cf84cf81ceb9ceaccebdcf84ceb1 cebaceb1ceb9 cebcceafceb1 cf80cebfcebbceafcf84ceb9cebaceb5cf82 cebbceadcebeceb5ceb9cf82 ceb1cf80cf8c ceb1

Στο ιστολόγιο δημοσιεύουμε κατά καιρούς άρθρα με λέξεις από κάποια περιοχή του ελληνόφωνου χώρου. Συνήθως τα άρθρα αυτά είναι συνεργασία φίλων του ιστολογίου, που ο καθένας παρουσιάζει λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του -σε αρκετές περιπτώσεις από νησιά, αφού τα νησιά έχουν το καθένα το δικό του γλωσσικό οικοσύστημα. Το τελευταίο από τα άρθρα αυτά ήταν οι λοζετσινές λέξεις, συνεργασία (φυσικά) του φίλου μας του Λοζετσινού.

Ένας λογαριασμός που παρακολουθώ στο Τουίτερ είναι της Νεκταρίας Αναστασιάδου. Η Νεκταρία Αναστασιάδου είναι Κωνσταντινοπολίτισσα συγγραφέας -γράφει τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Στο Τουίτερ δημοσιεύει τακτικά ιδιωματισμούς της μητρικής της γλωσσικής ποικιλίας, των ελληνικών της Πόλης, όπως τα μιλούν οι δυστυχώς λιγοστοί πια Ρωμιοί που έχουν απομείνει (αν και τα τελευταία χρόνια νομίζω πως υπήρξε μια ανάσχεση της πληθυσμιακής πτωτικής τάσης). Ως τώρα έχει δημοσιεύσει σχεδόν 300 τέτοιους ιδιωματισμούς, και από αυτή τη συλλογή εγώ στο σημερινό άρθρο διαλέγω να παρουσιάσω τριάντα και μία λέξεις. Γιατί αυτός ο αριθμός; Θα το καταλάβετε όταν φτάσετε στο τέλος.

Παρουσιάζω λοιπόν τις 30 και μία πολίτικες λέξεις και την αντιστοιχία τους με την κοινή νέα ελληνική, με αλφαβητική σειρά εκτός της τελευταίας. Επειδή τα τουίτ έχουν ασφυκτικό όριο χαρακτήρων, οι δημοσιεύσεις αυτές της Νεκτ. Αναστασιάδου είναι αναγκαστικά λακωνικές. Εδώ προσθέτω διάφορα φλύαρα δικά μου, έχοντας κοιτάξει και το «Λεξικό του κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος» του Νίκου Ζαχαριάδη (εκδ. Γαβριηλίδη).

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

1. ακιντές: σκληρή καραμέλα χωρίς περιτύλιγμα, που πουλιέται από βάζα, με διάφορες γεύσεις και χρώματα.  Από τουρκ. akide.

akide

2. αμπούλα: η λάμπα της κοινής ελληνικής, δάνειο από το γαλλ. ampoule. Όπως έχουμε γράψει κι αλλη φορά, η αμπούλα είναι αντιδάνειο, αφού η γαλλική λέξη ανάγεται στον αμφορέα. Στα ελληνικά της κοινής, η αμπούλα έχει άλλη σημασία, σημαίνει φιαλίδιο. Κατά σύμπτωση, και η λέξη λάμπα είναι αντιδάνειο (από lampe, που ανάγεται στο αρχαίο λαμπάς).

3. απαρτμάν: η πολυκατοικία της κοινής ελληνικής. Δάνειο από το τουρκ. apartman, που είναι με τη σειρά του δάνειο από το γαλλ. appartement, που όμως θα πει «διαμέρισμα». Η αλλαγή της σημασίας δηλαδή έγινε στα τουρκικά. Να σημειωθεί ότι στον μεσοπόλεμο βρίσκουμε σε ελλαδικά κείμενα τη λέξη απαρτμάν ως γαλλισμό, δηλ με τη σημασία «διαμέρισμα».

4. βουρβουτσουλιό: οχλαγωγία, βαβούρα. Ονοματοποιία. Τη λέξη τη βρίσκω (σπάνια) και σε ελλαδικά κείμενα, π.χ. στον Ξενόπουλο.

5. γιουφκάς: Το φύλλο για πίτα ή μπακλαβά. Η λέξη τελευταία έχει περάσει και στην Ελλάδα από τα πολίτικα ζαχαροπλαστεία. Από τουρκ. yufka. Μεταφορικά, ο ευαίσθητος άνθρωπος. Αλλά γιουφκά γιουρεκλής, κατά λέξη «με καρδιά από ζυμάρι» (τουρκ. yufka yürekli) είναι ο δειλός, ο λιπόψυχος.

6. γκεβρέκικος: τραγανός, πχ για κουλούρια, από τουρ. gevrek. Kι αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, εύθρυπτος.

7. καζίνο, καζινάκι: Όχι μόνο και όχι κυρίως το καζίνο, όπως είναι στην Ελλάδα, αλλά το υπαίθριο καφενείο, ιδίως παραθαλάσσιο, ουζερί, αναψυκτήριο. Όχι κατευθείαν από τα ιταλικά, λέει ο Ζαχαριάδης, αλλά από το τουρκ. gazino, που έχει τις ίδιες σημασίες.

8. κακαολέ: ζεστή σοκολάτα (ρόφημα) με γάλα, από το γαλλ. cacao au lait.

9. καντιφές: το βελούδο. Από τουρκ. kadife, αραβικής αρχής. Στην Ελλάδα έχουμε τον κατιφέ, που παράγεται από την ίδια τουρκική λέξη, αλλά δηλώνει το λουλούδι καλέντουλα, το οποίο παραδόξως είναι αμερικανικής προέλευσης (και έχει βελουδένια υφή).

10. καρναμπίτι: το κουνουπίδι. Aπό τουρκ. karnabit. [H Νεκταρία Αναστασιάδου θεωρεί πιθανότερη την παραγωγή όχι από τα τουρκικά αλλά από το αρχαίο κραμβίδιον, και θεωρεί επίσης ότι η τουρκική λέξη είναι δάνειο από τα ρωμέικα της Πόλης. Έχω αρκετές επιφυλάξεις].

11. κουρουγεμιστσής: εμπορος ή πουλητής ξηρών καρπών. Από τουρκ. kuruyemişçi, όπου kuru yemiş οι ξηροί καρποί. Αναγνωρίζουμε εδώ το κουρου = ξερός, όπως στην τυρόπιτα (έχουμε γράψει) και λιγότεροι τα γεμίσια = οπωρικά (επίσης έχουμε γράψει).

12. μαρόν: το καστανό χρώμα, το καφετί. Από γαλλ. marron, που είναι το κάστανο και το καστανό. Στην Ελλάδα μόνο για τα κάστανα (σε γλυκό) το χρησιμοποιούμε, νομίζω.

13. μεζαρλίκι: Το μουσουλμανικό νεκροταφείο, από τουρκ. mezarlιk (mezar ο τάφος). Τη λέξη την έχει χρησιμοποιήσει και ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει η συγγραφέας, -όχι αυθαίρετα, αφού είναι λέξη της κρητικής διαλέκτου. Όπως βρίσκω, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για χριστιανικό νεκροταφείο.

mezarlik

14. μπατανία: η κουβέρτα της κοινής ελληνικής. Από τουρκ. battaniye, αραβικής αρχής (όπως δείχνει και η κατάληξη, νομίζω). Να σημειωθεί ότι η λέξη εμφανίζεται και στα ελληνικά της Ελλάδας, τη θυμάμαι πχ στον Τσιφόρο (και «πατανία»).

15. μπεντέλι: τιμή, αντίτιμο, αντάλλαγμα. Από τουρκ. bedel. Παλιότερα, σήμαινε επίσης το αντισήκωμα, δηλ. το χρηματικό ποσο που πλήρωναν οι Ρωμιοί για να απαλλαγούν από τη στρατιωτική θητεία.

16. νταβατζής: ο ενάγων, ο μηνυτής σε δίκη! Από τουρκ. davaci. Η ελληνική λέξη νταβατζής = προαγωγός πρέπει να προέρχεται από την ίδια τουρκική λέξη, ίσως από τη σημασία του διεκδικητή, αν και το λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρει και άλλες εκδοχές. Αξιζει διερεύνηση (και ίσως άρθρο).

17. ντολαστίζω: περιφέρομαι, κάνω βόλτα, τριγυρνώ. Από τον αόριστο του τουρκ. dolaşmak. Και ντολασμάς (από τουρκ. dolaşma) η βόλτα, ο περίπατος.

18. παρφέμ: το φιαλίδιο με άρωμα, από τουρκ. parfüm < γαλλ. parfum. Στα ελληνικά της Ελλάδας λέμε μόνο «παρφουμαρίζομαι». Το φιαλίδιο με γυναικείο άρωμα λέγεται επίσης μυρωδιά.

19. πεμπέ: το ροζ χρώμα. Από τουρκ. pembe, περσικής αρχής. Ωστόσο, και η λέξη «ροζ» χρησιμοποιείται επίσης.

20. ποχποχλαντίζω: καλοπιάνω κάποιον ή τον κολακεύω, τον παινεύω υπερβολικά. Από το τουρκ. pohpohlamak δηλ. από το επιφώνημα poh poh, αντίστοιχο του ελλ. πω-πω (ή πο πο!).

21. πούλι: το γραμματόσημο, αλλά και το «πιόνι» του ταβλιού ή της ντάμας. Στα ελληνικά της Ελλάδας η λέξη έχει μόνο τη δεύτερη σημασία. Από τουρκ. pul, λέξη που έχει και τις δύο σημασίες (γραμματόσημο-πούλι) και πολλές άλλες. Να σημειωθεί ότι στα πολίτικα υπάρχει κι άλλη λέξη για το γραμματόσημο, το τέμπρο, δάνειο από το γαλλ. timbre. Στην κοινή ελληνική, ο όρος τέμπρο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το ηχόχρωμα τραγουδιστή, επίσης από τα γαλλικά.

22. τερεότι: ο άνηθος, από τουρκ. tereotu.

23. τιν τιν ταρλαντίν: γυμνός, τσίτσιδος. Ο όρος χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά αλλά και όταν κάποιος χάσει πολλά στο χαρτοπαίγνιο, είναι δηλ. αντίστοιχο του ελλαδικού «με έγδυσαν». Έπαιζα τρεις ώρες κι έμεινα τιν τιν ταρλαντίν.

24. τριγυρινοί: οι γείτονες, όσοι ζουν ή δουλεύουν κοντά στο σπίτι σου.

25. τσατί: η στέγη, η σκεπή. Από τουρκ. çatι. Η σοφίτα στα πολίτικα είναι «τσατί κατί» çatι katι.

26. τσερτσεβές: η κορνίζα. Αλλά και η κάσα της πόρτας ή του παραθύρου. Και ο σκελετός των γυαλιών. Από τουρκ. çerçeve, που έχει όλες αυτές τις σημασίες.

27. τσεσμές: η δημόσια βρύση, η κρήνη. Από τουρκ. çeşme, περσικής αρχής -βλέπω ότι στα περσικά çeşm είναι το μάτι, ίσως λοιπόν το μάτι του νερού; Και ο Τσεσμές απέναντι στη Χίο, Κρήνη λεγόταν (εξού και η Νέα Κρήνη).

28. χαμουρσούζι: το εβραϊκό Πάσχα, όπως και ο άζυμος άρτος. Από το τουρκ. hamursuz, όπου hamur η ζύμη, το ζυμάρι και -suz το στερητικό επίθημα. Το χαμούρι το λέμε σε ελλαδικές διαλέκτους νομίζω.

29. χιρσίζης: ο κλέφτης, από τουρκ. hιrsιz, που προέρχεται από το hιr = θόρυβος και sιz το στερητικό επίθημα. Κάνει τη δουλειά του αθόρυβα.

30. χορλαντίζω: ροχαλίζω. Από τον αόριστο (horlandim ή κάπως έτσι) του τουρκ. horlamak, που σημαίνει το ίδιο. Να προσέξουμε ότι τα περισσότερα ρήματα που έχουμε δανειστεί απο τα τουρκικά τα δανειστήκαμε απο τον αόριστο γι’ αυτό και πολλά έχουν κατάληξη σε -ντίζω.

Ως εδώ έχουμε τριάντα λέξεις. Η τριακοστή πρώτη είναι η λέξη που παρουσίασε πριν από μερικές μέρες η Νεκταρία Αναστασιάδου και ταιριάζει να τη βάλω εδώ διότι πρόκειται για τη λέξη «τριανταμία».

Αλλά τι σημαίνει τριανταμία στα πολίτικα; Όχι το οικογενειακό χαρτοπαίγνιο, υποθέτω, αλλά κάτι που δεν λέγεται μπροστά σε καθώς πρέπει συντροφιά, τη μαλακία, τον αυνανισμό, masturbation που λέμε.

Η λέξη είναι μεταφραστικό δάνειο από τα τουρκικά, όπου otuz bir σημαίνει, στην αργκό, το ίδιο πράγμα. Είναι περσικής αρχής ίσως.

Γιατί το 31 να έχει αυτή τη σημασία; Στη συζήτηση που έγινε στο Τουίτερ διατυπώθηκε η άποψη ότι στα περσικά το 31 συμβολίζει ή αντιστοιχεί στα αντρικά γεννητικά όργανα, αλλά χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες -παρακαλούνται οι περσομαθείς να μας διαφωτίσουν.

Στην ίδια συζήτηση αναφέρθηκε ότι και στα παλιά κυπριακά υπάρχει η σημασία τριανταμία = μαλακία, και συνήθως προφέρεται τραντάνα ή τριανταένα αν και πολύ λίγο ακούγεται πια. Μάλιστα, μια Κύπρια σχολιάστρια ανέφερε ότι σε τσατιστό, δηλαδή μονομαχία με περιπαικτικά δίστιχα, ένας ποιητάρης είπε στον αντίπαλό του:

Εν τζ̆αι γλιττώννεις το ραφτίν λαλώ σου, ρε, που ’μέναν
τζ̆’ ο τζ̆ύρης σου «που αντροπήν εν σ’ έπαιξα», έννα σου πει, «τότες τριανταέναν»

(Ανδρέας Αψερός έναντι Ανδρέα Πιερέττη, Κατακλυσμός Λάρνακας 1998)

Δηλ. ο πατέρας σου θα πει «κρίμα που….» -δεν συνεχίζω, μας διαβάζει η μαμά μου και ήδη ετοιμάζει το κόκκινο πιπέρι.

Πάντως, αν βρεθείτε σε ρωμέικο σπίτι καμιά παραμονή πρωτοχρονιάς και θέλετε να τους προτείνετε «να παίξουμε καμιά τριανταμία;» ίσως είναι σκόπιμο να το πείτε περιφραστικά -αν και υποθέτω πως οι Ρωμιοί θα ξέρουν τη σημασία του χαρτοπαιγνίου, ίσως και να την έχουν (στα τούρκικα υπάρχει), οπότε απλώς θα χαμογελάσουν ευγενικά αν το πείτε, όπως και οι Κύπριοι αν τους πείτε για τις μεγάλες βίλες που είδατε στην παραλία.

Αλλά παρασυρθήκαμε. Τέλος πάντων, εδώ τελειώνει η περιήγηση στα πολίτικα. Δεδομένου όμως ότι αυτό το μικρό δείγμα προήλθε από καμιά ογδονταριά μόνο λήμματα της Νεκταρίας Αναστασιάδου, όλα δημοσιευμένα μέσα στο 2022, μπορεί σε κανα χρόνο να αναδιφήσω πάλι τη συλλογή της και να παρουσιάσω κι αλλο πολίτικο άρθρο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *