ceb3ceb9ceb1 cf84ceb1 ceb8ceb1cf8dcebcceb1cf84ceb1 cf84cebfcf85 cebacf8ccf83cebccebfcf85 cf84cebfcf85 cebcceb9cf87ceaccebbceb7

«Θαύμα Θαυμάτων»

Μιχάλης Μοδινός, Τα Θαύματα του Κόσμου, σελ. 224, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2023

Θα το πούμε επιγραμματικά εξ αρχής: Είναι «Θαύμα Θαυμάτων» η πρώτη αυτή συλλογή  διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού, που έρχεται μετά από εννέα μυθιστορήματα. Το βιβλίο  καλύπτει μια ευρύτατη ποικιλία θεμάτων, συνιστώντας  μια εύστοχη   σύνοψη  -τρόπον τινά αποδελτίωση-  των αρετών του συγγραφέα, των θεμάτων του, των προβληματισμών του. Αναδεικνύουν το  οικουμενικό μωσαϊκό των εμπειριών του, την εύστοχη ειρωνεία του για κατεστημένους μύθους της εποχής μας και, last but not least, τη βαθύτερη, τολμώ να πω, ρομαντική μελαγχολία ενός πολύπλαγκτου και πολύπειρου Οδυσσέα της εποχής μας, ενός ανθρώπου που νοσταλγεί διαρκώς το “αλλού”, με όλες τις σημασίες της λέξης. Φυσικά, αναγνώρισα σε πολλά από τα διηγήματα υλικό, μοτίβα, πρόσωπα, καταστάσεις από προηγούμενα βιβλία του. Ωστόσο όλα αυτά είναι  αναμορφωμένα και αφηγηματικά αυτεξούσια, όπως λέει και η καταληκτική σημείωση του βιβλίου. Απόλαυσα πραγματικά την ανάγνωση.

thaumataΘα δώσουμε παρακάτω  συνοπτικά ένα περίγραμμα των αφηγημάτων, που καταδεικνύει αν μη τι άλλο την ευρύτητα της θεματικής και το πολυποίκιλο του βίου.

Στην  «Κάθαρση», ένας πενηντάρης, φυγάς από την οικογένεια και την καριέρα του στις Βρυξέλλες ανακαλύπτει το θαύμα ενός νέου έρωτα στον τόπο καταφυγής του στην Κρήτη, για να διαπιστώσει ότι η παραβίαση των ορίων  της φύσης [μας] αποτελεί ύβριν. Η κάθαρση θα έρθει σε ένα κέντρο αποκατάστασης τραυματισμένων ζώων όπου θα ενταχθεί ως εθελοντής και όπου θα αναδιπλωθεί ως προς την γυναίκα και τα παιδιά του.

Στο «Η Κορομηλιά στην Πεζούλα», ο θάνατος ενός ηλικιωμένου σε ένα ελληνικό νησί οδηγεί μια νεαρή σερβιτόρα να αναλογισθεί την αξία της προσφοράς των απλών πραγμάτων  και τους κύκλους της ζωής, προσφέροντας την σπονδή της στον ουρανό απ’ όπου ο παππούς την παρακολουθεί.

Στα «Θαύματα του Κόσμου» που δίνουν τον τίτλο τους στο βιβλίο, ο παραγκωνισμός μιας εξάχρονης από τα παιγνίδια των ντόπιων παιδιών σε ένα τόπο διακοπών οδηγεί τον διάσημο συγγραφέα Ντον Ντελίλλο να ξεκινήσει μια μεγάλη παρηγορητική περιγραφή για τα όσα θαυμαστά θα ανακαλύψουν όλοι μαζί στην νυχτερινή τους έξοδο. Αργότερα την ίδια νύχτα  θα αποκαλυφθούν και στους μεγάλους της παρέας  τα θαύματα του Αιγαίου, της Ιστορίας και της γραφής.

Στο «Τζιχάντ στη Ράμπα» ο διαζευγμένος ήρωας, έτοιμος για ένα νέο  ξεκίνημα,  θα ζήσει την δική  του απομυθοποίηση των πραγμάτων όταν στη διάρκεια ενός δείπνου η πλούσια  και γοητευτική συνοδός του,  ξεδιπλώνει τον κακοφορμισμένο αντιδυτικισμό της, με αφορμή τα θύματα της 11/9. Θα την αφήσει στα κρύα του λουτρού αναθεματίζοντας τον Μπιν Λάντεν και την διαρκή ελληνική τζιχάντ.

Στο «Παιγνίδι της Ανάπτυξης» αντίθετα, ο επικεφαλής μιας διεθνούς αποστολής στις λεγόμενες Βορειοδυτικές Επαρχίες του Πακιστάν, κουρασμένος από ταξίδια, έρωτες, αεροδρόμια  και πολυτελή ξενοδοχεία απομυθοποιεί τον σύγχρονο τρόπο ζωής αλλά και την αναπτυξιακή διαδικασία ως τέτοια. Αναδιφώντας  την ρημαγμένη οικογενειακή του ζωή του θα καταφύγει στην σωτηρία, πρόσκαιρη έστω, της πολυεθνικής ομάδας των συνεργατών του, που ο καθένας τους βιώνει την δική του κρίση.

Την προσωπική πτώση και την απομυθοποίηση των υλικών κεκτημένων αφηγούνται αναδρομικά οι πρωταγωνιστές  των ιστοριών  «Δευκαλίων» και  «Μοντέλα και Προφητείες», δίνοντας τις πραγματιστικές ή μυθολογικές εκδοχές τους στην ελληνική κρίση. Ωστόσο μικρά θαύματα παραμονεύουν εκεί όπου  δεν τα περιμένεις.

Αντίστοιχα, στο «Εκτός Έδρας ή Αδιάφορη Ισορροπία», ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Χαλκιδική όπου συνοδεύεται από τον εραστή της, οδηγεί την πρωταγωνίστρια σε απότομη αντιρομαντική γείωση όταν η επιστροφή στην Αθήνα αρχίζει να σκιάζει την συναρπαστική απόδραση. Ακόμα χειρότερα, εκείνος θα κάνει την πραγματιστική στροφή του όταν διαπιστώνει απ’ τη μεριά του  το ανέφικτο του πραγματικού έρωτα,  το πόσο λίγο διαρκούν τα θαύματα αλλά και το πόσο εξαρτώνται από τους τόπους και τους ρόλους.

Στο «Ο Χέμινγουεϊ στην Αβάνα», λεπτομέρειες από την εκεί ζωή του συγγραφέα και την μετέπειτα αυτοκτονία του πίσω στη φάρμα του στο Άινταχο, ταξιδεύουν σε μια ελληνικά παραλία μέσω της αφήγησης μιας Αμερικανίδας στον Έλληνα φίλο της που αποπειράται έμμεσα να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί αυτοκτονούν οι συγγραφείς», και μάλιστα οι πλούσιοι, διάσημοι και μυθοποιημένοι. Τα είχε ακούσει όλα τούτα από έναν εξόριστο δωδεκάχρονο Κουβανό συμμαθητή της  που η ζωή τον είχε κάνει να ωριμάσει πριν την ώρα του….

Στο «Βίος και πολιτείες του Μιχαήλ Γερμενού» οι πάντες αναζητούν μια μυθική συγγραφική φιγούρα που στα …εκατό του γερνάει στο Μεξικό έχοντας στραφεί σε ένα είδος ναζιστικής/ νιου έητζ κατεύθυνσης λογοτεχνία, ενώ είχε  ξεκινήσει ως αριστερός στην διάρκεια του Πολέμου.  Μόνο ο επίσης υπέργηρος αφηγητής γνωρίζει τα καθέκαστα καθώς δέχεται τακτικές ενημερώσεις από τον Γερμενό.  Και καθώς τίποτα στα ανθρώπινα δεν μοιάζει να βγάζει νόημα, αναρωτιέται για τις ασυνέπειες του βίου και την σχετικότητα της αλήθειας.

Στο «Ουρώντας σ’ έναν τάφο», ένας συγγραφέας, καθ’ οδόν προς το σπίτι παλιού του φίλου και συμφοιτητή στη Λίμνη της Γενεύης αναλογίζεται το πόσοι μεγάλοι συγγραφείς –από τον Ναμπόκοφ ως τον Σιμενόν- επέλεξαν να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια και να ταφούν στην Ελβετία. Αφορμή το αυτοδιαφημιστικό εξώφυλλο στο βιβλίο ενός σοβιετόφιλου Χιλιανού, να ουρεί στον τάφο του Μπόρχες στη Γενεύη, διότι ο μεγάλος Αργεντίνος  είχε εκφρασθεί υπέρ του δικτάτορα Πινοτσέτ. Ο αφηγητής  οραματίζεται πως με συντροφιά τον νεκρό  επισκέπτεται μια μεσαιωνική μοναστηριακή βιβλιοθήκη  χαμένη   στις ελβετικές Άλπεις.

Το «Αργυρώ, αλλιώς Γκαλίνα» είναι η καταβύθιση ενός ενενηντάχρονου στις παιδικές  μνήμες της Κατοχής και της απελευθέρωσης. Όπου η πρόσφυγας από τη Σμύρνη που τον μεγάλωσε, η Αργυρώ, αντικαθίσταται από το ουκρανικό παρόν και την Γκαλίνα από το Χάρκοβο που τον φροντίζει φέρνοντάς του ένα πιάτο σμυρναίικο τραχανά ενώ οι μνήμες της Κατοχής ενεργοποιούνται από τον πόλεμο του Πούτιν.

Στο «Ο Μεγάλος Αμπάι -revisited» έχουμε την διάλεξη ενός  εμπειρογνώμονα του FΑΟ σε ένα γεωγραφικό συνέδριο στη Μήλο. Σε έναν περιηγητικού τύπου αναστοχασμό προσεγγίζει το αφρικανικό παρόν σε χώρες όπως η Αιθιοπία και το Σουδάν, μέσω μιας ανθρωπογεωγραφικής σύγκρισης με τον Μεγάλο Αμπάι του Μοδινού. Η αξία της μαρτυρίας του αφηγητή στο εν λόγω βιβλίο -ηλικίας δυόμιση  πλέον αιώνων-  επιβεβαιώνεται από τον ομιλητή με δέος για έναν κόσμο όπου έμεναν πολλά ακόμη προς ανακάλυψη.

Έχουμε επιπλέον μπροστά μας  δύο ιστορίες με νεαρούς πρωταγωνιστές. Στο «Αρχέτυπα του Νου» ο εικοσάχρονος  ήρωας διεισδύει στα μυστικά της δυτικής ακτής της Αφρικής, καθώς ενηλικιώνεται ερωτικά και βιωματικά. Αναστοχάζεται την αποικιοκρατία, την υπέρβαση των συνόρων και την  τοπική εθνική επέτειο ενώ συναντά τη μέλλουσα Αγγλίδα σύζυγό του  διερωτώμενος για την σχέση  Ευρώπης και Αφρικής, αλλά και για την κατάλυση των αρχετύπων του νου από την αμείλικτη πραγματικότητα. Αντίστοιχα, στο «Να ΄μαι ερωτευμένος, ρε Ντάνκαν;» ο μερικά αποξενωμένος από τους συμφοιτητές του Έλληνας φοιτητής στην Σκωτία, καταλύει τα οχυρά των πολιτισμικών αποκλίσεων και εξομολογείται στον ντόπιο κολλητό του πως αρχίζει να πιστεύει ότι ερωτεύτηκε την προηγούμενη νύχτα.

Τέλος, στο καταληκτήριο αφήγημα «Η Κοκκινοσκουφίτσα στον Βασιλικό Κήπο….», πιθανότατα το κορυφαίο της συλλογής, το παραδοσιακό παραμύθι αποδομείται και τροποποιείται έτσι ώστε να ριζώσει στο έδαφος της σύγχρονης   Αθήνας. Η  επτάχρονη ηρωίδα   ανακαλύπτει την γοητεία της έννοιας του Κακού όταν συναπαντιέται με ένα ταλαιπωρημένο, αιχμάλωτο λύκο. Προεκτείνει αργότερα την έλξη που αισθάνεται για το ζώο  στον σκοτεινό  ερωτισμό αλλά και στους μηχανισμούς παραγωγής ιστοριών. Η ικανότητα να εκπλήσσεσαι  νοστιμίζει την ανθρώπινη ζωή. Το ανακάλυψε πρώτος  ο Θεός – γι’ αυτό καταπολέμησε την ανία ξαμολώντας  στο δάσος Λύκους και Κοκκινοσκουφίτσες. Βέβαια  τελικώς είναι το θηλυκό (ίσως κι ως ώριμο ειρηνικό) στοιχείο που καταβροχθίζει τον «κακό λύκο».

Οι αφορμές της κάθε αφήγησης είναι μεν απόμακρες [γεωγραφικά και ιστορικά], ωστόσο σε όλες αναδεικνύεται με επιγραμματική ευστοχία, τρυφερότητα, ενσυναίσθηση, και χιούμορ, η καθημερινότητα, όπως αυτή τέμνεται με τα μεγάλα γεωπολιτικά, οικολογικά και πολιτισμικά ζητήματα. Ο Μοδινός μάς ταξιδεύει, κατά το συνήθειό του, σε ποικίλους τύπους  προκειμένου να διερευνήσει την αξία των μικρών πραγμάτων, την αναγωγή τους στα μεγάλα, και την ικανότητα να εκπλήσσεσαι μπρος στα θαύματα του κόσμου. Υπερβαίνει  για άλλη μια φορά τις γραμμές των συνόρων – γεωγραφικών, νοητικών, λογοτεχνικών  ή άλλων- ξανοίγοντας τους ορίζοντες της ελληνικής λογοτεχνίας προς ένα νέο κοσμοπολιτισμό μέσω του διαλόγου κοινωνίας- φύσης, όπως έχει κατ’ επανάληψη γράψει ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος.

Φυσικά υπάρχει πάντα και η άλλη όψη του νομίσματος, όπου τα αρχέτυπα του νου αποσαθρώνονται και οι εκπλήξεις γίνονται οδυνηρές. Ωστόσο οι ήρωες παρατηρούν, προσροφούν, ερωτεύονται και διερωτώνται, καθώς μας κάνουν συμμέτοχους των πληθωρικών συνειρμών τους.

Θα πρόσθετα,  ότι εντέλει η πηγή των θαυμάτων φαίνεται να είναι, με βάση το βιβλίο,  το υπέρλογο του κόσμου τούτου – όπως αυτό εκχέεται στα παράδοξα της ζωής. Κι αν το προχωρούσα κι άλλο, θα έλεγα ότι ο τόνος της τρυφερότητας, που, άλλωστε, χαρακτηρίζει τη γραφή του, παρά την οξύτητα και τον σαρκασμό της, με τον οποίο κοιτά και μιλά για τον κόσμο, είναι που μετασχηματίζει τα παράδοξα αυτά σε «θαύματα».… Κι έτσι μοιάζει φυσικό ο έρωτας, από την ιδιοσυστασία του, να γίνεται, όπως λέει και η Λ. Πανταλέων στην Καθημερινή [«Φύση Αμύθητη», 11.6.’23], η κινούσα δύναμη ή ο τόπος σύνθεσης αυτού του μετασχηματισμού…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *