cebdceb1cf80cebfcebbceadcf89cebd cebbceb1cf80ceb1ceb8ceb9cf8ecf84ceb7cf82 cebccebfcebdcf8ccebbcebfceb3cebfceb9 cebaceb9 ceb5cf81cf89

Συμπληρώνονται αύριο 134 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που δημοσιεύουμε σήμερα.

Ποιητής ήταν βέβαια πρώτα και κύρια ο Λαπαθιώτης, αλλά καλλιέργησε επίσης και πολλά άλλα είδη λόγου, το διήγημα, τη νουβέλα, το πεζό ποίημα (ή πεζοτράγουδο), την κριτική βιβλίου, την επιφυλλίδα και το χρονογράφημα, και, τέλος, τους στοχασμούς, ένα υβριδικό είδος ανάμεσα στο δοκίμιο και στη λογοτεχνία. Ο στοχασμός είναι ένα μικρό κείμενο, συχνά μόνο μια πρόταση, το πολύ μια παράγραφος, που περικλείνει με ύφος αποφθεγματικό μια διαπίστωση, συνήθως για τη ζωή ή για την τέχνη.

Στοχασμούς έγραφε από τα νιάτα του ως το τέλος της ζωής του. Στο ανέκδοτο υλικό που άφησε (εννοώ στο δημόσια διαθέσιμο τμήμα του αρχείου του, που απόκειται στο ΕΛΙΑ), περιλαμβάνονται πολλές σελίδες, συνήθως κόλλες χαρτί αλλά και μικρότερα χαρτάκια, που κάθε μία έχει επάνω έναν ή περισσότερους στοχασμούς, σχεδόν πάντα με σημειωμένη την ημερομηνία ή και άλλες επεξηγήσεις.  Όμως και από τα νιάτα του (ήδη από το 1910) δημοσίευε στοχασμούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Τέτοιους στοχασμούς έχουμε παρουσιάσει σε δυο παλιότερα άρθρα του ιστολογίου (το 2009 και πέρυσι).

Στη δεκαετία του 1930 ο ώριμος πια Λαπαθιώτης δημοσίευε ταχτικά (αλλά όχι σε κάθε τεύχος) στη Νέα Εστία, το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, στοχασμούς που συχνά τους παρουσίαζε με τον γενικό τίτλο Μονόλογοι κι ερωτηματικά (άλλοτε: σκέτο Μονόλογοι), που τον διάλεξα και για τίτλο του σημερινού άρθρου.

Παρουσιάζω εδώ μιαν επιλογή από δημοσιευμένους (στη Νέα Εστία) και αδημοσίευτους στοχασμούς. Απ’ όσο (δειγματοληπτικά) έλεγξα δεν έχουν δημοσιευτεί άλλη φορά στο Διαδίκτυο. Η πληκτρολόγηση οφείλεται στον Αχιλλέα Τζάλλα, εξού και το πολυτονικό. Κατ’ εξαίρεση διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Στο τέλος κάθε ενότητας βάζω την ημερομηνία δημοσίευσης.

 

lapm

— Γ ι ὰ  π ο ι ὸ ν γράφεις;

— Γ ι ὰ  μ έ ν α.

— Τ ό τ ε  γ ι α τ ί  δ η μ ο σ ι ε ύ ε ι ς ὅσα γράφεις, καὶ δὲν τὰ κλείνεις μέσα στὸ συρτάρι σου, νὰ τὰ χαίρεσαι μονάχος, ἐντελῶς;

— Ἀκριβῶς γιὰ νὰ δείχνω καὶ στοὺς ἄλλους π ό σ ο  κ α λ ὰ  ἐ ρ γ ά ζ ο μ α ι  γ ι ὰ  μ έ ν α…

Ὁ ποιητής, ποὺ θ’ ἀπαντοῦσε ἔτσι, θἄλεγε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀλήθειας. Γιατὶ ἡ πραγματικὴ χαρὰ δὲν ἔγκειται καθόλου σ τ ὸ  ν ὰ  κ ρ ύ β ε ι, ἀλλὰ σ τ ὸ  ν ὰ  δ ε ί χ ν ε ι ὅ,τι κάνει. Ἑπομένως — κ’ ἐδῶ εἶναι, ἴσα ἴσα, ποὺ συλλαμβάνουμε τὸ μυστικὸ σημεῖο ἐπαφῆς τοῦ δόγματος «Ἡ Τέχνη γιὰ τὴν Τέχνη», μὲ τὸ δόγμα «ἡ Τέχνη γιὰ τοὺς ἄλλους» — ἡ καθαρὰ ἀ τ ο μ ι κ ὴ  χ α ρ ά  μ α ς ὅτι δημιουργοῦμε κάτι ἄρτιο, ἐ ξ α ρ τ ᾶ τ α ι,  κ α τ ὰ  β ά θ ο ς,  ἀ π’  τ ὴ  χ α ρ ὰ  π ο ὺ  δ ί ν ο υ μ ε  σ τ ο ὺ ς  ἄ λ λ ο υ ς…

Αὐτοὶ ποὺ μελετοῦν τὴν ἐπιφάνεια, δὲν ξέρουν ο ὔ τ ε  κ ὰ ν τὴν ἐπιφάνεια. Μονάχα ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ βάθος, εἶναι σὲ θέση νὰ ξέρουν καὶ τὰ δυό.

 

Ἕνας ποὺ ὑποπτεύεται τὸν ἄλλον ὅτι κάνει κατιτὶ κακό, καὶ καταφέρεται μὲ πάθος ἐναντίον του, εἶναι, τὶς περισσότερες φορές, ἕνας πού, ἂν τύχαινε στὴ θέση του, θὰ ἦταν ἴσως, ἱκανὸς καὶ νὰ τὸ κάνει.

(15/9/1933)

* * *

Σήμερα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐξαντλήσει ὅλους τοὺς τρόπους νὰ καταπλήσσουν τοὺς ὁμοίους των, ἡ μόνη ἰδιορρυθμία ποὺ ὑπολείεπται σ’ ἕναν ἐκκεντρικό, εἶναι νὰ μένει τελείως ἀφανής.

 

Τὸ νὰ εἶναι κανένας μαρξιστής, δὲν εἶναι τόσο ζήτημα μορφώσεως, ὅσο ζήτημα ἰδιοσυγκρασίας.

 

Νιώθω τὸ μυαλό μου, σὰ μιὰ μεγάλη ἀνοιχτὴ περιοχή — ἕνα τοπεῖο ἀναπεπταμένο. Μέσ’ στὴ γνώριμη αὐτὴ περιοχή, συμβαίνουν πλῆθος πράγματα οἰκεῖα — ἕνα πλῆθος πράγματα ἐναλλασσόμενα καὶ καθημερινά, ποὺ τὰ παρακολουθῶ σὰ θεατής: Βλέπω τὶς πιὸ παραμικρές του λεπτομέρειες, τὶς παραμικρότερες κινήσεις, τὰ δέντρα, τοὺς δρόμους, τὶς γωνιές, τὶς ἐναλλαγὲς τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας, ὅλες τὶς καιρικὲς μεταβολές… Ξαίρω, σχεδόν, ὅλα τὰ χρώματα, σ’ αὐτό, ὣς τὶς πιὸ λεπτές τους ἀποχρώσεις. Δὲν ἀπολείπουν, βέβαια, τ’ ἀπρόοπτα, ἀλλὰ ξαίρω νὰ μαντεύω, κάπως, τὸ μυστικὸ καὶ λογικὸν εἱρμό τους… Πιὸ πέρα, ὅμως, ἀπ’ τὴ γνώριμη αὐτὴ περιοχή, πιὸ πέρα κι’ ἀπὸ τὰ βουνά, ποὺ κλείνουν τὸν ὁρίζοντα — ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ μιὰ τοποθεσία —  νιώθω τὸ μυστήριο, τὸ ἄγνωστο, τὸ δίχως τέλος, νὰ μὲ περιβάλλει.

 

Ἡ μόνη μου παρηγοριά, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ χάνουνται τὰ προσφιλῆ μας ὄντα — εἶναι ὅτι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, θὰ ρθεῖ μιὰν ὥρα νὰ χαθῶ κ’ ἐγώ.

 

Ὁ ἀληθινὸς δημιουργὸς κάνει, συνήθως, ἕνα ἔργο μόνο, ἐνῶ μπορεῖ νὰ κάνει ἑκατὸ — ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μὴ δημιουργό, ποὺ καταλήγει νὰ κάνει ἑκατό, ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ κάνει ἔνα.

(1/12/1933)

* * *

Ἡ ζωή μας μοιάζει, μέσ’ στὸ Σύμπαν, μ’ ἕνα σκοινί, τεντωμένο σὲ μιὰν ἄβυσσο, ποὺ δὲ φαίνεται τὸ τέλος κ’ ἡ ἀρχή του — καὶ ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τὸ περάσει, θέλοντας καὶ μή, προσπαθώντας διαρκῶς, σὲ κάθε βῆμα, νὰ κρατήσει τὴν ἰσορροπία.

 

Θαυμάζουμε, συχνά, τὴν Ἐπιστήμη, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ βρῆκε καὶ κατέχει, ἐνῶ θὰ ἦταν πολὺ πιὸ λογικό, νὰ καταλογίζαμε εἰς βάρος της ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τῆς διαφεύγουν.

 

Εἶναι θλιβερὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, τὶς πιὸ λαμπρὲς ἰδέες, στὴ ζωή, ποὺ συλλαμβάνουν ἄνθρωποι τῆς σκέψεως, κατὰ τὸ πλεῖστον μεγαλοφυεῖς — τὶς ἐφαρμόζουν ἄνθρωποι τῆς δράσεως, ποὺ εἶναι σχεδὸν πάντοτε ἠλίθιοι.

 

Ἡ Τέχνη μπορεῖ νὰ εἶναι κλασική, μπορεῖ νὰ εἶναι ρωμαντική, μπορεῖ νὰ εἶναι ρεαλιστική, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρωπιστική, μπορεῖ νὰ εἶν’ ἐπαναστατική — ἀλλὰ εἶναι, προπαντός, α ἰ σ θ η τ ι κ ή. Ὅσοι παραγνωρίζουν τὸν εὐαίσθητον αὐτὸν καὶ λεπτὸν αἰσθητικό της χαρακτήρα, θὰ μένουν πάντα μακρυὰ ἀπὸ τὰ σύνορά της.

 

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κατορθώσει νὰ συλλάβει καὶ νὰ καθορίσει ὣς ποῦ φτάνει ἡ ἀντίληψή του, καὶ σὲ ποιὸ σημεῖο, ἀκριβῶς, ἀρχίζει ὁ κύκλος τῶν πραγμάτων ποὺ δ ὲ ν  τ ο ῦ  ε ἶ ν α ι  δ υ ν α τ ὸ ν  ν ὰ  κ α τ α λ ά β ε ι — ἔχει κλείσει, πλέον, ὅλη τὴν καμπύλη τῆς ἐφικτῆς, σ’ αὐτὴ τὴ γῆ, ἀνθρώπινης σοφίας.

 

Ἡ Τέχνη εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ περισώσει καὶ νὰ συγκρατήσει, ὅσο εἶναι δυνατὸν ἀνέπαφ⟨ε⟩ς, ἀπ’ τὸ διαρκῆ ἀφανισμό, καὶ νὰ τὶς διατηρήσει, ὅσο εἶναι δυνατὸν γιὰ πάντα, κάποιες ὡρισμένες συγκινήσεις, κάποιες ἀνθρώπινες μοναδικὲς στιγμές, ποὺ θεωρεῖ πολύτιμες γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους.

 

Γιὰ μένα δὲν ὑπάρχουν οὔτε τάξεις, οὔτε διακρίσεις ἐθνικές, ἢ ἀνθρώπων μορφωμένων κι’ ἀμόρφωτων — ἀλλὰ δυὸ σαφεῖς κατηγορίες: ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀγαθοί, πονετικοί, καλοπροαίρετοι, εὐαίσθητοι — κι’ αὐτῶν ποὺ εἶναι ὕπουλοι,πανοῦργοι, ἐγκληματικοὶ καὶ θηριώδεις. Ὅσο οἱ δυὸ αὐτὲς κατηγορίες θὰ συνυπάρχουν μέσ’ τὴν ἴδια κοινωνία, καὶ δὲ θὰ εἶναι χωρισμένες σὲ δυὸ κόσμους ποὺ νὰ μὴν ἔχουν ἐπαφὴ ο ἕνας μὲ τὸν ἄλλο — ἐντελῶς ξένους ἀναμεταξύ τους — θὰ θεωρῶ χιμαιρικὴ καὶ μάταιη κάθε προσπάθεια γιὰ κάθε θεμελίωση μιᾶς ὁποιασδήποτε ἄρτιας Κοινωνίας.

(1/1/1934)

* * *

Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι κάποια Μυστικὴ Δικαιοσύνη ἔθεσε ἔτσι, ἐπὶ γῆς, τὰ πράγματα, ὥστε, ὅπου συναντᾶται ἔγκλημα, νὰ ἐπακολουθεῖ κ’ ἡ τιμωρία. Τὸ κακό, μονάχα, εἶναι τοῦτο: ὅτι εἶναι τόσο βραδυκίνητη, ὥστε ἄλλος, ἐντελῶς, νὰ κάνει ἕνα ἔγκλημα, κι’ ἄλλος νὰ δέχεται, μετά, τὴν τιμωρία…

 

Ἡ σύμπηξη τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων στὴ σημερινή μας κοινωνία, στηρίζεται, κυρίως, σ’  ἕνα σύστημα ὄχι ἀμοιβαίων, ἑκουσίων καὶ λογικῶν μικροϋποχωρήσεων, ἀλλ’ ἀμοιβαίων ὑλικῶν καὶ ἠθικῶν, μεγάλων ἢ μικρῶν, ἐκβιασμῶν.

 

Γιὰ μένα, ἕνας ἄνθρωπος καχύποπτος, εἶναι ἤδη ὕποπτος ὁ ἴδιος…

 

Ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τὴν Τέχνη νὰ ἐξυπηρετεῖ μιὰ «σκοπιμότητα», συμβατικὴ καὶ περιωρισμένη, καὶ δὲν τὴ δέχονται διαφορετικά — μοιάζουν, φοβερά, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲ μποροῦν νὰ ἐκτιμήσουν τὰ φωτιὰ — τὴ λάμψη της, τὴ ζέστα της καὶ τὴν παρηγοριά της — ἄν, ἀπάνω στὴ λαμπρή της φλόγα, δὲ μαγειρεύεται καὶ κάποιο φαγητό…

(1/2/1934)

* * *

Ἡ Θρησκεία, γενικά, εἶν’ ἕνα ὕφασμα, κόμμοδο πολὺ καὶ βολικό, ποὺ ἐπιτρέπει σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὸν ἀνεξέλικτο καὶ καθυστερημένον, ὣς τὸν πιὸ πνευματικὰ προχωρημένο, νὰ κόβη ροῦχο, ἀκριβῶς στὰ μέτρα του, ποὺ νὰ τοῦ ἐφαρμόζη ἀπολύτως. Κι’ ἐπειδή, κατὰ κανόνα, κάθε ἄνθρωπος ἔχει, ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση, τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ βρίσκεται ντυμένος, καθένας ἔχει τὸ ἀνάλογο κοστούμι του, ποὺ τὸ φορεῖ ὡσότου νὰ πεθάνη. Ἀλλ’ ἂν ὑπάρχουν τόσα ροῦχα ὅσοι κι’ ἄνθρωποι, — τὸ ὕφασμα, ἀπ’ τὸ ὀποῖο κόβονται, εἶν’ ἕνα πάντα, καὶ μοναδικό.

*

Ὑπάρχουν κάποια ὡρισμένα στάδια ἀσχολιῶν, κι’ ἀνθρωπίνων διακρίσεων, — ἐπαγγελματικῶν, νὰ πῆ κανένας, — στὰ ὁποῖα, ἐκεῖνος ποὺ ἀνήκει, δὲ μπορεῖ παρὰ ν’ ἀνέβη, μόνο, εἴτε καὶ νὰ μείνη, κάπου, στάσιμος, ἀλλὰ ποτὲ νὰ ξανακατεβῆ ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅπου ἔφτασε, καθὼς συμβαίνει σ’ ἄλλα, παραπλήσια: ἕνας καλλιτέχνης, λόγου χάριν, ποὺ ἔφθασε νὰ βαθμολογηθῆ, μ’ ἕναν ὁποιοδήποτε βαθμό, στῶν ἀνθρωπίνων ἀξιῶν τὴν κλίμακα, μπορεῖ, μὲ κάποιο ἔργο του καινούργιο, νὰ ξεπεράση τὸ βαθμὸν αὐτό, καὶ νὰ φτάση σ’ ἕνα μεγαλύτερον, — εἴτε καὶ νὰ μὴν τὸν ὑπερβῆ, καὶ νὰ μείνη στάσιμος σ’ αὐτόν, — ἀλλὰ δὲ μπορεῖ, ὅ,τι κι’ ἂν κάμη, νὰ κατεβῆ ἀπ’ τὸ βαθμὸν αὐτό, καὶ στὸ συγκριτικό, μεγάλο πίνακα, νὰ ὑποβιβασθῆ σ’ ἕνα μικρότερο. Μένει σ’ ἐκεῖνον, — ἢ τὸν ὑπερβαίνει.

(1942)

* * *

Ὅλη μας ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἔγκειται καὶ συνίσταται σὲ τοῦτο: στὸ νὰ θέτη, μόνο, τὰ προβλήματα, δίχως νὰ μπορῆ καὶ νὰ τὰ λύση. Τὸ νὰ τὰ θέτη μόνο, τῆς ἀρκεῖ.

 

Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς κρύβει τὴν Ἀλήθεια, εἶναι οἱ πολλὲς μικρὲς ἀλήθειες. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς εἶναι κι’ ἡ Ἐπιστήμη.

(1942)

* * *

Δὲν εἶναι μιὰ λεπτὴ μελαγχολία στὸ νὰ συλλογίζεται κανένας, ὅτι κι’ οἱ πιὸ ἀκραῖοι ριζοσπάστες, οἱ «πρωτοπόροι» κάθε γενεᾶς, — στὴν περιοχὴ τῆς Ἐπιστήμης, τῆς Φιλοσοφίας καὶ τῆς Τέχνης, — εἶναι οἱ «κλασικοὶ» τῆς ἑπομένης, — κι’ ἁπλῶς οἱ «πρόδρομοι» τῆς παρακατινῆς;…

(1942)

* * *

Ἡ εὐκολία τοῦ νὰ γράφη κανεὶς στίχους, τὸν ἐμποδίζει, κάποτε, νὰ εἶναι ποιητής.

Δὲ χωρεῖ καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ἕνα ἔργο Τέχνης, γενικά, ἄξιο τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, δημιουργεῖται, ἀποκλειστικά, γιὰ μιὰ λεπτή, βαθειὰ καὶ μυστικὴ ἀτομικὴ χαρὰ τοῦ καλλιτέχνη· κι’ ὅμως ἡ λεπτὴ αὐτὴ χαρὰ ἔγκειται, μᾶλλον, στὸ νὰ διαισθάνεται ὅτι δίνει μὲ μορφὴ συγκεκριμένη, κι’ ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸν πιὸ ἄρτια κι’ ἀπόλυτα, — κι’ ἂν ἦταν τρόπος, ἀκατάλυτα κι’ αἰώνια, — τὴ συγκίνησή του καὶ στοὺς ἄλλους.

Ὅσοι πιστεύουν θετικά, φανατικά, στὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, δημιουργοῦν ἀκούσια, μιὰ δ ε ύ τ ε ρ η θρησκεία, ἴση σ’ ὑπερβολὲς κι’ ἀποτελέσματα, μ’ ἐκείνων ποὺ πιστεύουν πὼς ὐπάρχει.

(1/2/1943)

* * *

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ σὲ ὑποχρεώνει νὰ παίζης ἔνα ρόλο, διαρκῶς, καὶ νὰ ὑποκρίνεσαι μαζί του, ἢ ποὺ παίζει ὁ ἴδιος ἕνα ρόλο, ἔστω καὶ ρόλο συμπαθῆ, μαζί σου, δὲ μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνη φίλος σου.

Δὲ μισεῖ πραγματικὰ κανένας, παρὰ κάτι ποὺ τὸν ταπεινώνει, καὶ ποὺ τὸ νιώθει δυνατώτερό του.

Τὸ νὰ κατέχης, στὸν ἀνώτατο βαθμό, τὴν αἴσθηση τῆς πλέριας Ἁρμονίας, τῆς Συμμετρίας, τῆς Προοπτικῆς, κι’ ὅλα, μαζί, τὰ μυστικὰ τῆς πλέριας Τεχνικῆς, — ποὺ ἀποτελοῦν, θαρρεῖς, τὰ «ράγια», — καὶ ν’ ἀφίνης, ἔπειτα, ἀπάνω τους, νὰ κυλάη, μ’ ὁποιοδήποτε ρυθμό, τὸ βαγόνι τῆς Ἐμπνεύσεώς σου, — εἶναι, πιστεύω, ἀκριβῶς, τὸ Ἅπαντο τῆς Τέχνης.

(15/2/1943)

* * *

Τὸ Παρὸν εἶναι παιδὶ τοῦ Παρελθόντος: εἶναι τὸ γέννημα τοῦ ὅ,τι προηγήθη. Ἀλλ’ ὅπως ὅλα τὰ παιδιά, εἶναι ἀχάριστο! Περιφρονώντας τὴν καταγωγή του, δίνει καὶ στὸ Μέλλον τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ ἀρνηθῆ τὸ σεβασμό του. Ἐκτὸς ἂν ὁ σκοπός του εἶν’ αὐτός!  Ἀλλὰ πολὺ φοβοῦμαι πὼς δὲν εἶναι…

 

Ἡ ἄγνοια κρατεῖ μιὰ πιθανότητα, ὅτι μπορεῖ νὰ γίνη, κάποτε, σοφία· ἡ ἐπηρμένη ὅμως ἡμιμάθεια, μὲ τὸ νὰ εἶναι βέβαιη πὼς εἶναι ἡ σοφία, ἀποκλείει κάθε τέτοιο ἐνδεχόμενο.

 

Εἶναι πολλοί, πού, σ’ ὅλα τὰ συμβαίνοντα, βλέπουν τὴν ἔμφυτη κακία τῶν ἀνθρώπων. Δὲ συμμερίζομαι τὴν ἄποψην αὐτή. Ἐγώ, ἀπεναντίας, κι’ ἀπ’ ἀνέκαθεν, βλέπω, στὴν ἴδια τὴ Δημιουργία (στὴ Ζωή, καὶ στὴ Δημιουργία, θεωρουμένη αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν, χωρὶς τὰ πρόσθετα κακὰ τῆς κοινωνίας, πού, αὐτά, εἶν’ ἔργο τῶν ἀνθρώπων), τόσο κτηνώδη ἀσυνειδησία, τόσο ἀποτρόπαιαν, ἠλίθια καὶ τερατώδη ἐγκληματικότητα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ἀπέναντι σ’ ἐκείνη, νὰ μοιάζη, μᾶλλον, δυσανάλογα καλός…

(1/3/1943)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *