cf87cebfcf81cf84ceb1ceafcebdceb5ceb9 cebaceb1cebdceb5ceafcf82 cebcceb5 cf87cf8ccf81cf84ceb1

Μια φορά, ένας γνωστός, που θεωρούσε πως πρέπει να τρώει κρέας κάθε μέρα, αν όχι σε κάθε γεύμα, στην προτροπή της γυναίκας του να υιοθετήσει πιο υγιεινό διαιτολόγιο, αντέδρασε λέγοντας: Γελάδα είμαι να φάω χόρτα; Χορταίνει κανείς με χόρτα;

Φυσικά, χόρτα δεν τρώνε μόνο οι γελάδες, και ασφαλώς μπορεί να χορτάσει κανείς χωρίς κρέας, αλλά αν το πάμε ετυμολογικά τότε θα λέγαμε πως μόνο με χόρτα χορταίνει κανείς -ή έστω καταρχήν με χόρτα. Θα την προσέξατε την ομοιότητα των δυο λέξεων άλλωστε, χόρτο ή χορτάρι από τη μια και χορταίνω από την άλλη.

Κι αφού εδώ λεξιλογούμε, ας αφιερώσουμε το άρθρο αυτό στο να διερευνήσουμε, γλωσσικά πάντοτε, πώς χορταίνει κανείς με χόρτα.

Σημερα λέμε το χορτάρι και τα χόρτα, αλλά η λεξιλογική αλυσίδα ξεκινάει στην αρχαιότητα, από τον Όμηρο κιόλας, με μια λέξη γένους αρσενικού. Ο χόρτος λοιπόν, που απαντά δυο φορές στην Ιλιάδα, είναι ο περιφραγμένος περίβολος όπου βόσκουν τα ζώα, ας πούμε στο Λ772-4:

γέρων δ᾽ ἱππηλάτα Πηλεὺς
πίονα μηρία καῖε βοὸς Διὶ τερπικεραύνῳ
αὐλῆς ἐν χόρτῳ

ή, στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή:

κι ο γέρο αλογολάτης
Πηλέας στο Δία τον κεραυνόχαρο παχιά μεριά από βόδι
έκαιγε μέσα στον αυλόγυρο

Η ελληνική λέξη είναι συγγενική με το λατινικό hortus, αφού και τα δυο ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα *gher- από την οποία και τα garden, jardin κτλ.

Στους επόμενους αιώνες έχουμε μια μικρή μετατόπιση σημασίας, και από τον περιφραγμένο τόπο όπου υπάρχουν και βόσκουν ζώα περνάμε σε οποιονδήποτε βοσκότοπο, σε λιβάδι, σε τόπο χλοερό, συχνά στον πληθυντικό, π.χ. καὶ τείχη χόρτων τ’ εὐδένδρων στον Ευριπίδη (Ιφιγένεια εν Ταύροις 134).

Δεύτερη μετατόπιση σημασίας, πιο σημαντική, η λέξη «χόρτος» από λιβάδι άρχισε να σημαίνει «ζωοτροφή». Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικώς για κάθε είδος τροφής ζώου -μάλιστα ο Αισχύλος χρησιμοποιεί τον όρο «λεοντόχορτος» για μιαν αντιλόπη που την κατασπαράζουν τα λιοντάρια, αλλά βέβαια σταδιακά επικράτησε να σημαίνει τη ζωοτροφή των μεγάλων εξημερωμένων ζώων, τον σανό, τη χορτονομή, μάλιστα σε αντιδιαστολή με το σιτηρέσιο των ανθρώπων/στρατιωτών, όπως στον Ηρόδοτο (9.41): σῖτόν τέ σφι ἐσενηνεῖχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῖσι ὑποζυγίοισι.

Και σε μια τρίτη μετατόπιση της σημασίας, από το χόρτο για ζωοτροφή η λέξη σημαίνει το χορτάρι γενικά, που φυτρώνει στη γη, ας πούμε στο κατά Ματθαίον: ὅ τε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησεν, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια.

Στα ελληνιστικά χρόνια εμφανίζεται το υποκοριστικό «το χορτάριον» (καλαμίοις και χορταρίοις στον Διοσκουρίδη) ενώ στα μεσαιωνικά χρόνια αλλάζει και γένος ο χόρτος και γίνεται το χόρτον και το χόρτο, που πρώτη εμφάνιση τη βρίσκω στον Ψελλό τον 11ο αιώνα: τὰ δέ γε χόρτα συνδεσμῶν, ἃ λέγονται καὶ βροῦλα -θα καταλάβατε ότι αυτά είναι τα βούρλα. 

Η σημασία έχει πια στενέψει. Το μεσαιωνικό χόρτο είναι αποκλειστικά το χορτάρι, όχι το λιβάδι.

Και γιατί μας χορταίνουν τα χόρτα;

Οι αρχαίοι είχαν ένα ρήμα, χορτάζω, που σήμαινε «τρέφω ζώο, παχαίνω ζώο», πχ δὴ τότε χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας στον Ησίοδο. Σταδιακά, η σημασία επεκτάθηκε και σε ανθρώπους, αρχικά στους κωμικούς (και με τη σημασία «στουμπώνω») και μετά γενικότερα, δηλ. πήρε τη σημασία «τρέφω κάποιον» και «τρέφομαι», πχ βολβοῖς τ’ ἐμαυτὸν χορτάσων ἐλήλυθα στον Εύβουλο. Επειδή όμως υπήρχαν ρήματα με τη σημασία «τρέφομαι», σταδιακά το «χορτάζομαι» πήρε τη σημασία «τρώω μέχρι κορεσμού», πχ στο Ευαγγέλιο «άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα», που λέει ο Ιησούς στη Συροφοίνισσα, σημασία που τελικά επικράτησε.

Από τον αόριστο του χορτάζω, εχόρτασα, αναπτύχθηκε μεταπλασμένος νέος ενεστώτας, χορταίνω (όπως εσώπασα -> σωπαίνω). Ο τύπος αυτός εμφανίζεται περί τον 10ο αιώνα, π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο:

ἔκβαλε τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ γίνου προσχεριάρης,
καὶ φόρειε τὸ προσώμιν σου καὶ τὸν πηλὸν κουβάλειε,
καὶ τὰ χαλίκια σύνασε, νὰ ἐπάρῃς τὸν μισθόν σου,
καὶ νὰ χορταίνῃς τὸ ψωμίν, τὸ ἐπιθυμεῖς, ὡς λέγεις.

Ο βοηθός του χτίστη χορταίνει το ψωμί, μας λέει, όχι ο φτωχός γραφιάς.

Σήμερα, όταν χορταίνουμε δεν σκεφτόμαστε βέβαια τα χόρτα. Όσο για τη λέξη «χόρτο», στη σημερινή γλώσσα, μπορεί να σημαίνει είτε αυτοφυή ή καλλιεργημένα βρώσιμα φυτά, είτε τη ζωοτροφή.

Χόρτο βέβαια λέγεται και το χασίς, αλλά και το άνοστο φαγητό -θα πούμε «σαν χόρτο είναι αυτές οι ντομάτες», όταν δεν έχουν καθόλου γεύση.

Υπάρχει και η φράση «τον έκανε μία από χόρτα», συχνή παλιότερα στο αθλητικό ρεπορτάζ, δηλ. τον κατατρόπωσε, φάνηκε πολύ ανώτερος. Σε συζήτηση στη Λεξιλογία είχαμε καταλήξει ότι η φράση ξεκίνησε από το «τον έκανε να φαίνεται σαν κάτι εντελώς υποδεέστερο, όπως είναι μια μερίδα χόρτα». Βέβαια, με τις τιμές που πιάνουν ορισμένα ψαγμένα πιάτα με χόρτα σε ψαγμένα μαγαζιά, η έκφραση κλονίζεται.

Κι επειδή χόρτα τρώνε τα ζώα, υπάρχουν και οι φράσεις «(δεν) τρώω χόρτο» (ή, προς επίταση, κουτόχορτο) δηλ. είμαι εύπιστος ή αντίστοιχα δεν πιστεύω τα ψέματα.

Την τελευταία μάλιστα δεκαετία έχει ειδικότερα ξεχωρίσει η λέξη «σανός» για να δηλωθεί η κυβερνητική ή η κομματική προπαγάνδα, κι έχουν βγει και διάφορα μιμίδια ή φωτογραφίες με πολιτικούς αρχηγούς πλάι σε μπάλες ή σε σωρούς σανού.

Αυτό το διαιτολόγιο, αυτού του είδους τα χόρτα, τα έχουμε πια χορτάσει!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *