μέχρι την πλήρη αποκαθήλωσή της, το πένθος του τέλους της σχέσης τους και φυσικά η σχέση του Πέτρου με τον πατέρα του, Σταμάτη. Σχέση που στοιχειώνει τον αφηγητή με το ειδικό της βάρος. Σχέση δύσκολη, αμφίρροπη, βασανιστική, βυθισμένη σε θυμό και ενοχή που την διατρέχει μια υπόκωφη απελπισία.
Δεν υπάρχει τίποτα, ποτέ δεν υπήρξε. Όταν κάποιος μιλά, μιλά με τον εαυτό του και για τον εαυτό του. Όσα λέει, άπαξ και βγουν από το στόμα του, γίνονται ένα με τον αέρα. Μπροστά είναι αυτός και πίσω του πάλι αυτός, αυτός που κοιτά το εγώ του με ύφος συγκαταβατικό, αυτός που είναι οι επιθυμίες του, αλλά στο βάθος το ξέρει: καμιά επιθυμία δεν του ανήκει. Υπάρχει κάποιο σημάδι που να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι; Για ένα είσαι σίγουρος: μπροστά στο θάνατο θα εισπράξετε όλοι την ίδια διάψευση (σελ. 394).
Ξέρω πως το κλειδί που προσπαθώ να στρίψω βρίσκεται μέσα μου.
(Lawrence Durrel, Αλεξανδρινό κουαρτέτο)
Η αφήγηση που επιλέγει η συγγραφέας είναι η δευτεροπρόσωπη. Αφήγηση που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός της Πέτρος Χρήστου, εν είδει εσωτερικού μονολόγου. Είναι στην ουσία μια απεύθυνση στο εγώ, αλλά σε ένα εγώ ήδη τοποθετημένο σε απόσταση, στη θέση του εσύ. Μια απόσταση που λειτουργεί απελευθερωτικά και δημιουργικά σε σχέση με τη ροή της αφήγησης. Αλλά κι ένα εσύ μάρτυρας, για να βεβαιώσει την ύπαρξη του αφηγητή, να τον στερεώσει. Το εσύ σαν στήριγμα, δεκανίκι, αβελτηρία. Πρέπει να μιληθεί αυτό που υπάρχει, διότι αλλιώς μπορεί και να μην υπάρχει. Μια κίνηση, μια διαδρομή που ακολουθεί το αρχικό ερέθισμα, διαδρομή ενός αντανακλαστικού τόξου, κατά τον τρόπο που κάθε αισθητικό ερέθισμα συλλαμβάνεται και οδηγείται από τις αισθήσεις. Ο μύθος, η αφηγηματική τεχνική, η αρχιτεκτονική τής σύνθεσης, ο χειρισμός τού υλικού από την συγγραφέα, ο ελεύθερος συνειρμός, οι λέξεις και η οικονομία τους, η σύνταξη και ο ρυθμός τους, το πλήθος των παραπομπών, οι κειμενικές αναφορές και ιστορικές πληροφορίες από το αρχείο του αφηγητή (Εμφύλιος, Δεκεμβριανά, περίοδος 1943-1949 κ.ά.) δημιουργούν ένα πολυμορφικό, πολύτροπο και πολύσημο υπερκείμενο. Η Φάντη εμπλουτίζει σημειολογικά το έργο της, αφενός παρουσιάζοντας τον αφηγητή σαν παρατηρητή του εαυτού του, αλλά και υφαίνει ταυτόχρονα από την άλλη ένα εξόχως διαδραστικό υλικό αλληλεπιδρώντας δυναμικά με τον αναγνώστη. Το πατσγουόρκ έρχεται στο τέλος να διαμορφώσει μια οριακή ισορροπία, ένα πολυπλόκαμο δίκτυο κυτταρικής ζωής σαν το ρευστό μωσαϊκό μιας κυτταρικής μεμβράνης. Η αφήγηση δεν έχει γραμμικότητα, μοιάζει με μια μη γραμμική εξίσωση. Πλήθος μονοπάτια εξασφαλίζουν στον αναγνώστη, μέσω της ασυνέχειας, μια ελευθερία να κινηθεί όπως επιθυμεί, επιλέγοντας τη δική του αναγνωστική διαδρομή. Η συνείδηση κατά την Φάντη συλλαμβάνει την ύπαρξή της μέσα στην αβεβαιότητα, ορίζεται από αυτήν, πέφτει σε ένα ποτάμι με φερτά υλικά χρόνου και ξεβράζεται, μαζί κι αυτή, στην απέραντη θάλασσα της μνήμης, ταλαιπωρημένη αλλά ακόμη ζωντανή.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Edith Tudor-Hart. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]