ceb7 cf80cf81ceafceb6ceb1 ceb7 cebccf80cf81ceb9ceb6cf8ccebbceb1 cebaceb1ceb9 ceb7 cf80cf81ceadceb6ceb1

priseΚάποιοι λένε «η πρίζα» ενώ άλλοι λένε «η μπρίζα».

Κάποιοι λένε «η μπριζόλα» ενώ άλλοι λένε «η πριζόλα».

Οι περιπτώσεις φαίνονται ίδιες, αλλά δεν είναι.

Η πρίζα προέρχεται από το γαλλικό prise.

Ερχεται στα ελληνικά, προσαρμόζεται στο τυπικό της ελληνικής ως πρίζα, αλλά από την συμπροφορά με το θηλυκό άρθρο, (την πρίζα) αναπτύσσεται, με βάση τους φωνητικούς νόμους της ελληνικής γλώσσας, ηχηροποίηση (τημπρίζα), οπότε επαναναλύεται ως «την μπρίζα», και από εκεί ο τύπος «η μπρίζα», κάπως ανεπίσημος, προφορικός ας πούμε.

Αυτό το φαινόμενο είναι αρκετά συνηθισμένο και το παρατηρούμε και με τα άλλα άηχα κλειστά σύμφωνα.

Ας πούμε, έχουμε τενεκές και ντενεκές, όπου ο τύπος με ντ προκύπτει από συμπροφορά: τον τενεκέ -> τοντενεκέ, το ντενεκέ, ο ντενεκές.

Παρομοίως, η τομάτα έγινε ντομάτα από ηχηροποίηση, και εδώ ο ηχηροποιημένος τύπος έχει γίνει πλέον ο επικρατέστερος, παρόλο που ο μη ηχηροποιημένος ακόμα θεωρείται επισημότερος.

Για τον ίδιο λόγο λέμε γκαμήλα πλάι στην καμήλα, ή γκαντέμης πλάι στον καντέμη (από το τουρκ. kadem, και όχι από το God damn, όπως θέλει ο μύθος –έχουμε άρθρο).

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η ηχηροποίηση έγινε σε δάνεια λέξη, αλλά υπάρχουν και παραδείγματα όπου ηχηροποιείται λόγω συμπροφοράς ελληνική λέξη κι έτσι, ας πούμε, ο κρημνός έγινε γκρεμός.

Ηχηροποίηση μπορεί να συμβαίνει όμως, σε δάνειες λέξεις, χωρίς να διατηρείται ο μη ηχηροποιημένος τύπος. Έτσι, έχουμε γκανιότα (από γαλλ. cagnotte) χωρίς να διατηρείται ο τύπος «κανιότα», έχουμε μπερντέ (από τουρκ. perde) χωρίς να διατηρείται, τουλάχιστον στην κοινή, ο τύπος «περντές», έχουμε «νταλίκα» (από τουρκ. talika) χωρίς να διατηρείται, τουλάχιστον στην κοινή, ο τύπος «ταλίκα».

Η μπριζόλα, όμως, μας ήρθε ηχηροποιημένη, αφού είναι δάνειο από το βενετ. brisiola, που ανάγεται σε ιταλ. brace, «φωτιά από αναμμένα κάρβουνα».

Κάποιοι όμως, βλέποντας τις λαϊκές ηχηροποιήσεις τύπου μπρίζα, ντενεκές, γκαμήλα κτλ., θεωρούν ότι και η μπριζόλα εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, κι έτσι λένε «πριζόλα», από υπερδιόρθωση.

(Εδώ δεν εννοώ τις γλωσσικές ποικιλίες της ελληνικής όπου η αποηχηροποίηση είναι στάνταρ, ας πούμε στα κυπριακά ή σε κάποιες βόρειες ποικιλίες, όπου είναι στάνταρ να λένε πριζόλα και πλε παταρίες πέρεκ).

Ομολογώ πως δεν μπορώ να βρω άλλες περιπτώσεις υπερδιόρθωσης όπως η πριζόλα, δηλ. όπου ο ετυμολογικά πιστότερος τύπος είναι ο ηχηροποιημένος.

Να γυρίσουμε στην πρίζα, μια και τη βάλαμε και σε εικονογράφηση του άρθρου. Είπαμε ότι προέρχεται από το γαλλικό prise, που σημαίνει «λήψη» και πράγματι είναι το σημείο από το οποίο κάνουμε λήψη, παίρνουμε, ηλεκτρικό ρεύμα. Βέβαια, στην επίσημη ορολογία η πρίζα λέγεται «ρευματοδότης» ενώ «ρευματολήπτης» το φις που μπαίνει στην πρίζα, αλλά αυτό είναι θέμα οπτικής γωνίας.

Πάντως, καταχρηστικά λέμε «πρίζα» και το φις, ιδίως στην έκφραση «τραβάω την πρίζα» (δηλ. τραβάω το φις για να βγει από την πρίζα), μια έκφραση που χρησιμοποιείται και μεταφορικά -ας πούμε, έχει πολλές φορές γραφτεί ότι η ΕΚΤ απειλεί ή ενδέχεται να «τραβήξει την πρίζα» από τις ελληνικές τράπεζες, δηλ. να διακόψει την παροχή ρευστότητας.

Βλέπουμε δηλαδή ότι, αν και σχετικά μοντέρνα λέξη, η πρίζα έχει προλάβει να μπει στη νεότερη φρασεολογία μας. Επίσης, λέμε «είμαι στην πρίζα», εννοώντας «είμαι νευριασμενος, ευερέθιστος, βρίσκομαι σε ένταση, πίεση, εκνευρισμό». Επίσης, βάζω κάποιον στην πρίζα ή τον μπριζώνω. Και μπριζώνομαι, που όμως μπορεί να σημαίνει και «ασχολούμαι με κάτι δείχνοντας έντονο ενδιαφέρον».

Από την ίδια ρίζα με την πρίζα, αλλά από τα ιταλικά, είναι η πρέζα -από το ιταλ. presa, συγκεκριμένο.

Σήμερα πρέζα είναι η μικρή ποσότητας ουσίας σε σκόνη, που παίρνει κάποιος, και κατ’ επέκταση, η ποσότητα ναρκωτικής ουσίας που ρουφιέται από τη μύτη και η ίδια η ναρκωτική ουσία.

Έχει και αθώες χρήσεις η λέξη (μια πρέζα αλάτι, μια πρέζα ταμπάκο) αλλά κυριαρχούν οι χρήσεις οι σχετικές με τις ουσίες, που έχουν δώσει και τα παράγωγα πρεζάκιας και πρεζόνι.

Ενδιαφέρον όμως είναι ότι παλιότερα, ας πούμε τον καιρό του Εικοσιένα, η λέξη είχε διαφορετική σημασία, αφού σήμαινε τη λεία, ιδίως στη θάλασσα.

Για παράδειγμα, στο ημερολόγιό του ο Τομπάζης αναφέρει ένα περιστατικό από τις πρώτες μέρες του ξεσηκωμού, όταν Σαχτούρης και Πινότσης κούρσεψαν τουρκικό πλοίο με προσκυνητές και «η πρέζα είχε περισσότερον από έξ μιλλιούνια γρόσια, ωσάν που ευρίσκοντο πολλά μπριλάντια και αδάμαντες».

Βέβαια, χρειαζόταν προσοχή. Σε έγγραφο της Φρουράς Μεσολογγίου του Φεβρουαρίου 1825 επικρίνονται «οι ανυπόμονοι καταδρομείς, πεινασμένοι διά πρέζα» που χτύπησαν ένα αυστριακό εμπορικό μπρίκι πριν φανεί αν είχε όντως σκοπό να προσεγγίσει την αποκλεισμένη Πάτρα.

Ενόψει της εκστρατείας στην Κάσο τον Ιούνιο του 1824 το κοινό της Ύδρας θέλησε να βάλει κανόνες: «Το Κοινόν της Ύδρας εν πλήρει συνελεύσει απεφάσισεν ότι τα εις την παρούσαν Εκστρατείαν στελλόμενα, και τα εις το εξής σταλησόμενα πλοία κατά των έχθρικών στόλων έάν καμωσι πρέζας (λείας), από τας πρέζας ταύτας ν’ αφαιρεθώσι δέκα τοις εκατόν διά την Κάσαν του Κοινού, το δε επίλοιπον νά μοιρασθεί μεταξύ των καπετάνων και συν­τροφοναυτών όλου του Στόλου.

Αλλά δεν θα πούμε πρεζάκηδες τους ναυτικούς του Εικοσιένα!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *