Από πού έρχεται η νύχτα;
Διηγήματα
Κώστας Δρουγαλάς
εκδόσεις Παρατηρητής
της Θράκης
Μια νύχτα με πολλά πρόσωπα
Ένας από τους ήρωες του Κωνσταντίνου Δρουγαλά, στο διήγημα «Λευτεριά στη γλουτένη (Free gluten)», καταλήγει με θλίψη στο συμπέρασμα πως τα πράγματα που βρίσκονται σε ομοιομορφία και σε τάξη δεν ξεχωρίζουν, αλλά ίσα ίσα ακριβώς λόγω αυτής της ομοιομορφίας καταλήγουν μονότονα σε μια ανούσια ισοπέδωση. Σκέφτομαι αν αυτή η διαπίστωση κρύβεται πίσω από τη θεματική της συγκεκριμένης συλλογής, οπότε αφορά και τα υπόλοιπα διηγήματα. Στο οπισθόφυλλο, άλλωστε, επισημαίνεται η αξία του αιφνίδιου (και αναπόφευκτου ωστόσο) γεγονότος που διασπά τη συνέχεια των ομοειδών, και όπως μας βρίσκει απροετοίμαστους ανοίγει το τοπίο της νύχτας. Μια νύχτα που δεν ξέρεις από πού έρχεται και, το κυριότερο, είναι αμφίβολο πόσο αποτελεσματικά μπορείς να αντιμετωπίσεις τη σκοτεινή της υπόσταση. Το ενδιαφέρον στην πρόσφατη πεζογραφική δουλειά του Δρουγαλά βρίσκεται σ’ αυτό τον κοινό τόπο που τα διηγήματα συναντώνται, κάποια με πιο άμεσο και εμφανές το σημείο συνάντησης, κάποια με περισσότερο έμμεσο και συγκαλυμμένο.
Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «σκοτεινό» και ανέλπιδο, καθώς εστιάζει στα καθοριστικά σημεία καμπής της ευθύγραμμης ζωής, χωρίς ορατό και εύκολα προσβάσιμο τον ορίζοντα διαφυγής. Κι όμως, συχνά αρκεί η συμφιλίωση με τα νέα δεδομένα, ακόμη και μια αμυδρή ελπίδα ότι κάθε στροφή της ζωής ίσως φέρει μια νέα προοπτική. Άλλοτε πάλι πρέπει οι ήρωες να πάρουν σκληρές αποφάσεις, μήπως και καταφέρουν να ισιώσουν ξανά τη ζωή τους, με την επίγνωση όμως πως ποτέ πια τίποτα δεν θα είναι το ίδιο – μια μορφή συμφιλίωσης κι αυτή. Ο πατέρας, που ανακαλύπτει έκπληκτος και τελευταίος τα πορνοβίντεο της κόρης του, ενώ αυτά έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο, τι άραγε θα πρέπει να κάνει, και πώς να ισιώσει τη ζωή του χωρίς σοβαρές και επώδυνες απώλειες; Η ζωή, ωστόσο, ίσως κρύβει και άλλου είδους εκπλήξεις, όπως στο διήγημα «Αν ήμασταν βρυκόλακες», όταν μια ψυχοθεραπεύτρια θα μπει στο αυτοκίνητο ενός πρώην ασθενή της, και από το σημείο αυτό και μετά θα εκπλαγούν και οι δύο από την εξέλιξη.
Ο Δρουγαλάς χειρίζεται τη γλώσσα με τρόπο που να συνταιριάζουν οι λέξεις του με τη θεματική του κάθε διηγήματος. Σκληρή συχνά, όταν απαιτείται η ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων (όπως στο διήγημα που στεγάζει κάτω από τον τίτλο του όλα τα υπόλοιπα της συλλογής), αλλού πιο ήπιες εκφράσεις δείχνουν ευαισθησίες καλυμμένες κάτω από πιο σκληρές και επίπεδες συμπεριφορές (όπως στο «Αν ήμασταν βρυκόλακες») και αλλού η γλώσσα ακολουθεί τους συνειρμούς του ήρωα, προκειμένου να αποτυπωθεί όλη η βασανιστική αμφιβολία για την ορθότητα μιας πράξης (όπως στο διήγημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του όπλου»).
Ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές, οπτική γωνία, εστίαση, χρόνος και ρυθμός, αναδεικνύουν την ευχέρεια με την οποία ο Δρουγαλάς χειρίζεται την αφήγηση, χωρίς να διστάζει να εναλλάσσει και τους αφηγηματικούς τρόπους, διήγηση, περιγραφή, διάλογος, εμβόλιμη αλληλογραφία. Μένω περισσότερο στο διήγημα «Η τρέλα του μάνγκο», με το οποίο ολοκληρώνεται (καθόλου τυχαία) η συλλογή. Ένα διήγημα στηριγμένο στην πολυμορφία των αφηγηματικών τρόπων. Πέρα όμως από την εύστοχη αυτή εναλλαγή, ξεχωρίζει για τον τίτλο του, που συνδυάζει την ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας του (κυκλοθυμική κατάθλιψη) με την κυκλοθυμία των κατοίκων πάνω από τον Τροπικό του Αιγόκερω που συμπίπτει με την εποχή που ωριμάζουν οι καρποί του μάνγκο, αλλά και με την «κυκλοθυμία» του καιρού. Η μεγαλύτερη, ωστόσο, έκπληξη έρχεται στο τέλος του διηγήματος, με τη μορφή επιστολής του συγγραφέα προς την ηρωίδα του, αποκαλυπτική μέσα από την ταύτιση των δύο προσώπων (του επινοητή και του επινοημένου) για τη διττή ταυτότητα ήρωα-δημιουργού, μια συνθήκη που έρχεται να αγκαλιάσει και τα υπόλοιπα διηγήματα· οι ήρωες και τα γεγονότα ξαφνικά μετακινούνται από τη σφαίρα της μυθοπλασίας και αποκτούν αληθινή υπόσταση. Απομυθοποίηση της συγγραφής, ένα ανεπαίσθητο κλείσιμο του ματιού προς τον εύπιστο αναγνώστη; Ένα τέχνασμα συγγραφικό, αιφνιδιαστικό στο τέλος του βιβλίου; Πραγματικά δεν έχει καμιά σημασία η εύρεση της αλήθειας πίσω από αυτό τον συγγραφικό αιφνιδιασμό. Η μυθοπλασία, το γνωρίζουμε αυτό, συχνά (αν όχι πάντα) έχει τις αφορμές της σε πραγματικά γεγονότα, είτε το παραδέχεται ανοιχτά είτε το αφήνει στην αναγνωστική ερμηνεία. Η ουσία έγκειται στην τέχνη που αναμφίβολα διαθέτει εδώ ο συγκεκριμένος συγγραφέας και στις τεχνικές που χρησιμοποιεί, προκειμένου να αποδώσει την αρχική κάθε φορά ιδέα, με τρόπο πρωτότυπο, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα προσωπική γραφή.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Κι ύστερα σκεφτόταν πως ήταν κρίμα που ο παππούς του χάθηκε σ’ έναν θάλαμο αερίων, αλλά δεν είναι κι όλα Άουσβιτς στη ζωή, μην τρελαθούμε κιόλας, κι αυτά άλλωστε έγιναν πριν εβδομήντα και βάλε χρόνια… Κι ύστερα σκεφτόταν πως άλλο να βγαίνεις για κυνήγι κι άλλο να προκαλείς μια ολόκληρη σφαγή. Άλλο να σε λένε Λεβή Σαλτιέλ και το παρατσούκλι που σου ’χουν κολλήσει τα παιδιά πίσω απ’ την πλάτη σου να είναι «Το αγριοκάτσικο» εξαιτίας της κυνηγητικής σου φύσης, κι άλλο να σε χαρακτηρίζουν «Αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος» ή «Άγγελο του θανάτου στο Άουσβιτς». Κι έτσι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, στήριξε καλά το όπλο στον ώμο, σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη.
Έτσι ήταν γραφτό να πεθάνει το αγριόγιδο. Ούτε ο χρυσαετός θα το σήκωνε ψηλά στον ουρανό, ούτε ο λύκος του θανάτου θα το δάγκωνε στον λαιμό, ούτε τα κέρατα του αντίζηλου απ’ την αγέλη θα το κάρφωναν στο στέρνο. Θα πέθαινε από ανθρώπινη συνήθεια κι από μία σφαίρα τριάντα έξι γραμμαρίων. (σσ. 55-56).