cf87ceacceb8ceb7cebaceb5 ceb2ceb5cebbcf8ccebdceb9 ceb1cf80cebfcf83cf80ceaccf83cebcceb1cf84ceb1 ceb1cf80cf8c cf84cebf cebccf85ceb8ceb9

velonΘα παρουσιάσω σήμερα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Ο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα της Αλβανίας και πολύ νέος ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας, σπούδασε τοπογράφος στο ΕΜΠ και πολύ νέος εμφανίστηκε στα γράμματα, αποσπώντας μάλιστα το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για την ποιητική του συλλογή «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» το 2013.

Το μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» (Μεταίχμιο 2021) είναι ένα σπονδυλωτό έργο που διαρθρώνεται σε πέντε μέρη, σε πολλούς τόπους και μέσα στον χρόνο. Παρακολουθούμε την οικογένεια των Ζεφάδων, μεγάλη αρχοντοοικογένεια του Δρεπενιού, από το 1932 και μετά, πρώτα στην Αλβανία, μετά το 1991 στην Ελλάδα και, στο τέλος, το ταξίδι του Αλέξανδρου, του εξαφανισμένου αδελφού, στην Αμερική. (Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και σε προηγούμενο μυθιστόρημα του Γκέζου, που δεν το έχω διαβάσει. Όπως θα δείτε, το κανονικό του όνομα είναι Σάντο, κάτι που ίσως είναι βιωματικό του συγγραφέα, ο οποίος, κάπου διάβασα, έμαθε ότι τον λένε (και) Αρμάντο όταν πήγε να δώσει πανελλήνιες, ενώ ως τότε μόνο Χρήστος ήξερε πως λέγεται).

Το Δρεπένι βεβαίως δεν είναι υπαρκτό μέρος, είναι μυθιστορηματικά μεταπλασμένη η Χιμάρα. Πάντως ο συγγραφέας φρόντισε να βρει και ετυμολογία στο φανταστικό τοπωνύμιο («από έναν δευτερεύοντα ημίθεο της ελληνικής μυθολογίας, τον Δρέπανο, που υποτίθεται ότι είχε εξοριστεί από τον Δία για να ζήσει ολομόναχος κι αποκλεισμένος βαθιά μέσα στις αφιλόξενες κοιλότητες των βουνών της περιοχής») ενώ, για ακόμα μεγαλύτερη αποστασιοποίηση, κάπου αναφέρει, μία φορά νομίζω, και τη Χιμάρα ανάμεσα στα χωριά της περιοχής. Ανύπαρκτο είναι και το μέρος στο οποίο εγκαθίσταται η οικογένεια του Παύλου Ζέφου στην Πελοπόννησο -η Μεθενιά.

Μου άρεσε πολύ το τρίτο μέρος του βιβλίου, το Τσιμπιτόνι (έχει αρίθμηση 2 διότι ξεκινάει από το 0). Σε αυτό μιλάει η Τέτα (Ηλέκτρα), η γυναίκα του Παύλου και μητέρα του Αλέξανδρου -και μιλάει στο χιμαριώτικο ιδίωμα («με κάποιες απλοποιήσεις στην προφορά για να γίνεται πιο εύκολη η ανάγνωση», μου είπε ο συγγραφέας).

Υπάρχει και γλωσσάρι στο βιβλίο, από το οποίο θα βάλω στο τέλος τις άγνωστες λέξεις του αποσπάσματος που θα παρουσιάσω. Επίσης, περίπου όπως και στα ποντιακά, τα χιμαριώτικα απλοποιούν το στ σε σ, ενώ προφέρουν ασυνίζητους τύπους σαν τα ζακυθινά (χωρία, παιδία). Για να μην έχετε απορία, η μίσα είναι ο ύπνος, ενώ ο Μενέλαος/Νέλος ειναι ένα παιδί της οικογένειας, το στερνοπαίδι μετά τον Αλέξανδρο, που το έχασαν κατά τρόπο ανεξήγητο ενώ περνούσαν τα σύνορα προς Ελλάδα το 1991.

Η φτώχεια όμως δεν άλλαζε.

Τα πράματα σην Αλβανία χειροτερεύαν με τα χρόνια. Σην κοπερατίβα μάς δίνανε λιγότερα. Σο μαγαζί του χωρίου και λάδι με το ζόρι έβρισκες πιλά.

Για, εμείς παίραμε το αλεύρι και το κάναμε πέτουρα, τρώγαμε για μέρες. Έκανα και πίτες εγώ με ό,τι χόρτο έβγανε ο κήπος.

Κουρνέα με γάλα, πανάδα με το ψωμί και το νερό. Περάγαμε.

 

Το ’85 όμως πέθανε ο Ενβέρης.

Κλάμα που ρίξαμε όλοι, Αναΐα!

Όλοι, σο χωρίο και σο σπίτι. Μέχρι κι ο Παύλος εδάκρυσε, που του ‘χανε πάρει τα χωράφια του παππού του. Μονάχοι μας εκλάψαμε, δεν μας έβαλε κανένας.

Θα μου πεις, δεν είχατε κακοπεράσει με τον Χότζα; Μωρέ, αν είχαμε λέει; Η ψυχή μας το ξέρει. Αλλά το κλάμα έτσι μας βγήκε, ποτάμι.

Ζουλάπια.

Λες και χάσαμε δικό.

Τι να κάναμε, πού ξέραμε εμείς τι θα γενόταν τώρα; Τον Ενβέρη ξέραμε, αυτόν είχαμε μάθει τόσα χρόνια. Τώρα πού θα βαδίζαμε παίος ήξερε.

Εγώ σκεβούμουνα και τον τάτα μου.

Τι χαρές που θα είχε κάμει άμα ζούσε. Θα χόρευε και θα τραγούδαγε σο Κάσρο πάνω, να τον κούσει όλο το χωρίο.

Αλλά είχε πεθάνει κείνος από χρόνια.

Δεν ξέρω.

Μπορεί και για τούτο να έκλαψα εγώ λίγο.

 

Το ’86 έκαμα και τον Αλέξανδρο.

Μέχρι τον όγδοο με την κοιλία τούμπανο ήμουνα. Κου­βάλαγα ξύλα και ίδρωνα σαν η γαϊδάρα. Σον Αυλώνα με τρέξανε για να τονε βγάλω.

Πέντε κιλά θερίο.

Τα αδρέφια του σην αρχή δεν τονε θέλανε. Είχανε μάθει τόσα χρόνια μονάχοι τους παρέα. Ο Αλέξανδρος τους εφάνη ξένος.

Η Γκένα μόλις τονε φέραμε και τον είδε πρώτη φορά μου λέει: «Τι μαϊμούδι είναι τούτο;». Ο Μάρκος τονε τσίμπα σα μάγλα για να τονε κάμει να κυλαίγει.

Ψωμοσάκουλο τόνε λέγανε, επειδής ήτανε παχαίος.

Ο Παύλος όμως εχάρη πολύ.

Ξανάνιωσε. Κι εγώ, μάνα ήμουνα. Γι’ αυτό τον εκάμαμε τον Αλέξανδρο, λέγω τώρα με το νου μου. Μας είχε πιάσει το μαράζι τόσα χρόνια.

Όλο δουλειά, ψωμί και μίσα.

Τα άλλα παιδία είχανε μεγαλώσει, περάγαν μοναχά τους. Θέλαμε πάλε ένα μικρό τέκινο σο σπίτι να γελάει. Να έχουμε κάτι να περάμε την ώρα.

Να χαιρούμεσα.

 

Σο Δρεπένι όμως λέγανε ότι δεν θα βασάξει πολύ ακόμα έτσι η Αλβανία. Ότι χωρίς τον Ενβέρη θα ανοίξουνε τα σύ­νορα.

Ότι θα μποράει όπαιος θέλει να πάει σην Ελλάδα.

Άρχισα να το βάνω με το νου μου κι εγώ και το κουβέ­ντιασα με τον Παύλο. Κείνος όμως δεν ήθελε να το αφεί το σπίτι.

«Και τι θα τον κάμουμε τον τάτα;» μου ήλεγε με πόνο.

«Θα τονε πάρουμε αντάμα» του ήλεγα εγώ. «Και θα ’χει καλύτερα χάπια σην Ελλάδα, καλύτερους γιατρούς. Για, θα το ιδείς, θα μιλήσει καλύτερα κει πέρα. Θα μποράει να κάμει και καμιά βόλτα μονάχος του».

Ο Παύλος δεν ήθελε να το συλλογίζεται όμως το φευγιό. Όχι για τον μαυροπατέρα μόναχα, το ήξερα εγώ. Σκιαζούτανε.

Δεν ήξερε τι θα βρίσκαμε σην Ελλάδα.

Εκεί τολάχιστο είχαμε το σπίτι μας, το κεραμίδι μας, το μπλαρί μας. Η ισκέα τον Γκούστη γιόμιζε με σύκα. Ψένα­με τις πίτες μας σον πέτρινο τον φούρο.

Απ’ όταν πέθανε κι ο Ενβέρης είχανε λασκάρει και καψίχα τα πράματα. Μποράγαμε να έχουμε πάλε δυο όρθες και πέντε πρόβατα.

Είχαμε και μια σκύλα.

Άσπρη και καφέ, με μεγάλα αφτία. Ταρίκα την είχανε βγάλει τα παιδία και την είχανε σαν άνθρωπο. Πηγαίνανε βόλτες ση λαγκάδα μαζί, παίζανε όλη μέρα.

Ούτε ξέρω πού την είχαν εύρει.

 

 

To ’91 έπεσε το καθεστώς.

Σο χωρίο κάμανε γιορτή. Λέγανε όλοι ότι τώρα θα μας ενώσουνε πιλά με την Ελλάδα. Ότι θα μας δεχτούνε σαν αδρέφια και θα μας κάμουνε ανθρώπους.

Και για, ανοίξανε τα σύνορα.

Πολλοί ετοιμάζουνταν να φύγουνε. Ο Παύλος όμως ακόμη δεν ήκουε κουβέντα. Το είχε μεγάλο φόβο.

Αλλά εγώ το είχα βάλει πείσμα. Ήμουν αγύριστο κεφά­λι. Δεν τη βασάς εύκολα τη φτώχεια, άμα ξέρεις ότι δίπλα μοιράζουνε ψωμί.

Τα παιδία σκεβούμουνα. Πώς να τα μεγαλώσεις έξι τέκινα έτσι σο Δρεπένι. Και καλά το φαΐ, μια δάγκα τη βρίσκεις. Ένα ξεροκόμματο.

Αλλά η Γκένα μου είχε ένα σκέρτσο…

Τιναζούτανε σαν χορεύτρια. Του Μάρκου πιάνανε τα χέρια, μπορεί να γινούτανε πολυτεχνίτης. Ο Αλέξανδρος φαινούτανε σπίρτο.

Τι θα κάνανε όλοι κει πάνω;

 

Με τα πολλά, ο Παύλος εδέχτη.

Έναν μήνα έκατσε σα Τίρανα για να φτιάσει τη βίζα.

 

(…)

 

Για, τι να σου ειπώ. Ση Μεθενιά ο ένας πάνω σον άλλονε κοιμούμεσα. Φασουλάδα με ψωμί τρώγαμε όλη τη βδομά­δα, για να μας φτάσει ο μήνας.

Μονάχα σο τραπέζι ανταμώναμε όλοι βραδέα.

Βουτάγαμε το ψωμί σο λάδι της σαλάτας και μπουκώ­ναμε. Δεν μιλάγαμε, ήμεσα κουρασμένοι. Πότε κάναμε κουβέντα εμείς για να κάμουμε τώρα;

Ση μούγγα είχαμε μάθει όλοι.

Και τι να λέγαμε; Είχαμε να πούμε τίποτις που να μη μας κάμει μαύρη την καρδία;

Εμείς, εντάξει, δεν ήμεσα μαθημένοι και με πολλά, αλ­λά τολάχιστο σο Δρεπένι είχαμε το σπίτι μας. Είχαμε δύο νοματαίους να πούμε μια κουβέντα σαν ανθρώποι.

Έξω απ’ το μεροκάματο.

Σο Δρεπένι προβάτιες σον δρόμο και ήξερες πως είσαι δικός τους. Ήξερες πως ήσουνα ίδιος. Δεν σκιαζούσουνα πώς θα σου ρίξουνε τα μάτια, άμα σε θέλουνε ή όχι.

Δεν σκιαζούσουνα ότι σε είχανε για φτύμα.

Μου ερχότανε να πω του Παύλου καμιά φορά: «Για τούτο κάμαμε όλο τον δρόμο; Για τούτο χάσαμε τον Νέλο;». Αλλά δεν ήλεγα τίποτις.

Αντρεπούμουνα.

Εγώ το είχα πατήσει ποδάρι να κατεβούμε σην Ελλάδα. Εγώ τα είχα κάμει όλα.

Ήπρεπε να βασάξω.

 

 

Τα βράδια που πέφταμε σο κρεβάτι κι είχε σιγαλιά θυμιόμουνα που ήμουνα μικρή κι αρέντευα μέσα σις ελαίες. Ήλεγα με τον νου μου: «Τόσο ωραία χρόνια ήσανε κείνα και δεν το ’ξερες, μωρ’ Τέτα;».

Μου ερχότανε να σηκωθώ και να πάγω ση μάνα μου, σον τάφο του τάτα μου, κι έβανα τα κλάματα μέχρι να με πάρει η μίσα.

Αλλά το μπονόρα ήγλεπα τα παιδία κι έπαιρα τα ήπατα. Καλά εγώ κι ο Παύλος, πες είχαμε τελειώσει. Κείνα όμως είχανε όλη τη ζωή αμπροσά.

Είχανε καιρό να τα φτιάσουνε όλα.

Ένα παγωτό τους παίραμε μία φορά τον μήνα και χαιρούντανε για μέρες. Για κείνο το παγωτό έσφιγγα τα δόντια.

Και, κατόπις, ήταν κι ο Αλέξανδρος.

Σάντο τον ήλεγε ο τάτας του, ποτές Αλέξανδρο.

Εμένα μου άρεσε πιο πολύ το Αλέξανδρος. Μου φαινούτανε πιο αρχοντικό. Τονε βάφτισε μια καλή οικογένεια, αλλά τα χαρτία Σάντο τον είχανε.

Ήρθε μια μέρα το παιδί κυλαίγοντας και μου λέει: «Μα­μά, γιατί με γράφουν Σάντο σο σκολείο, αφού εγώ Αλέξανδρος είμαι».

Σον Αλέξανδρο είχαμε ριχτεί όλοι. Κείνον είχαμε μικρό­τερο τώρα, κείνον είχαμε για χαρά του σπιτιού.

Σο σκολείο ήτανε πρώτος.

Ερχούτανε σπίτι και κλεινούτανε μέσα να διαβάσει ατός του. Όλο διάβαζε, έβγανε τα μάτια του. Μη διαβάζεις τόσο, του λέγαμε εμείς, θα πάθεις τίποτις.

Έβγα και λίγο όξω.

Κείνος κει, σα βιβλία χωμένος.

Λέγαμε τούτος θα γενεί γιατρός, τούτος θα μας κάμει τα γεράματα.

Πήγαινε κι ο Παύλος κάθε φορά να πάρει τους βαθμούς μέσα σο καμάρι.

Αναΐα, κάτι μάγλα που είχε το παιδί…

Τα πέθαινε τα γαριδάκια και τις τσοκουλάτες. Τα αδρέφια του τον είχανε για παιγνίδι, τον φουλάγανε και τον μαλάζανε όλη την ώρα. Του ρουφάγανε τα μάγλα.

Λες και ήτανε φάρμακο για τον βήχα.

Η Γκένα δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα.

Τον εβάσα αγκαλιά σαν μωρό, του εχάιδευε για ώρα τα μαλλία. Ερχούτανε κείνος από το σκολείο και τον έφερε γύ­ρα σο κρεβάτι μέχρι να κουραστεί και να τονε πάρει η μίσα.

Εμίλα για τον Αλέξανδρο κι έσταζε μέλι. Λέγω, θα το είχε τύψεις για τον Νέλο. Ό,τι αγάπη είχε, την έρινε πάνω σον Αλέξανδρο.

Για να της απαλύνει η ψυχή.

Κι εγώ πέραγα ώρα μαζί του όμως, αμ πώς.

Τον έβανα πάνω σα γόνατα και του ήλεγα ιστορίες με τον Νασραντίνη. Περσσότερο του άρεσε κείνη που ο Νασραντίνης πάλευε με ένα καπέλο να πιάσει ένα χελι­δόνι. Αλλά σο τέλος έπιασε έναν κόκορα κομμένον ση μέση.

Του ήλεγα και παραμύθια. Ό,τι μου ερχούτανε.

Τραγούδια.

Για, πιο πολύ ένα που μου ήλεγε κι εμένα η μάνα μου όταν ήμουνα κοπέλα. Το τραγούδαγα και του ετσίμπαγα τα δάχλα του χερίου ένα ένα, μέχρι να τονε πάρει η μίσα:

Τσίμπι-τσιμπιτόνι
χάθηκε βελόνι
πάω να το βρω
εχάθηκα κι εγώ.

 

 

Περάγανε τα χρόνια.

Τα παιδία μεγαλώνανε.

Τα άλλα δεν νιώθανε από γράμματα και πιάσανε το με­ροκάματο. Όπου βρήκανε. Σε βενζινάδικο, σε συνεργείο, το λέκι να πέφτει.

Η Γκένα όμως ήτανε ξεφτέρι, έμοιαζε του Αλέξανδρου. Αλλά την κοροϊδεύανε σο σκολείο και το σταμάτησε. Έπιασε κατόπις να δουλεύει σ’ έναν φούρο.

Μωρέ, και τον Αλέξανδρο τον κοροϊδεύανε σην αρχή. Αλλά δεν έπαιρε χαμπάρι, τους άρπαζε και τους έβριζε κι εκείνος. Αμ πώς.

Τόσες φορές μας είχανε πάρει από το σκολείο. Ότι είναι, λέει, πολύ έξυπνος, αλλά πιάνεται σα χέρια με τα άλλα παιδία όλη την ώρα.

Καλά τους έκανε.

Όχι, θα καθούτανε.

Για, ήτανε δύσκολα τα πράματα.

Με το ζόρι περάγαμε.

Ήλεγα εγώ να πιάσει να δουλεύει κι ο Αλέξανδρος όταν τελειώσει το δημοτικό. Ο Παύλος όμως έβγανε σπυρία. Δεν ήθελε να το κούει τέτοιο πράμα.

«Ο Αλέξανδρος μεροκάματο; Σου σάλεψε; Το παιδί θα πάει πανεπιστήμιο» ήλεγε.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Αναΐα = η Παναγία

αρεντεύω = τρέχω

Γκούστης = ο Αύγουστος

ισκέα = η συκιά

καρμαντάρα = λάστιχο

καψίχα = λίγο

κοπερατίβα = ο συνεταιρισμός

κουρνέα = σούπα από γάλα και αλεύρι

κυλαίγω = κλαίω

λέκια = λεφτά

μίσα = ύπνος

μπλαρί = τζάκι

μπονόρα = πρωί

όρθα = όρνιθα, κότα

παίρω τα ήπατα = παίρνω κουράγιο

πιλά = πια, πλέον

προβατάω = περπατάω

τάτας = μπαμπάς

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *