cebacebfcf83cebcceb9cebaceac cf83ceb5cf81ceadcf84ceb9cebaceb1 cebcceb9ceb1 cf83cf85cebdceb5cf81ceb3ceb1cf83ceafceb1 cf84cebf

Θα παρουσιάσω σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο πάνω σε ένα εύθυμο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου. Ωστόσο, ο Κόρτο δεν περιορίστηκε στο να πληκτρολογήσει το χρονογράφημα του Ψαθά ή έστω να το σχολιάσει σε εισαγωγή και επίλογο, αλλά πρόσθεσε επίσης ένα απόσπασμα από ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ψαθά, οπως και ένα παρεμφερές χρονογράφημα του Δημ. Γιαννουκάκη -κι έτσι εμπλούτισε πάρα πολύ το αρχικό κείμενο.

Μια και ο Κόρτο έχει γράψει και εισαγωγή, εγώ δεν θα πω τίποτε άλλο, του δίνω ευχαρίστως τον λόγο. Προσθέτω μόνο μερικά γιουτουμπάκια σε λινκ. Αλλά επειδή εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω ότι το κείμενο έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, τόσο ως προς τη μίμηση της διανθισμένης με γαλλικά ιδιολέκτου των νεόπλουτων ή τις παρατηρήσεις του Ψαθά για τα ρήματα σε -άρω, όσο και ως προς την αναφορά στο επιφώνημα «Ιφ» (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο).

Εισαγωγή

Τον σφετερισμό του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ και μάλιστα από κάποιους εκ των «πλουτισάντων επί Κατοχής» θίγει ο Δημήτρης Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Κοσμικά – σερέτικα». Στο κείμενο στηλιτεύεται η υποκριτική μεταστροφή ενός κόσμου που ενώ μέχρι πρόσφατα περιφρονούσε και επιτίθετο σε οτιδήποτε λαϊκό και ελληνικό, ακόμα και στην γλώσσα μας, εκ των υστέρων υιοθέτησε συνήθειες συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας που κανονικά ήταν ταυτισμένες με τα λαϊκά στρώματα –εκτοπίζοντας τα τελευταία από τους δικούς τους φυσικούς χώρους.

Το κείμενο αντλήθηκε από αχρονολόγητο τόμο ανθολόγησης δημοσιευμάτων του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Από την εύθυμη πλευρά», εκδόσεις Μαρή (πιθανώς επανέκδοση). Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι μία έκδοση με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 1960. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί η ακριβής χρονολόγηση και το φύλλο της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το εν λόγω χρονογράφημα. Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα. Οπωσδήποτε η χρονολόγηση του ακολούθου κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1948, δεδομένου ότι το τραγούδι «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» (ή αλλιώς «η ντερμπεντέρισσα») του Βασίλη Τσιτσάνη και του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε στις 18/10/1947, σε ερμηνεία της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του συνθέτη (η σχετική πληροφορία από τον ιστότοπο rebetiko sealabs).

 

ΚΟΣΜΙΚΑ – ΣΕΡΕΤΙΚΑ

Πήγατε στα μπουζούκια; Όχι; Κύριε ελέησον! Όλος ο καλός κόσμος πηγαίνει στα μπουζούκια σήμερα –είνε πολύ της μόδας. Δεν το ξέρατε; Τότε, λοιπόν, δεν παρακολουθείτε τις τάσεις και τις ψυχαγωγικές προτιμήσεις της εποχής. Τα μπουζούκια είνε από τις βαρύτερες και τις πιο σέρτικες μουσικές απολαύσεις των λεπτοφυών ψυχών που εμπούχτισαν όλα τα άλλα. Ως τώρα η καρδιά τους ήταν δοσμένη ολοκληρωτικά στον Μπετόβεν και τον Μοζάρ. Τώρα ο Μοζάρ και ο Μπετοβέν μοιράζονται την δόξα με τα μπουζούκια! Μπορώ να σας πω, μάλιστα, ότι η «ντερμπεντέρισσα» έχει περισσότερο σουξέ από τις συμφωνίες του Μποτοβέν.

Μια πολύ καθώς πρέπει κυρία, που τρώει το ρο, ήταν καταγοητευμένη.

-Πήγατε μπουζουκιά;

-Μπουζουκιά, μαντάμ;

-Βουί. Τ’ ακούσατε; Είνε υπέγοχα! Εγώ πηγαίνω κάθε βγάδυ!

Κι’ άρχισε να τραγουδά με καλλικέλαδη φωνή ένα βαρύ ρεμπέτικο:

Είμαι μια γυναίκα φίνα – ντεγμεντέγισσα

που τους άντγες σαν τα ζάγ-για – τους μπεγλέγισα

Ομολογώ ότι δεν περίμενα τόσο σερετιλίκι από μια τέτοια ύπαρξη:

-Τους μπεγλερίσατε, μαντάμ;

-Βουί.

-Από κάτω απ’ το ραδίκι, κάθονται δυο πιτσιρίκοι.

-Τι είνε απτό;

-Απτό είνε ένα παληό ρεμπέτικο, κλασσικό.

Έδειξε πολύ ενδιαφέρον γιατί ο καλός κόσμος τελευταία δείχνει πολύ ενδιαφέρον για κάθε τι σερέτικο. Ως τώρα όχι μονάχα τ’ απέφευγε με φρίκη, όλα αυτά, αλλά και δεν καταδεχόταν ούτε καν τα ελληνικά του να μιλήση παρά μονάχα εν εσχάτη ανάγκη κι’ όταν τύχαινε να τα μιλά, φρόντιζε να τ’ αραιώνη με λίγη ξενική διάλυση για να μη του τσούζουν το λαρύγγι. Γι’ αυτό άκουες εκείνα τα θελκτικά φραγγολεβαντίνικα εστιμάρω, πλεζαντάρω, φρεκαντάρω, ανταπτάρω, κονσολάρω, ντεφινάρω, ντιβορσάρω κι’ άλλα τέτοια ων ουκ έστιν αριθμός –εκλεπτισμένες αποδόσεις αντιστοίχων ελληνικών ρημάτων με γαλλοποιημένες καταλήξεις, επί το αριστοκρατικώτερον. Αλλά η γλωσσική ιδιορρυθμία του καλού κόσμου προχωρούσε συχνά πολύ περισσότερο κι’ έπαιρνε απροσδόκητες εκφραστικές μορφές. Δεν μ’ έφερε σ’ αδιέξοδο μια φορά κάποια τέτοια κυρία με κάτι τέτοια; Μόλις μας είχαν συστήσει. Μου έσφιξε το χέρι με κύτταξε στα μάτια και με ρώτησε:

-Πώς κάνετε;

Έμεινα! Και σκεφτόμουν –μωρέ τι με ρωτάει τούτη; Και γιατί τάχα το ρωτάει;

-Πώς κάνω, είπατε;

Χαμήλωσα τα μάτια με συστολή και προσπαθούσα να βρω τρόπο ν’ απαντήσω περιφραστικά στην απορία της όταν ευτυχώς μου ξαναείπε:

-Τι κάνετε;

-Παρντόν μαντάμ. Κάτι άλλο με ρωτήσατε.

-Ναι. Ρώτησα πώς κάνετε. Έτσι συνηθίζεται τώρα.

Στον καλό κόσμο συνηθιζόταν τότε να ρωτάνε πώς κάνετε, αλλά δεν ήταν τίποτε κακό. Επρόκειτο απλούστατα για την επί λέξει μετάφραση του αγγλικού «χάο ντου γιου ντου» που δεν θα πη «τι κάνετε» αλλά «πώς κάνετε». Κι’ επειδή οι Εγγλέζοι δεν ρωτάνε τι κάνετε αλλά πώς κάνετε με ερώτησε κι’ εκείνη πώς κάνω και με μπέρδεψε. Σήμερα όμως ο καλός κόσμος εγκατέλειψε όλα αυτά –μόδες είναι και περνάνε- και τόρριξε στο σερετιλίκι. Στους κοσμικούς κύκλους είναι τώρα πολύ αν βογκ οι λαϊκές εκφράσεις και βλέπετε την καθώς πρέπει δεσποινίς να τραβά το πακετάκι και να λέη:

-Ντάρλιγκ, τσίμπα τσιγαράκι.

Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα από αυτά κι’ ένα βράδυ ένιωσα κατάπληξη. Βρέθηκα στα «μπουζούκια» κι’ εκεί που περίμενα να δω «αδερφάκια», και «ιφ», και ωραία λαϊκά βαρύθυμα τσαλιμάκια στις στροφές του χασάπικου, με το μαλλί πεσμένο στο κούτελο και με τις στράκες των δακτύλων στις βαρύγδουπες αναπηδήσεις του χορού, είδα λιμουζίνες και κομψές κυρίες ν’ αριβάρουν. Άρχισα ν’ αμφιβάλλω, αν βρισκόμουν στου Γιαννάκη ή στις Τζιτζιφιές, αλλά η μελωδικά βραχνή φωνή της μάγγικης ορχήστρας με τα μπουζουκάκια και τα μπαγλαμαδάκια δεν επέτρεπαν αμφιβολίες. Κομψότατες κυρίες καθόντουσαν εκεί κι’ απολαμβάνανε μερακλωμένες το πιο σέρτικο χαρμάνι της λαϊκής μουσικής παραγωγής:

Τρέξε, μάγγα, να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμ’ εγώ…

-Πούσαι καϋμένε Μπετόβεν προδομένε! είπα μέσα μου κι’ ύστερα γύρισα σ’ έναν βαρύθυμο λαϊκό τύπο που ερέμβαζε συννεφιασμένος στο πλαϊνό τραπεζάκι και ρουφούσε μόνος τη ρετσίνα του.

-Χάλασε το μαγαζί!

Γύρισε και με κύτταξε:

-Ναι, μωρ’ αδερφάκι! Δε γλέπεις τι γίνεται; Μπουκάρισε το Κολωνάκι. Ένα σερετιλίκι μας έμεινε, μας το πήρανε κι’ αυτό.

Κύταξε δεξιά, έφτυσε αριστερά, ύστερα τράβηξε το ποτήρι του και πρόσθεσε:

-Κύττα πέρα, μωρ’ αδερφάκι. Ο Κοκός έγινε ντερβίσης!

Κι’ ένα αδιόρατο χαμόγελο ανέβηκε στο βαρύθυμο πρόσωπό του, ενώ ο Κοκός παραπέρα τα κοπανούσε γενναία απολαμβάνοντας με την καθώς πρέπει συντροφιά του την σέρτικη μουσική του ρεμπέτικου. Μίλησε επί τέλους, η ψυχή της εξελιγμένης μαυραγοριτίας.

*********************

ΣΧΟΛΙΟ

Το μοτίβο της απροσδόκητης επαφής της ξενομανούς και υπεροπτικής «καλής κοινωνίας» με τον λαϊκό πολιτισμό έχει καταγραφεί σε έναν αριθμό τραγουδιών, κειμένων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών. Ενδεικτικώς σημειώνεται το τραγούδι «Παλιά ταβέρνα» σε μουσική του Γ. Βιτάλη και στίχους του Σπύρου Μελά και του Αλέκου (ή ίσως του Μιλτιάδη) Λιδωρίκη (1931). Σκηνή ρεμπέτικου γλεντιού σε κατοικία νεόπλουτων που προσπαθούν να μιμηθούν την ευρωπαϊκή αριστοκρατία απαντάμε στην ταινία «Ο πύργος των ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου και του Γιώργου Ασημακόπουλου (1952), όπου εμφανίζεται η ορχήστρα του Γιώργου Μητσάκη, μαζί και την Άννα Χρυσάφη (ερμηνεία) και τον Γιώργο Ζαμπέτα (μπουζούκι) να παίζει το γνωστό «Μια γυναίκα δύο άντρες» (στίχοι – μουσική του Μητσάκη, ηχογράφηση σε δίσκο 1952). Αλλά και ο ίδιος ο Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του «οικογένεια Βλαμένου», γραμμένο σε συνέχειες σε περιοδικό περί το 1950, περιλαμβάνει την ακόλουθη αστεία σκηνή από την δεξίωση του λόρδου Φαγάνα, όπου παρευρίσκεται και ο πολιτευτής Ζαν Βλαμένος:

(…)

vlamm

Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη από την «οικογένεια Βλαμένου» του Δημήτρη Ψαθά.

Στο μεταξύ, όμως, κάποιος από το «χάι λάιβ», σκασμένος απ’ τις σάμπες και τα σουίγκ γλύστρησε στο ραδιογραμμόφωνο κι’ έβαλε μια πλάκα ρεμπέτικη. Ύψιστε! Τα πάντα άλλαξαν αστραπιαία! Με τους πρώτους ήχους των μπουζουκιών όλοι οι αετονύχηδες της μαύρης αγοράς και του λαθρεμπορίου στάθηκαν έκπληκτοι. Με τους δεύτερους αναγάλλιασαν. Με τους τρίτους χλιμίντρισαν. Βαρύ, γλυκό, σερέτικο χύθηκε το τραγούδι στην ατμόσφαιρα:

Η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι
Στον κόσμο το σημερινό, αυτό το ξέρουν όλοι!…

Και τότε, λόρδοι και λαίδες ξεσπάσανε σ’ ένα απολυτρωτικό:

-Αμάν! Βαγγελίστρα μου!

Κατακόκκινος από οργή ο οικοδεσπότης λόρδος Φαγάνας είδε την καταστροφή κι’ έτρεξε ανάστατος στο ραδιογραμμόφωνο να βγάλη την πλάκα σαν πυροσβέστης που τρέχει να σβύση τη φωτιά. Αλλά δεν ήταν φωτιά εκείνο που άναψε. Ήτανε έκρηξη πυριτιδαποθήκης. Πάταγος γινόταν. Οι καλεσμένοι ουρλιάζανε σφυρίζανε, χτυπούσαν παλαμάκια και δυο τρεις πετάξανε τα φράκα κι’ ώρμησαν στην μέση να χορέψουν το ζεμπέκικο ενώ ο κυρ-Αντρέας Βλαμένος συνεπαρμένος απ’ τη μελωδία των μπουζουκιών –στους οίστρους του τσακίρ κεφιού- τραγουδούσε μουγκρίζοντας τους πολυσήμαντους στίχους:

Ζηλεύουνε οι φίλοι μου ντυμένο
σαν με δούνε

Μπατίρη θέλουν να με δουν
για να φχαριστηθούνε!…

Του κάκου ο λόρδος Φαγάνας φώναζε:

-Όχι! Όχι! Αυτά απαγορεύονται!

Οι καλεσμένοι όμως βοούσαν:

-Άστους Φαγάνα! Άσε τα παιδιά να ξεθυμάνουν! Γεια σας τζιμάνηδες! Γεια σας δερβισόπουλα!

(…)

 

Περίπου την ίδια εποχή, στις αρχές του ’50, το θέμα της επαφής του μπουζουκιού με τα υψηλά κοινωνικά στρώματα και την υποτιθέμενη διείσδυση του ρεμπέτικου μέσα στις φόρμες της ακαδημαϊκής τέχνης, διακωμωδεί ο Δημήτρης Γιαννουκάκης από την στήλη «Σοβαρά και αστεία» της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (5/10/1951) στο ακόλουθο ευθυμογράφημά του με τίτλο «ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΣΤΡΙΕΣ»:

 

Με παρεκάλεσαν να μην κάμω χρήσιν ονομάτων και σέβομαι την παράκλησι. Το γεγονός όμως είναι εξακριβωμένο και αδιαφιλονίκητο. Μου το επιβεβαίωσε γνωστός λαϊκός μουσικός, του οποίου η στιχουργική φαντασία δεν φτάνει βέβαια τον Μπωντελαίρ, αλλά το πολύ έως το ποιητικώτατο τετράστιχο:

Γεια-χαρά νταν, γεια-χαρά νταν
σε είδα στο καφέ σαντάν
να πίνης ούζο και κρασί
και να μη λες ούτε μερσί…

Μου το εβεβαίωσε λοιπόν και μου είπε:

-Ίσαμε τώρα έχω τρεις.

-Μαθήτριες;

-Μαθήτριες.

-Στο μπουζούκι;

-Αμέ πού; Στο βιολοντσέλλο; Μπουζούκι ξέρω, μπουζούκι ήρθαν να μάθουν τα κορίτσια.

-Τι πράγματα είναι αυτές;

-Πρώτης γραμμής κοπέλλες. Η μία είναι κόρη πρώην υπουργού. Της αλληνής ο μπαμπάς είναι βιομήχανος και η τρίτη είναι ορφανή από πατέρα, έχει όμως κληρονομήσει δύο πολυκατοικίες και η προίκα της κουβεντιάζεται σε δέκα χιλιάδες κομμάτια.

-Και θέλει να μάθει μπουζούκι;

-Θέλει λέει; Δίπλωμα πιάνου, θεωρία, αρμονία, απ’ όλα. Πέρυσι το καλοκαίρι ερχότανε στα «μπουζούκια». Ξετρελλαμένη. Κουβάλησε κι’ άλλες φίλες της. Και φέτος μου αρριβάρησε κι’ ήρθε να μάθη.

-Έμαθε;

-Πάει φίνα. Στην διπλοπεννιά δεν τα καταφέρνει, μα θα την ξεσκολίση κι’ αυτή.

-Τη διπλοπεννιά;

-Μάλιστα.Η άλλη, η κόρη του υπουργού έμαθε μπουζούκι τέλειο. Τώρα άρχισε μπαγλαμαδάκι.

-Κι’ η τρίτη;

-Μπουζούκι κι’ αυτή. Τα κορίτσια έχουν δίκιο. Γίνονται συναυλίες και ρεσιτάλ και δεν πατάει ψυχή. Μπετόβεν σου λέει και τρέχα γύρευε. Καλός ήτανε ο Μπετόβεν βέβαια και μεγάλος, μα τώρα αυτοί παλιώσανε. Είναι η σειρά μας.

-Σωστά. Γεια-χαρά νταν, γεια-χαρά νταν.

-Σε είδα στο καφέ σαντάν!… Πού το ξέρεις;

-Έχω καταγίνει λίγο με την ποίησι, του είπα, και τέτοια αριστουργήματα δεν τα ξεχνώ εύκολα.

-Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι… για τις κοπέλλες. Βλέπουνε ότι στα ρεσιτάλ δεν πατάει κόσμος, ενώ τα μπουζούκια τραβάνε τους φιλόμουσους, σκεφτήκανε να δώσουν μια συναυλία μπουζουκιών.

-Μπουζουκορεσιτάλ;

-Ακριβώς;

-Τι θα παίξουν;

-Ου!… Ένα σωρό πράγματα. Εκτός από διάφορα τραγούδια έχουν γραφτή και συμφωνίες.

-Δεν το ήξερα αυτό.

-Πού ζης κακομοίρη; Έχει γράψει ο Νώντας ο Στραβοκάνης τη «Συμφωνία του Μαστούρη…».

-Ενδιαφέρον. Θα είναι σε τόνο «ρε».

-Ναι, πού το ξέρεις;

-Μα όλες οι συμφωνίες που κάνετε είναι σε ρε. «Παίξε μας ρε…», «Καλά ρε…», «Τι γουστάρετε να παίξω ρε;».

-Μου φαίνεται πως με δουλεύεις ρε…

-Όχι ρε!… Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα;…

-Υπάρχουν κι’ άλλες συνθέσεις: «Το πρελούδιο του χαρμάνη», «Η παθητική σονάτα του Τεκέ», η συμφωνία «Ντα-ρα-ντα-ντραμ… ντα-ρα-ντα-ντραμ, θα ξηγηθούμε με το τραμ» κι’ άλλες πολλές.

-Δηλαδή μεγάλη μουσική κίνησις.

-Πολύ μεγάλη. Αν πάη έτσι το πράγμα, θα ανοίξω «Μποζουκείο».

-Τι μπουζουκείο;

-Πώς είναι το Ωδείο; Εγώ θ’ ανοίξω σχολή για μπουζούκι κι’ ελπίζω σε δυο –τρία χρόνια να γραφτούν και μελοδράματα με ορχήστρα μπουζουκιών.

-Μελοδράματα;

-Αμέ; Πόσα χρόνια θα βλέπη ο κόσμος Ριγκολέτο και Φάουστ; Υπάρχει ένα λιμπρέττο με τον τίτλο «Το μπεγλέρι του Τσίφτη», που θα γίνη μπουζουκόδραμα.

-Πώς το είπες;

-Μπουζουκόδραμα πρώτης τάξεως. Η Τραβιάτα θα πεθάνη…

-Μα πέθανε φυματική, νομίζω…

-Θα πεθάνη άλλη μια φορά και στη θέσι της θα παίζεται το μπουζουκόδραμα «η Ντελμπεντέρισσα».

-Είναι καλό;

-Τσίφτικο. Και υπόθεση πολύ δραματική: Η Ντελμπεντέρισσα αγαπάει τον Μαγγιόρο μα εκείνος της κάνει κορδελλάκια με μια φραγκοραφτού. Έχει μια άρια μέσα στην ώρα που συναντάται στη ζούλα με τη φραγκοραφτού που θα χαλάση κόσμο.

-Δεν μου λες; Ποιος μαέστρος θα διευθύνη τα μπουζουκοδράματα; Δεν πιστεύω να φέρετε απ’ έξω;

-Και βέβαια θα φέρωμε απ’ έξω. Γιατί η Λυρική Σκηνή φέρνει μαέστρους απ’ έξω; Θα φέρωμε κι’ εμείς. Λογαριάζομε μάλιστα για την έναρξι να φέρωμε τον μαέστρο τον Μεμέτη τον Αμπού-Χασσάν.

-Τι είναι αυτός;

-Τούρκος! Μπουζουκτζής μεγάλος. Μας τρώει όλους εμάς!…

-Κι’ οι μπουζουκίστριες; Πότε θα κάνουν εμφάνισι;

-Μα ίσως τον χειμώνα να τις χειροκροτήσετε…

Τι άλλο θέλομε; Παραπονούμεθα ότι δεν έχει μουσική κίνησι ο τόπος. Τα μελετώμενα σχέδια το διαψεύδουν.

*********************

Εν κατακλείδι ας σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου τραγουδιού αναφέρθηκαν στην αποδοχή του μπουζουκιού από την αριστοκρατία, άλλοτε ως μία χιουμοριστική φαντασία, όπως απεικονίζεται στο τραγούδι «Παραπονούνται οι μάγκες» του Γιοβάν Τσαούς (1936) και άλλοτε ως πραγματικότητα, όπως περιγράφεται στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά» (1947), «Κολωνάκι Τζιτζιφιές» (1948) και στο μεταγενέστερο «Το μπουζούκι στο Παρίσι» (1960). Είναι εξαιρετικά επισφαλές να αποφανθεί κανείς ποιοι από τους λαϊκούς μουσικούς -όσοι επέζησαν μετά την Κατοχή- υποδέχθηκαν με ικανοποίηση ή απέρριψαν την διεύρυνση του ακροατηρίου τους προς την «καθώς πρέπει» κοινωνία. Εξίσου παρακινδυνευμένη είναι η υπόθεση ότι η διεύρυνση αυτή αποτέλεσε την βασική αιτία της μετέπειτα εμπορευματοποίησης και ποιοτικής υποβάθμισης του λαϊκού μας τραγουδιού. Το σίγουρο είναι ότι η εκβιασμένη προσπάθεια των νεόπλουτων να αποστασιοποιηθούν από την φυσική τους κοιτίδα, δηλαδή τον ελληνικό λαό, οδήγησε συχνά σε πραγματικά κωμικοτραγικές καταστάσεις…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *