Όταν το 1976 η μπότα του Βιντέλα πάτησε σαν κατσαρίδα την Αργεντινή, ένας νέος ποιητής αυτοεξορίστηκε ακολουθώντας τα βήματα του πεπρωμένου και σήμερα εξακολουθεί να νιώθει πως «τα σκυλιά της νύχτας/ έχουν τ’ όνομά μου στα δόντια τους».
Ο Χόρχε Μποκανέρα διασώζει την ποιητική μνήμη, ενώ η ζωή και η γραφή του παραμένουν σημαδεμένες από το τράνζιτο. Ο ίδιος άλλωστε συνηθίζει να γράφει ότι «όποιος γεννιέται σε λιμάνι, κουβαλάει για πάντα το ταξίδι». Τα λιμάνια που δεν έχει γνωρίσει είναι οι λέξεις που του λείπουν. Γιατί η γλώσσα είναι πάντα ημιτελής. Κάθε απόπειρα ποιητικής έκφρασης είναι ακρωτηριασμός. Το ποίημα που μόλις έχει ολοκληρώσει θα προσπαθεί να μη χρεωθεί την υποψία της ήττας. Γιατί η ποίηση είναι κάτι από αυτό που αποκαλύψαμε και κάτι από το μυστήριο που δεν θέλαμε ή δεν καταφέραμε να διασώσουμε.
Ποίηση για τον Μποκανέρα είναι η αγωνία να φτάσει ακόμα πιο βαθιά, να οδηγηθεί ακόμα πιο ψηλά, να κάνει ακόμα και τη λαβωματιά να μη φαίνεται και να μην κραυγάζει, ούτε να δείχνει σαν μπάλωμα σ’ ένα ποίημα που μόλις υποδεικνύει τις ατέλειές του. Γιατί έμπνευση είναι και να δεις το λάθος, να συλλάβεις τη δυνατότητα να το επανορθώσεις, να βιδωθείς στην καρέκλα μέχρι να αποκτήσεις πρόσβαση σε αυτή τη βάση δεδομένων που δεν βρίσκεται σε κάποια μηχανή αναζήτησης, παρά μόνο θησαυρισμένη από τον λεξιθήρα του αοράτου. Όλα τα παραπάνω μας τα λέει ή τα υπονοεί ποιητικά με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο ατον «Μόχθο του ποιητή»:
Περνάω το χτένι
αφαιρώ τα ξερά φύλλα, το παραγέμισμα,
τα στολίδια και τον παπαγάλο,
τις ψείρες του λέγειν.
Γλώσσα παρά τρίχα.
Ήταν μια τρίχα στη σούπα.
Ξαναπερνάω το χτένι, ένα χτένι πολύ λεπτό,
αφαιρώ τη φτήνια
τις απαριθμήσεις της πλεξούδας το ομιχλώδες και τους βοστρύχους του.
Πάλι περνάω το χτένι,
βγάζω τ’ αγκάθια και το ταγκό λάδι
τον τερμίτη, το troppomanontroppo.
Απ’ τις λέξεις, απ’ τα όνειρα
περνάω μια φορά, κι άλλη μια φορά το χτένι, ψάχνω
το απογυμνωμένο, αυτό το αμυδρό φως, το απόλυτο.
Ξαναπερνάω το χτένι, από το φαλακρό κεφάλι της ζωής.
Αυτό το ποίημα αποτελεί σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Δείχνει τα πάντα από μέσα. Αποκαλύπτει μυστικά και τεχνάσματα του ποιητή που δεν τα έμαθε σε κάποιο αμφιθέατρο, αλλά γράφοντας, σβήνοντας και διορθώνοντας μια αρχική έμπνευση που μοιάζει με την συστάδα των θάμνων που κουρεύει και καλλωπίζει το ψαλίδι του κηπουρού. Είναι το ακατανίκητο αίτημα της δημιουργίας που κάποτε προηγείται και άλλοτε ακολουθεί το ισχυρό ένστικτο της καταστροφής. «Εγώ δεν απαριθμώ κρυστάλλινα σερβίτσια,/ θέλω να τα κάνω θρύψαλα».
{jb_quote}Τα λιμάνια που δεν έχει γνωρίσει είναι οι λέξεις που του λείπουν. Γιατί η γλώσσα είναι πάντα ημιτελής. Κάθε απόπειρα ποιητικής έκφρασης είναι ακρωτηριασμός.{/jb_quote}
Αυτή η «ποιητική» θέση αποτελεί μια άλλη ενότητα ποιημάτων από αυτά που περιέχονται στα Μάτια του λόγου. Είναι ποιήματα της οργής και της αντίστασης. Ποιήματα που υπαγορεύει η κοινωνική πραγματικότητα. Η ακραία φτώχεια, η εξόφθαλμη αδικία, η απουσία κοινωνικού διαλόγου, ο φόβος και η αδυσώπητη σιωπή κάνουν τον λογοτέχνη, όπως έχει γράψει ο Κάρλος Φουέντες, να γίνει «νομοθέτης, δημοσιογράφος, φιλόσοφος, εξομολογητής, συνδικαλιστής, λυτρωτής Ινδιάνων και σημαιοφόρος χαμένων λίγο-πολύ υποθέσεων». Οι λέξεις του ποιητή δηλαδή πρέπει να ηχούν σαν προστάγματα και ονόματα νεκρών στην πρωινή αναφορά. Ο στίχος να ηχεί σαν σάλπιγγα που το κάλεσμά της επείγει.
Από αυτό το σάλπισμα πιθανόν έρχονται στον νου τα λόγια του Μπόρχες, που σημείωνε πως «οι ποιητές μοιάζουν να ξεχνούν ότι κάποτε η αφήγηση μιας ιστορίας ήταν κάτι το ουσιώδες και πως η αφήγηση και η εκφορά του στίχου δεν θεωρούνται διαφορετικά πράγματα». Να θυμίσω επίσης ότι και ο Σεφέρης συνιστούσε να διαβάζουμε την ποίηση φωναχτά. Το μόνο κακό μιας τέτοιας επιλογής είναι ότι μπορεί να μην ακούσουμε τα ουρλιαχτά από το διπλανό κελί. Μόνο ύστερα από χρόνια θα διαβάσουμε ένα ποίημα σαν ρεπορτάζ από την κόλαση των δεσμωτηρίων και τότε θα καταλάβουμε ότι αυτός που ανακρίνανε εκείνη τη νύχτα ήταν κάποιος που παρέμεινε σιωπηλός:
Τον προειδοποίησαν να μιλήσει, τον εκφόβισαν, είπε.
Αυτό που αποσιωπώ είν’ από άμμο.
Αυτό που εγώ ποτέ δεν λέω είν’ ένα άρωμα που μου έγινε τατουάζ
Χωρίς μεγάλη προσπάθεια μπορώ να αποσιωπήσω μια εποχή,
ένα τρόπο που χιονίζει
Το στόμα μου φυλάει τον καπνό από έναν πυροβολισμό μια νύχτα του ’76
Είμ’ ένας άνθρωπος που ζει με το να σωπαίνει.
Αυτοί είναι οι φίλοι του ποιητή. Το τρίτο μέρος της συλλογής άλλωστε είναι μικρό πανδοχείο για ομότεχνους και αγαπημένους. Ποιητικό άσυλο για εκείνους που αναζητούν μια γωνιά για να καλύψουν τα ίχνη τους. Εκεί απαγκιάζει ο Ατίλα Γιόζεφ, εκεί γράφει σελίδες ημερολογίου η Άννα Φρανκ, εκεί η Σίλβια Πλαθ πλένει και σπάει ένα φλιτζάνι. Εκεί συναντάμε έναν μικρόσωμο κουρέα, που είναι ο παππούς του ποιητή και μας τον συστήνει γράφοντας:
Ήταν μικρότερος κι από ένα μπουκάλι μπριγιαντίνη Μπρανκάτο ο παππούς μου
αλλά ένα κεφάλι ψηλότερος από τον θάνατο.
Καλούσε τον πελάτη τινάζοντας μια πετσέτα
κι ο πελάτης καταλάμβανε εκείνη την ξύλινη πολυθρόνα Dossetti
κι έμπαινε στον καθρέφτη.
Παραμένω σε αυτό το ποίημα και το μυαλό μου πηγαίνει σε έναν στίχο του Καβάφη, που ο παλαιός καθρέφτης «επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του/ την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά». Νομίζω πως όλο το μυστικό της τέχνης είναι η αποδοχή ή η άρνηση της άρτιας ομορφιάς. Η στιγμή που γεννιέται και ο λόγος που αποθνήσκει. Ο θάνατος που παραμονεύει τον Νάρκισσο και ο χρόνος που εμπορεύεται τη ματαιοδοξία. Αυτό είναι και το μυστικό της ποίησης του Χόρχε Μποκανέρα. Το αντικαθρέφτισμα των μεγάλων αλλαγών και αντιθέσεων της εποχής μας. Η λεπτομέρεια που αφήνει έκθετη την ωραιότητά μας. Ο τρόπος να κάνεις και την ασχήμια να ανεβαίνει στην πασαρέλα της ποίησης και να σκίζει. Να φωτίζεις τη λατινοαμερικάνικη ψυχή φωταγωγώντας ταυτόχρονα τον επαρχιωτισμό και την οικουμενικότητα. Τον κόσμο της λαγνείας και του ασκητισμού, της στράτευσης και της ιδιώτευσης, τον δρόμο μιας νέας συλλογικότητας και ενός επίμονου ατομισμού. Γιατί τα ρολόγια μας δεν είναι συγχρονισμένα και εκείνοι που θέλουν να τραβήξουν μπροστά οπισθοδρομούν από το πλήθος εκείνων που παραμένουν αμετακίνητοι.
Γράφω αυτές τις λέξεις και επιταχύνω το βήμα μου νιώθοντας έναν βαρύ ίσκιο να με ακολουθεί. Δεν ξεχνώ ότι ο ποιητής συνομιλεί σταθερά με την αιωνιότητα και με το επέκεινα. Ο Μποκανέρα δεν με αφήνει να ξεχάσω ότι ο χρόνος με καταδιώκει και «ο θάνατος δουλεύει μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου». Το ίδιο το ποίημα γεννιέται, σταυρώνεται και την τρίτη ημέρα ανασταίνεται. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής γίνεται δημιουργός και με αυτόν τον τρόπο μάς ξεναγεί σε έναν ταξινομημένο και αταξινόμητο κόσμο. Η ποίηση έχει πολλές λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Σε κάποια από αυτές θα διασταυρωθούν τα βιώματά μας.
Να επισημάνω ότι δεν φέρνει στο προσκήνιο το ενεργά πολιτικοποιημένο πλήθος. Είναι μια γραφή που στέκει σαν άγγελος πάνω από τον έναν, από κάθε έναν που μάχεται και υπερασπίζεται την ύπαρξή του. Ακόμα και στο έπος του έρωτα και της αγάπης είναι τρυφερός και ανθρώπινος. Οι λέξεις του γίνονται καταφύγιο, όταν όλα τα άλλα είναι απειλή και βαθύ σκοτάδι.
Ποτέ δεν έτριψα τα μάτια μου
με το τοπίο το δικό σου,
ούτε αποδιοργάνωσα τη μέρα για να εμφανιστείς,
ούτε ένιωσα τους ψιθύρους σου με το στόμα μου
για να μην πονέσουν οι ερωτήσεις,
ούτε καν με λένε όπως με λες αλλά
μπορείς να μείνεις,
έχει λίγη σούπα, λίγο κρασί
έξω βρέχει σε ξένη γλώσσα.
Τα μάτια του λόγου
Χόρχε Μποκανέρα
Μετάφραση-Σημειώσεις: Αγαθή Δημητρούκα
Τόπος
σ. 136
ISBN: 978-960-499-408-3
Τιμή: 13,90€