Β. Π. Μεσολογγίτης, Ο Κουρασμένος της ηδονής (Εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό), φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο: Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Αθήνα, Κίχλη, 2022
Η σημερινή παρουσίαση δεν θα είναι μια ακαδημαϊκή παρουσίαση. Δεν θα σταθμίσω τη φιλολογική αξία του βιβλίου, αναφερόμενη στην επιμέλεια και στο επίμετρο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, ούτε θα αναπτύξω επιχειρήματα για τη σημασία που έχει για τη Νεοελληνική Φιλολογία σε επίπεδο στιχουργικών και μετρικών καινοτομιών η συλλογή Ο Κουρασμένος της ηδονής του Βασίλη Μεσολογγίτη. Δεν θα γίνει επίσης λόγος για την πρωτοτυπία του, για τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής βλέπει μια πόλη «σαν καμωμένη / από σκιές και φως» [1], για την τολμηρότητα των παρομοιώσεών του, χάρη στις οποίες η αναπαράσταση καλπάζει προς το μοντέρνο, όπως λ.χ. «μια λουρίδα θάλασσας λάμπει μακριά / σαν πέταλον αλόγου που ετρίφτηκε / πολύ πολύ πάνω στον πέτρινο δρόμο» (σ. 19)· ούτε θα γίνει λόγος για τη σύζευξη απλών απτών πραγμάτων με ψυχικές καταστάσεις «λες και γεννήθηκαν / την ίδια αυτή στιγμή» (σ. 21), ούτε για την παρατηρητικότητα, που γίνεται τελικά ο μοχλός της ποιητικής φαντασίας, τώρα που «φυσάει άγρια. / Λες κι αμολήθηκεν σε κάποιο κάμπο / ένα κοπάδι αγριεμένες γάτες / που το φεγγάρι τούς λεκιάζει το τρίχωμα, / που η σκιά τους δεμένη σφιχτά στα πόδια τους / σέρνεται μαζί τους, / και που ουρλιάζουν, ουρλιάζουν» (σ. 22).
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε, όπως κάθε φορά στις μεσοπολεμικές εκδηλώσεις που γίνονται την περίοδο των Χριστουγέννων στο «Επίκεντρον», αποτελεί αφορμή για μια γενικότερη ματιά στον Μεσοπόλεμο, ένα όχημα για να συλλογιστούμε ξανά τους λόγους –και είναι πολλοί– για τους οποίους επιβεβαιώνεται διαρκώς πόσο «ανίατα Μεσοπόλεμος» είμαστε.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου. Το 1918 εμφανίζεται μια ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς. Ποιητής είναι ο Νίκος Χάγερ Μπουφίδης που θα επανέλθει ως Ίσαντρος Άρις με τα Μοντέρνα (1919), τα οποία θα επανεκδώσει, εμπλουτίζοντας τη συλλογή, ως Τα Μοντέρνα και το Καινούργιο Μανιφέστο (1921), όπου θα διατυπώσει ως βασική αρχή της τέχνης (και της ζωής) την ελευθερία. Τα ποιήματα του Μπουφίδη, ο οποίος μοιάζει να έχει διαβάσει καλά τον Κ. Π. Καβάφη, δεν είναι μοντέρνα, όπως θα τα εννοούσαμε σήμερα: ο στίχος είναι στο μεγαλύτερο μέρος ελευθερωμένος, και το περιεχόμενο, παρά την αίσθηση της ανίας, δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο. Στην εποχή του είχε θεωρηθεί ως ένας ποιητής της Παρακμής.
Οι ποιητικές απόπειρες του Μπουφίδη, ωστόσο, αποτυπώνουν τους πειραματισμούς της ποιητικής γενιάς που έρχεται στο προσκήνιο αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, μιας γενιάς η οποία γνωρίζει σχεδόν όλες τις πρωτοποριακές κινήσεις της ευρωπαϊκής τέχνης και λογοτεχνίας, ανεξάρτητα από το αν τις ασπάζεται ή όχι. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτός από τον ελεύθερο στίχο του Τάκη Παπατσώνη, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και αρκετά πεζά ποιήματα και σίγουρα, λόγω και του περιεχομένου τους, τους Πεζούς Ρυθμούς (1922) του Ζαχαρία Παπαντωνίου, αν και ο ίδιος ανήκει σε προηγούμενη γενιά. Σε αυτό το ίδιο πλαίσιο, που διαμορφώνεται επίσης από πεζές μεταφράσεις γαλλικών ποιημάτων, κυρίως του Μπωντλαίρ, δημοσιευμένων σε εφημερίδες, θα εντάσσαμε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Μεσολογγίτη, αφιερωμένη στον Κωστή Παλαμά, Ο κήπος με τα ηλιοτρόπια (1923) (είχε προηγηθεί το 1922 η πρώτη του συλλογή Σποραδικά σε παραδοσιακό στίχο). Για τον Κήπο με τα ηλιοτρόπια ο Τέλλος Άγρας παρατηρεί, στον πρόλογο, ότι η επαναστατική ορμή του νέου ποιητή (ο Μεσολογγίτης είναι μόλις δεκαεπτά ετών) έχει ως αποτέλεσμα την «κατάργηση του ρυθμού, κάθε ρυθμού, ώς το σημείο να φτάνει στα όρια της απουσίας παντός ρυθμού» [2]. Ο Άγρας δεν έχει άδικο, δεν έχει ωστόσο και απόλυτο δίκιο. Ο ρυθμός δεν απουσιάζει, ενώ θα βρούμε και ομοηχίες και ομοιοκαταληξίες και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες. Φτάνει όμως πράγματι στα όρια του με τον συνδυασμό ανισοσύλλαβων στίχων, καθώς η συλλογή είναι κατά βάση γραμμένη σε ελευθερωμένο στίχο, ενώ δεν λείπουν και ελεύθεροι. Παραθέτω ενδεικτικά ένα ποίημα από τον Κήπο με τα ηλιοτρόπια:
Τα δαιμόνια των νυχτερινών δαιμόνων τ’ άσματα
κοντεύουν πια να λήξουν
και των σεμνότυφων της πρωίας παρθένων
όπου να ’ναι τα μάτια θ’ ανοίξουν.
Κι έτσι της νυχτερινής μέθης το άρωμα,
των γυναικείων κορμιών θα υποχωρήσει
μπρος στων παρθένων λουλουδιών τ’ αρωματικά χάδια
που ξεψυχούν όταν ζυγώνουνε τα μυστικόπαθα τα βράδια.
Το κορμί μου θα λουστεί με φως
κ’ η ηδονική η σκοτεινιά της νύχτας στην ψυχή μου,
θα φωτιστεί,
και τα μαύρα τα πέταλα των υπέρθεων ρόδων,
των νυχτερινών ρόδων θα λευκάνουν στο φως.
Κάποιες φορές της μέρας φως πώς μου είσαι εχθρός. [3]
Τέτοιοι πειραματισμοί (παρά την αμηχανία τους και την αδεξιότητα σε σημεία) θα οδηγήσουν στην τρίτη συλλογή του Μεσολογγίτη, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι συλλογή αλλά σύνθεση, τον Κουρασμένο της ηδονής, με υπότιτλο (Εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό) (1926). Ο τίτλος και ο υπότιτλος είναι σαφείς και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μορφή των ποιημάτων. Ως προς το περιεχόμενο, η ανία, προσφιλές θέμα της ποίησης της Παρακμής, κυριαρχεί. Ο ποιητής είναι ο κουρασμένος της ηδονής, μιας απροσδιόριστης ωστόσο ηδονής, όχι αποκλειστικά ερωτικής και όχι γιατί ο ποιητής μας είναι χωρίς εμπειρίες, αλλά γιατί ακριβώς αποδίδει το μπωντλαιρικό ennui. Η απροσδιοριστία δίνει το απαραίτητο εύρος για τη συνύπαρξη των αντιθετικών συναισθημάτων που προκύπτουν όταν ένας flâneur (γιατί ένας flâneur είναι) απολαμβάνει την περιδιάβαση στην πόλη στην προσπάθεια να αποδιώξει την ανία του. Έτσι όμως την επιτείνει ακόμη περισσότερο. Και ο μόνος τρόπος να την απωθήσει προσωρινά είναι αυτή η διαρκής κίνηση που προκαλεί ωστόσο νέες θεάσεις της πόλης, τέτοιες που φανερώνουν πρωτόγνωρες όψεις της και γεννούν ποιητικές εικόνες, όταν «όλα έχουν σωπάσει/ Μια πελώρια παλάμη έκλεισε / το φλύαρο στόμα της πολιτείας» (σ. 24). Ως προς τη μορφή, τα περισσότερα ποιήματα είναι πράγματι «εξομολογήσεις», όχι όμως με τρόπο παραδοσιακά λυρικό, αλλά με τον τρόπο ενός μοντέρνου υποκειμένου. Παρότι οι σκέψεις και οι εικόνες έχουν τη δική τους λογική συγκρότηση (θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα ποιήματα συντίθενται στη βάση της μεταφοράς, με έναν ελεύθερο συνειρμό), το ποιητικό αποτέλεσμα που παράγεται δημιουργεί έκπληξη και μια αίσθηση μοντέρνου. Σε αυτήν την ελευθερία μοιάζει να παραπέμπει ο υπότιτλος («εξομολογήσεις σε ελεύθερο ρυθμό» προσδιορίζονται, και όχι σε ελεύθερο στίχο, ίσως απλώς γιατί ο Μεσολογγίτης περισσότερο από τη στιχουργική ενδιαφέρεται για τη διάθεση).
Στην ίδια ελευθερία ανταποκρίνεται και η μείξη των ειδών που βρίσκουμε στο ολιγοσέλιδο βιβλίο: ποιήματα και τέσσερα σύντομα πεζά, τα τρία από τα οποία μοιάζουν να ανταποκρίνονται στην ίδια διάθεση με τα ποιήματα, «σύντομες διηγήσεις ποιητικών διαθέσεων», τα χαρακτηρίζει η Σαμουήλ [4]. Οι ίδιοι δρόμοι, ασφαλτοστρωμένοι και υγροί, που ξεκινούν από το δεύτερο ποίημα και «μ’ ίσιους μακριούς μοιάζουν καθρέφτες / που εντός τους καθρεφτίζεται το πελώριο μαύρο / που τη Γη σκεπάζει, / φωτισμένο αχνά απ’ τα νυσταγμένα ηλεχτρικά / που χάσκουν στις γωνίες» (σ. 17) καταλήγουν στο πεζό «Περιμένοντας» όπου «η άσφαλτος έχει πάρει όψη μαύρου γλιστερού γυαλιού. Κι όμως αυτό δεν εμποδίζει τ’ αμάξια και τους ανθρώπους να τρέχουν με μεγάλη ευκολία» (σ. 42). Τα πεζά υπογραμμίζουν έμμεσα την καινοτομία των ποιημάτων. Λειτουργούν ως ένα μέτρο σύγκρισης, ως οδοδείκτες προς αποφυγή του γνωστού δρόμου: Δείχνουν πως άλλο πράγμα είναι τα πεζά και άλλο τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο που συστεγάζονται στη συλλογή, όσο κι αν έχουν παρόμοια θεματολογία και όσο και αν αλληλοσυμπληρώνονται, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι το τελευταίο ποίημα τελειώνει με έναν πεθαμένο άγγελο:
[…]
Βράδιασε…
Το σκοτάδι μάς έκλεισε πια τα μάτια.
Τα πράγματα δεν είναι μακριά μας.
Οι καρδιές μας δεν είν’ έτοιμες
να αιστανθούνε καμιά τύψη.
(Ένας άγγελος τράβηξ’ αργά να πεθάνει
σε κάποια γωνιά της Πόλης…)
Στην εξοχή, την έρημη εξοχή ο αγέρας φυσάει κατακάθαρος
ανακατεμένος τώρα μόνο
με τον στεναγμό του αγγέλου που πέθανε (σ. 33-34)
και το πρώτο πεζό, που ακολουθεί, παρουσιάζεται ως «(μια ιστορία που μου τη διηγήθηκε κάποια βροχερή νύχτα ένας αμαρτωλός άγγελος)» (σ. 37).
Αυτός ο αμαρτωλός άγγελος, ο ποιητής που διατηρεί την αγνότητά του μέσα στη διεφθαρμένη πόλη και τις ηδονές της, μοιάζει να έρχεται κι αυτός, όπως και η πόλη, από τον Μπωντλαίρ, τον οποίο ο νεαρός Μεσολογγίτης όχι μόνο έχει διαβάσει (ως μαθητής της Λεοντείου γνώριζε γαλλικά, όπως επισημαίνει η Σαμουήλ), αλλά και έχει μεταφράσει [5]. Τη σχέση των ποιημάτων με την ποίηση του Μπωντλαίρ αναδεικνύει η μελετήτρια στο επίμετρο, όπου αποτιμά τον νεωτερικό χαρακτήρα της σύνθεσης του Μεσολογγίτη και ανιχνεύει τις καταβολές του. Προβαίνει επίσης σε έναν παραλληλισμό της σύνθεσης με ανάλογους πειραματισμούς του Έλιοτ (αποδίδοντάς τις ομοιότητες στα κοινά αναγνώσματα και κυρίως στην ποίηση του Λαφόργκ). Όπως εύστοχα συνοψίζει, η σύνθεση του Μεσολογγίτη «είναι γραμμένη σε πραγματικό ελεύθερο στίχο, δηλαδή σε στίχο που διαφέρει αισθητά από τον φαινομενικά ελεύθερο στίχο του Προλόγου στη Ζωή του Σικελιανού (1915-1917) και από τους επίσης φαινομενικά ελεύθερους στίχους ασήμαντων ποιητών της εποχής» και «η ανθρωπογεωγραφία του ποιήματος είναι εκείνη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, μιας Πόλης (με πι κεφαλαίο γράφει τη λέξη ο Μεσολογγίτης), που η περιγραφή της και η περιγραφή των αισθημάτων των ανθρώπων που ζουν σε αυτήν γίνεται με λυρικούς τρόπους ρεαλιστικούς, όχι με εκείνους του παλαιού λυρισμού, δηλαδή με λέξεις και φράσεις αναγκαίες για να αποδοθεί πιστά η εικόνα της, εκφράσεις σύγχρονες και ασυνήθιστες ή νεοεμφανιζόμενες στην ποιητική γλώσσα της εποχής» [6].
Ένα ποιητικό βιβλίο με αυτά τα χαρακτηριστικά, ενώ θα περιμέναμε να κάνει αίσθηση στην εποχή του, στην πραγματικότητα κινήθηκε ως ένα μετέωρο και έσβησε. Η Σαμουήλ παρατηρεί ότι πέρασε απαρατήρητο από την κριτική. Κριτικές δεν γράφτηκαν, δεν μπορούμε ωστόσο να αγνοήσουμε ένα πολύ θετικό σημείωμα που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα, υπογεγραμμένο με το παράξενο «Ν. Κ―ς»:
Ιδού και μια ποιητική συλλογή νέου ποιητού, η οποία αν και μικρά εις όγκον δεν υστερεί διόλου εις περιεχόμενον. Ο κ. Μεσολογγίτης γνωστός εκ της προηγουμένης του συλλογής ο «Κήπος με τα ηλιοτρόπια» διά του νέου τούτου βιβλίου του προσθέτει αρκετά εις την εργασίαν του. Τα νέα του ποιήματα, γραμμένα με τελείως νεωτεριστικόν πνεύμα, διακρίνονται διά το πρωτότυπον και εξωτικόν των παρομοιώσεων των και την όντως πραγματικήν λυρικήν διάθεσίν των. Ασφαλώς ο κ. Μεσολογγίτης που ξεχωρίζει μεταξύ των Νέων μας, μας επιφυλάσσει πολλά. Αυτό τουλάχιστον μας υπόσχεται και το νέον του βιβλίον. [7]
Το συγκεκριμένο σημείωμα (το οποίο ίσως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Μπουφίδη [8]) δεν είναι αντιπροσωπευτικό της υποδοχής του έργου, είναι ωστόσο ενδεικτικό του κλίματος της δεκαετίας του ’20: η νεωτεριστική έκφραση δύναται να βρει αποδέκτες, έστω και μεμονωμένους.
Για την αναγνωστική απήχηση του έργου, από την άλλη, δεν έχουμε ενδείξεις. Δεν θα μπορούσαμε όμως να αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι το βιβλίο εκδόθηκε από την «Εκδοτική Εταιρεία Μεσολογγίτη». Πρόκειται πιθανότατα για αυτοέκδοση. Δεν γνωρίζουμε το τιράζ, μπορούμε βέβαια να εικάσουμε ότι δεν θα εκδόθηκε σε πολλά αντίτυπα. Ίσως αυτό να αποτελεί μια απάντηση, όχι για τη σιωπή της κριτικής, αλλά για την έλλειψη απήχησης του συγκεκριμένου έργου τα κατοπινά χρόνια.
Το γεγονός ότι «θα πρέπει ο Μεσολογγίτης να βίωσε ως ποιητική αποτυχία την έλλειψη ανταπόκρισης στο τρίτο του βιβλίο», όπως παρατηρεί η Σαμουήλ (σ. 75), και η ενασχόλησή του με άλλα λογοτεχνικά είδη, όπως το μυθιστόρημα και το διήγημα, καθώς και η επαγγελματική θεατρική του δράση, εξηγούν ώς ένα βαθμό γιατί δεν συνέχισε στον δρόμο του Κουρασμένου της ηδονής παρά μόνο με μεμονωμένα ποιήματα που δημοσίευσε τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα οποία πιθανότατα, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε με βάση το περιεχόμενό τους, θα προέρχονταν από την προς έκδοση συλλογή του Σωματείον «Ο Θάνατος». Η συλλογή, την οποία, σύμφωνα με τη Σαμουήλ αναγγέλλει στον Κουρασμένο της ηδονής, και μάλιστα με πληροφορίες για αριθμό αντιτύπων και διάθεσή της, δεν κυκλοφόρησε ποτέ (σ. 87). Θα άξιζε ωστόσο να παραθέσουμε ως δείγμα ένα από τα ποιήματα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, με τίτλο «Τα φέρετρα», γιατί κινείται στον ίδιο μοντερνιστικό δρόμο, διαθέτοντας μάλιστα ένα επιπλέον στοιχείο, το χιούμορ που προσεγγίζει, σε σημεία, τον (αυτο)σαρκασμό:
Δυο τρεις σταγόνες του κεριού του που ’σβησε
είχαν πετρώσει στα μαλλιά του.
Είχε πεθάνει· αλλά του έλειπε το φέρετρο.
Ξαπλωμένος έτσι, στο σανιδένιο του κρεβάτι
και φτωχός όπως πάντα, είχε την εντύπωση
πως ζούσε ακόμα κι αιστάνονταν μεγάλη
την ανάγκη ενός φερέτρου.
– Άνθρωποι, ένα φέρετρο φέρτε του προς Θεού,
γιατί είναι οδυνηρό να ζει κανείς.
Τα φέρετρα!
Το βράδυ αυτό είναι υγρό.
Το φεγγάρι τρέμει, ελαφρά λευκό, σαν την ψυχή
ενός ακροβάτη, που θέλει να εκπλήξει.
Κι εκεί, στο στρίψιμο του δρόμου,
ο σανιδένιος κήπος της αιωνιότητος, φωτισμένος,
από το αδύνατο φως, το ίδιο ίσως φως που φωτίζει
τη ζωή μας:
Φερετροποιείον.
Το κατάστημα διανυκτερεύει.
(Η επιχείρησις προσφέρεται όλες τις ώρες να μας
διευκολύνει).
Το ίδιο αυτό βράδυ, σκεφτικός περνάς, απ’ το κατάστημα.
Η ψυχή σου πικραμένη κοιτάει ζηλιάρικα τα φέρετρα.
Σκύβεις και βλέπεις τ’ άστρο σου σ’ ένα απ’ αυτά.
Ονειρεύεσαι κάποιο ταξίδι και λες:
– Είναι το μόνο βαγόνι που περνάει ανάμεσ’ απ’ το φεγγάρι
και ξέρει τα μυστικά τα’ ουρανού και της Γης.
Θέλεις ν’ αναπαυτείς.
Κι ο Θεός θα θελήσει κάποτε ν’ αναπαυτεί σ’ ένα φέρετρο…
Ένας αριθμός όμως, σ’ ένα λευκό χαρτονάκι,
τραβάει την προσοχή σου.
Δραχμαί χίλιαι. Τιμαί ορισμέναι.
Η ζωή είναι φθηνότερη, σκέφτεσαι –
κι απομακρύνεσαι, γιατί είσαι φτωχός. [9]
Ακόμη κι αυτά τα δημοσιεύματα κείμενα ωστόσο μοιάζουν να λειτουργούν ως μια παρένθεση, ως τα τελευταία βήματα σε έναν δρόμο που θα αφήσει πίσω του. Στον Κουρασμένο της ηδονής δεν θα αναφερθεί παρά από το 1974 και έπειτα οπότε θα αναγράφει τον τίτλο ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα του. Ακόμη και στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που δημοσιεύει ως «Ενθυμήματα και εμπειρίες» σε συνέχειες στην εφημερίδα Κήρυξ της Νέας Σμύρνης από το 1972 ώς το 1974, αποσπάσματα των οποίων περιλαμβάνονται επίσης στον τόμο (σ. 107-120), ο Μεσολογγίτης δεν αναφέρεται στη συγκεκριμένη σύνθεση· αντίθετα στις βάσεις της λογοτεχνικής επανάστασης, για την οποία κάνει λόγο, τοποθετεί τον Κήπο με τα ηλιοτρόπια «συλλογή ποιητική, που έσπασε κάθε δεσμευτικό σύνορο και προχώρησε σε καινούριους δρόμους» (σ. 120).
Ένα ερώτημα λοιπόν γεννιέται: γιατί όταν πια είχε καθιερωθεί ο ελεύθερος στίχος και είχε πιστωθεί στη Γενιά του ’30, ο Μεσολογγίτης δεν έκανε λόγο για τη δική του συμβολή; Από σεμνότητα ή από συναίσθηση ότι δεν μπορούσε να αναμετρηθεί με τη νέα γενιά; Εξαιτίας της δεδηλωμένης ιδεολογικής του ταυτότητας και μιας εσωτερικής λογοκρισίας που ευνοούσε την έκφραση αισιόδοξης και ανθρωπιστικής ποίησης [10], απορρίπτοντας εκείνη που εξέφραζε την αστική παρακμή (όχι όμως και τον λιγότερο παρακμιακό και περισσότερο γνωστό Κήπο με τα ηλιοτρόπια); Μήπως, τελικά, ένιωθε ως αντιπροσωπευτικό και κατεξοχήν ποιητικό έργο του τον Κήπο με τα ηλιοτρόπια, ενώ τον Κουρασμένο της ηδονής απλώς ως «εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό» που δεν άνοιξαν, αλλά ακολούθησαν τους ήδη ανοιγμένους, από τη δεύτερή του συλλογή, «καινούργιους δρόμους»;
Έχοντας ακολουθήσει ο ίδιος άλλο δρόμο, αφοσιωμένος στο θέατρο, ίσως λίγο τον ενδιέφερε μια θέση στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τη θέση που δικαιούται μπορεί να την καταλάβει σήμερα χάρη στο ερευνητικό ενδιαφέρον της Αλεξάνδρας Σαμουήλ και στην εκδοτική φροντίδα της Κίχλης.
❧
Σημειώσεις
1. Βλ.: Β. Π. Μεσολογγίτης, Ο Κουρασμένος της ηδονής (Εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό), φιλολ. επιμ. – επίμετρο: Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Αθήνα, Κίχλη, 2022, 15.
2. Βλ.: Τ. Άγρας, «Πρόλογος»: ό.π., 97.
3. Βλ.: Β. Μεσολογγίτης, Ο Κήπος με τα ηλιοτρόπια, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Πολιτισμός, [1923], 23.
4. Βλ.: Αλεξάνδρα Σαμουήλ, «Ο ποιητής στην Πόλη. Βασίλης Μεσολογγίτης: Μια πρώιμη μοντερνιστική φωνή», επίμετρο στο: Β. Π. Μεσολογγίτης, Ο Κουρασμένος της ηδονής (Εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό), ό.π., 51-88: 84.
5. Το 1923 δημοσιεύσει μια αρκετά επιτυχημένη μετάφραση, ανομοιοκατάληκτη, του σονέτου «Le chat» του Μπωντλαίρ. Βλ.: Charles Baudelaire, «Η γάτα» (μετάφρ.: Β. Μεσολογγίτης), Έσπερος (Σύρου), τχ. 13-14 (Ιούνιος – Ιούλιος 1923) 146.
6. Βλ.: Αλεξάνδρα Σαμουήλ, «Ο ποιητής στην Πόλη. Βασίλης Μεσολογγίτης: Μια πρώιμη μοντερνιστική φωνή», ό.π., 59-60.
7. Βλ.: Ν. Κ―ς, «Νέα βιβλία. “Οι Σκιές” (Λάμπρου Πορφύρα). Ο “Κουρασμένος της ηδονής” (Β. Μεσολογγίτη)», εφ. Εσπερινή, 8.10.1926.
8. Μία ένδειξη, πέρα από τα κωδικοποιημένα αρχικά που θα μπορούσαν να παραπέμπουν στο Νίκος, είναι ότι στην ίδια σελίδα υπογράφεται το κείμενο «Ο ρόλος του ηθοποιού» με τα αρχικά Χ. Μπ., με τα οποία υπέγραφε ο Μπουφίδης (ο οποίος ασχολείται την εποχή αυτή πιο συστηματικά με το θέατρο), δεν είναι δηλαδή η μόνη του συνεργασία στην εφημερίδα.
9. Βλ.: Β. Μεσολογγίτης, «Τα φέρετρα», Η Πνοή, έτος Β΄, τχ. 16-17 (Μάρτιος 1930) 77. Από την –τελικά– ανέκδοτη συλλογή πιθανόν προέρχονται και τα (πεζά) ποιήματα: «Θάνατος εκ ψύξεως (ένα σκίτσο»), Η Πνοή, έτος Β΄, τχ. 13 (Νοέμβριος 1929) 14, «Δύο κηδείες (περιγραφή)», Πρωτοπορία, έτος Α΄, τχ. 1 (Ιανουάριος 1929) 11, «Αυτοχτονία νέου», Πρωτοπορία, έτος Α΄, τχ. 4 (Απρίλιος 1929) 119.
10. Η Σαμουήλ παρατηρεί ότι ο Μεσολογγίτης υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο, αλλά «η ποιητική διάθεση και η ματιά της, οι εικόνες, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις της, διαποτισμένες από έναν ανθρωπιστικό συναισθηματισμό αριστερών τόνων, θα είναι εκείνες του γλυκερού λυρισμού τον οποίο καλλιέργησαν οι ποιητές που από τις πρακτικές του μοντερνισμού αποδέχτηκαν μόνο τον ελεύθερο στίχο» (σ. 79-80).
⸙⸙⸙
[Το κείμενο, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο «Επίκεντρον» στις 21.12.2022. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]