Κι ύστερα από τον Σασά Γκιτρί και τον Τζέιμς Θέρμπερ, η τριλογία μας θα κλείσει σήμερα με έναν τρίτο χιουμορίστα, τον Άγγλο Τζέρομ Κ. Τζέρομ (1859-1927). Το πιο γνωστό του έργο είναι το ξεκαρδιστικό Τρεις σε μια βάρκα (1889), που παρουσιάζει το ταξίδι του αφηγητή με τους δυο φίλους του, τον Τζορτζ και τον Χάρις, με μια βάρκα στον Τάμεση. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1900, ο Τζέρομ εξέδωσε μια συνέχεια, όπου η ίδια τριάδα ταξιδεύει με ποδήλατα (ένα διπλό κι ένα μονό, όπως βλέπετε στην εικόνα) και κάνουν τον γύρο της Γερμανίας, από το Αμβούργο στην ανατολική Γερμανία και καταλήγοντας στον Μέλανα Δρυμό (ταξίδεψαν βεβαίως και με τρένο).
Αυτό το δεύτερο βιβλίο λοιπόν διαφέρει από το πρώτο, αφού δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να σχολιάσει τα ήθη και τα έθιμα μιας ξένης χώρας κι ενός διαφορετικού, αλλά όχι πολύ μακρινού, πολιτισμού.
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αν και η έκδοση (από το Τεκμήριο, 1987) πρέπει να είναι εξαντλημένη. Εδώ έχω να διηγηθώ και κάτι. Όταν το 1980 βγήκε στα ελληνικά το Τρεις σε μια βάρκα από τις εκδόσεις Τεκμήριο, το αγοράσαμε μερικοί στην παρέα μου και μας άρεσε πολύ. Μια μέρα, ψάχνοντας στο Κομπέντιουμ, το καταπληκτικό βιβλιοπωλείο στην οδό Βουλής που είχε ανοίξει ο Νίκος ο Λίγγρης (που τον γνώρισα και γίναμε φίλοι πολύ πολύ αργότερα αλλά όχι πολύ αργά) είδα και το βιβλίο που βλέπετε το εξώφυλλό του αριστερά, το αγόρασα και μου άρεσε επίσης πολύ. Μετέφρασα δυο σελίδες και τις δημοσίευσα στην Πολιτιστική του Αντώνη Στεμνή -το 1984, λίγο πριν φύγω για φαντάρος. Έγινε τότε κι ένα αστείο περιστατικό, ότι σε ένα φεστιβάλ βιβλίου, ο φίλος μου ο Ντίνος, βλέποντας στον πάγκο των εκδόσεων Τεκμήριο το Τρεις σε μια βάρκα, είπε στην κοπέλα του «Υπάρχει και συνέχεια, ξέρεις, και τη μεταφράζει ο φίλος μου ο Νίκος». Ο εκδότης που το άκουσε, θορυβήθηκε: «Το μεταφράζουμε κι εμείς, τι μου λες τώρα». Αλλά βέβαια εγώ απλώς είχα μεταφράσει δυο σελίδες, αν και μπορεί να είχα πει στην παρέα μου ότι «θα άξιζε να το μεταφράσει κανείς».
Δεν έχω δει την ελληνική μετάφραση, μονάχα τον τίτλο της ξέρω, που είναι «Τρεις άντρες σε ποδήλατο». Εγώ, στην Πολιτιστική, είχα βάλει τον τίτλο «Τρεις άντρες στη γύρα» διότι αυτό θα πει το bummel, που είναι γερμανική λέξη, βόλτα, περίπατος -αλλά αναγνωρίζω πως ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης είναι καλύτερος -αν και ίσως «με ποδήλατο» θα προτιμούσα. Τέλος πάντων, λεπτομέρειες.
Πριν από 39 χρονια λοιπόν είχα μεταφράσει 2 σελίδες από το κεφάλαιο 9 του βιβλίου, τώρα κάθισα και μετέφρασα άλλες 2, τις αμέσως προηγούμενες, σκανάρισα και την παλιά μου μετάφραση, τη χτένισα λίγο, και δημοσιεύω σήμερα όλο το κείμενο. Θέμα του, όπως και σε όλο το κεφάλαιο 9, είναι η σχέση των Γερμανών με τον νόμο και διάφορα μπλεξίματα με παραβιάσεις του νόμου, που είχαν στο ταξίδι τους οι τρεις φίλοι.
Ο τίτλος «Φερμπότεν» είναι εύρημα του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή. Το απόσπασμα που παρουσιάζω είναι στη μέση του κεφαλαίου. Προηγουμένως ο Τζέρομ έχει αφηγηθεί πώς οι τρεις φίλοι, ο ένας μετά τον άλλον, παραβίασαν τον νόμο κατά το ταξίδι τους κι ύστερα απαριθμεί διάφορες δραστηριότητες που απαγορεύονται στη Γερμανία ενώ στην Αγγλία δεν αποτελούν αντικείμενο της νομοθεσίας.
Φερμπότεν!
Κάτι άλλο που απαγορεύεται να κάνετε στο δρόμο στη Γερμανία είναι να ταΐζετε άλογα, μουλάρια ή γαϊδούρια, είτε είναι δικά σας είτε ανήκουν σε άλλους. Αν σας κυριέψει το πάθος για να ταΐσετε το άλογο κάποιου άλλου, πρέπει να κλείσετε ραντεβού με το ζώο, το δε γεύμα πρέπει να λάβει χώρα σε κάποιο δεόντως εγκεκριμένο μέρος. Επίσης απαγορεύεται να σπάτε γυάλινα ή πορσελάνινα είδη στο δρόμο, όπως άλλωστε και σε άλλους δημόσιους χώρους· και αν το κάνετε, υποχρεούστε να μαζέψετε όλα τα κομμάτια. Τι πρέπει να κάνετε με τα κομμάτια όταν τα μαζέψετε, δεν μπορώ να σας πω. Το μόνο που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι δεν επιτρέπεται να τα πετάξετε κάπου, ούτε να τα αφήσετε πουθενά, ούτε, όπως φαίνεται, να τα αποχωριστείτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Προφανώς, πρέπει να τα κρατάτε πάνω σας μέχρι να πεθάνετε και μετά να θαφτείτε μαζί τους· ίσως όμως να επιτρέπεται να τα καταπιείτε.
Στη Γερμανία, απαγορεύεται να ρίχνετε με βαλλιστρίδα. Ο Γερμανός νομοθέτης, βλέπετε, δεν αρκείται στα παραπτώματα του μέσου ανθρώπου· τα εγκλήματα που κάποιος θα μπορούσε να θέλει, αλλά δεν πρέπει, να διαπράξει. Όχι, σπάει το κεφάλι του να φανταστεί όλα τα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ένας περιπλανώμενος μανιακός. Στη Γερμανία δεν υπάρχει νόμος που ν’ απαγορεύει να στέκεσαι στη μέση του δρόμου με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω· δεν τους έχει περάσει από το νου το ενδεχόμενο. Μια από αυτές τις μέρες, κάποιος Γερμανός πολιτικός θα πάει στο τσίρκο, θα δει τους ακροβάτες και θα προβληματιστεί για το κενό του νόμου. Οπότε, θα στρωθεί αμέσως στη δουλειά και θα διατυπώσει μια διάταξη που θ’ απαγορεύει στους πολίτες να στέκονται με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτω στη μέση του δρόμου, ορίζοντας και το ανάλογο πρόστιμο. Αυτό είναι το καλό της γερμανικής νομοθεσίας: οι παραβάσεις στη Γερμανία έχουν σταθερή, καθορισμένη τιμή. Δεν είναι ανάγκη να μένετε ξάγρυπνος τη νύχτα, όπως στην Αγγλία, με την αγωνία αν θα γλιτώσετε με μια επίπληξη, αν θα σας βάλουν πρόστιμο 40 σελίνια ή αν θα πετύχετε τον δικαστή στις κακές του και θα τιμωρηθείτε με εφτά μέρες φυλακή. Όχι, στη Γερμανία ξέρετε επακριβώς πόσο θα σας στοιχίσει η ψυχαγωγία σας. Μπορείτε να απλώσετε τα χρήματά σας στο τραπέζι, να ανοίξετε τον Οδηγό της Αστυνομίας και να προγραμματίσετε τις διακοπές σας με ακρίβεια 50 πφένιχ. Αν θέλετε να βγάλετε φτηνά τη βραδιά σας, θα σας συνιστούσα να περπατήσετε στη λάθος πλευρά του πεζοδρομίου, αφού έχετε δεχθεί προειδοποίηση να μην το κάνετε. Όπως το υπολογίζω, αν διαλέξετε την κατάλληλη γειτονιά κι αν περιοριστείτε στους ήσυχους παράδρομους, θα μπορούσατε να περπατάτε ολόκληρο το βράδυ στη λάθος πλευρά του πεζοδρομίου και να σας κοστίσει λίγο παραπάνω από τρία μάρκα.
Στις πόλεις της Γερμανίας απαγορεύεται να περιφέρεστε στο δρόμο μετά το ηλιοβασίλεμα «σε πλήθη». Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πόσοι άνθρωποι απαρτίζουν ένα «πλήθος», και κανείς αξιωματούχος απ’ αυτούς που συζήτησα μαζί τους το θέμα δεν μπόρεσε να μου δώσει τον ακριβή αριθμό. Μια φορά, ρώτησα έναν Γερμανό φίλο μου, που ξεκινούσε για να πάει στο θέατρο, μαζί με τη σύζυγό του, την πεθερά του, πέντε παιδιά τους, την αδελφή του με τον αρραβωνιαστικό της, και δυο ανιψιές του, μήπως κινδύνευε να παραβεί την προαναφερθείσα διάταξη. Δεν θεώρησε αστεία την παρατήρησή μου. Μέτρησε με το μάτι την ομήγυρη.
«Ω, δεν νομίζω», είπε. «Βλέπεις, είμαστε όλοι από μία οικογένεια».
«Η διάταξη του νόμου δεν λέει τίποτα για οικογενειακό ή μη πλήθος», απάντησα, «λέει απλώς ‘πλήθη’. Δεν το λέω υποτιμητικά, προς Θεού, αλλά, από ετυμολογική άποψη, εγώ προσωπικά θα θεωρούσα την ομήγυρή σας ως ‘πλήθος’. Το αν η αστυνομία θα έχει την ίδια άποψη, μένει να το δούμε. Εγώ πάντως σας προειδοποίησα».
Ο φίλος μου φαινόταν έτοιμος ν’ αψηφήσει τους φόβους μου· αλλά επειδή η γυναίκα του δεν ήθελε να διακινδυνεύσει το ενδεχόμενο να διαλύσει η αστυνομία την παρέα τους στο ξεκίνημα της βραδιάς, τελικά χωρίστηκαν και έδωσαν ραντεβού στο φουαγιέ του θεάτρου.
Ένα άλλο πάθος που πρέπει να συγκρατεί κανείς στη Γερμανία, είναι η παρόρμηση να πετάξει πράγματα απ’ το παράθυρο. Οι γάτες δεν αποτελούν δικαιολογία. Την πρώτη βδομάδα της διαμονής μου στη Γερμανία, οι γάτες με ξυπνούσαν διαρκώς. Μια νύχτα έγινα έξω φρενών. Μάζεψα ένα μικρό οπλοστάσιο -δυο τρία κάρβουνα, κάτι σκληρά αχλάδια, καναδυό αποκέρια, ένα αυγό που βρήκα στο τραπέζι της κουζίνας, ένα άδειο μπουκάλι σόδας, και μερικά ακόμα ανάλογα αντικείμενα- και, ανοίγοντας το παράθυρο, βομβάρδισα το μέρος απ’ όπου φαινόταν να έρχεται ο θόρυβος. Δε φαντάζομαι να πέτυχα καμιά τους· ποτέ μου δε γνώρισα κάποιον που να χτύπησε ποτέ γάτα, ακόμα κι όταν μπορούσε να τη δει, εκτός ίσως αν το ’κανε κατά λάθος ενώ σημάδευε κάτι άλλο. Έχω δει άριστους σκοπευτές, νικητές σε εθνικά πρωταθλήματα, να πυροβολούν γάτες με καραμπίνα και από πενήντα μέτρα απόσταση και να μην πετυχαίνουν ούτε τρίχα από τη γάτα. Συχνά κάνω τη σκέψη ότι, αντί για κυκλικούς στόχους, κινούμενα ελάφια και τις ανάλογες ανοησίες, ο πραγματικά ανώτερος σκοπευτής θα είναι εκείνος που θα μπορούσε να καυχηθεί ότι πέτυχε γάτα.
Όπως και να ‘ναι όμως, φύγανε· ίσως τους ενόχλησε το αυγό. Είχα παρατηρήσει πιάνοντάς το πως δε φαινόταν και πολύ εντάξει· έτσι ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου θεωρώντας το επεισόδιο λήξαν. Δέκα λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα άγριο κουδούνισμα. Προσπάθησα να το αγνοήσω, αλλά παραήταν επίμονο, κι έτσι, βάζοντας τη ρόμπα μου, κατέβηκα στην πόρτα. Ένας αστυφύλακας βρισκόταν εκεί. Σ’ ένα μικρό σωρό μπροστά του είχε όλα τα πράγματα που είχα ρίξει από το παράθυρο, όλα εκτός από τ’ αυγό. Προφανώς είχε καθίσει και τα ‘χε μαζέψει. Είπε:
«Δικά σας είναι αυτά;»
Είπα: «Ήταν δικά μου, αλλά εμένα προσωπικά δε μου χρειάζονται πια. Όποιος τα θέλει, μπορεί να τα πάρει· κι εσείς, αν θέλετε».
Αγνόησε την προσφορά μου. Είπε: «Τα πετάξατε απ’ το παράθυρο».
«Δίκιο έχετε», παραδέχτηκα. «Το ‘κανα » .
«Γιατί τα πετάξατε απ’ το παράθυρο;» ρώτησε. Οι ερωτήσεις που κάνει ένας Γερμανός αστυφύλακας είναι αυστηρά καθορισμένες- ποτέ δεν τις αλλάζει, ούτε και παραλείπει κάποια.
«Τα πέταξα από το παράθυρο σε κάτι γάτες», απάντησα.
«Τι γάτες;»
Ήταν το είδος της ερώτησης που θα έκανε ένας Γερμανός αστυφύλακας. Απάντησα, βάζοντας στη φωνή μου όσο περισσότερο σαρκασμό μπορούσα, ότι προς μεγίστη καταισχύνη μου δεν ήμουν σε θέση να του πω τι γάτες ήταν. Εξήγησα πως, σ’ εμένα προσωπικά, ήταν ολότελα άγνωστες. Προσφέρθηκα όμως, αν η αστυνομία συγκέντρωνε όλες τις γάτες της γειτονιάς, να περάσω από κει και να δω μήπως μπορέσω να τις αναγνωρίσω απ’ το νιαουρητό τους.
Οι Γερμανοί αστυφύλακες δεν καταλαβαίνουν από αστεία και τελικά ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι, γιατί πιστεύω ότι το να κάνεις καλαμπούρια με κάποιον ένστολο Γερμανό τιμωρείται με βαρύ πρόστιμο· το αποκαλούν «αναίδεια κατά της αρχής». Αρκέστηκε να μου απαντήσει ότι το καθήκον της αστυνομίας δεν ήταν να με βοηθήσει ν’ αναγνωρίσω τις γάτες. Το καθήκον τους ήταν απλώς και μόνο να μου βάλουν πρόστιμο επειδή έριξα πράγματα από το παράθυρο.
Ρώτησα τι θα ‘πρεπε να κάνει κάποιος στη Γερμανία αν τον ξυπνούσαν κάθε νύχτα οι γάτες, και μου εξήγησε ότι μπορούσα να κάνω καταγγελία εναντίον τού ιδιοκτήτη της γάτας, οπότε η αστυνομία θα προέβαινε στην τιμωρία του και, αν χρειαζόταν, θα διέτασσε να καταστραφεί η γάτα. Ποιος επρόκειτο να καταστρέψει τη γάτα, και τι θα έκανε η γάτα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, δεν μου εξήγησε.
Τον ρώτησα πώς κατά τη γνώμη του θ’ ανακάλυπτα τον ιδιοκτήτη της γάτας. Συλλογίστηκε λιγάκι και μετά πρότεινε πως ίσως θα μπορούσα να την ακολουθήσω έως το σπίτι της. Μετά απ’ αυτό δεν είχα διάθεση να συζητήσω περισσότερο μαζί του· κατά πάσα πιθανότητα, μονάχα θα χειροτέρευα τη θέση μου.
Κι έτσι, η διασκέδαση εκείνης της νύχτας μού στοίχισε δώδεκα μάρκα. Και από τους τέσσερις Γερμανούς αξιωματούχους που συζήτησα μαζί τους το θέμα, ούτε ένας δεν μπόρεσε να βρει κάτι το γελοίο στην όλη ιστορία.