Στην προχτεσινή του ομιλία στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, ο Στέφανος Κασσελάκης έκανε μια αναφορά που μου δίνει έναυσμα για το σημερινό άρθρο. Διευκρινίζω ότι η συνεδρίαση ακόμα συνεχίζεται την ώρα που γράφω, δεν ξέρω την έκβασή της, οπότε λέω να λεξιλογήσω -και όχι μόνο- για ένα γενικότερο ζήτημα.
Λοιπόν, επικρίνοντας τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε, ανάμεσα σε άλλα:
Νομίζουν ότι θα πάρουν ένα 3%, αλλά τα αριστερόμετρά τους ούτε 0,3% δε θα γράψουν.
Γιατί όσο εκείνοι θα κάνουν δήθεν αριστερή πολιτική με τεράστια κείμενα γεμάτα αόριστες σάλτσες -πολιτική του Pummaro-, η δική μας Αριστερά θα επαναφέρει το Κράτος Δικαίου και τα εργασιακά δικαιώματα, θα λύσει το θέμα της Στέγης, θα παρέμβει στο Κλίμα, στη Φτώχεια, στα Δικαιώματα.
Το παράθεμα το παίρνω από τουίτ του Στ. Κασσελάκη, πιθανώς προφορικά να υπάρχει κάποια μικρή απόκλιση στη διατύπωση.
Κατηγόρησε λοιπόν τους «αριστερομέτρες» ότι ελάχιστη απήχηση έχουν και ότι τα κείμενά τους είναι «τεράστια» και γεμάτα «αόριστες σάλτσες».
Όπως βλέπετε, η ομιλία περιείχε τοποθέτηση προϊόντος. Οπότε, γι΄αυτές τις σάλτσες, μεταφορικές και κυριολεκτικές, θα λεξιλογήσουμε σήμερα.
Το ΛΚΝ, εκδομένο το 1998, δίνει τον εξής ορισμό της σάλτσας: ρευστό και λιπαρό παρασκεύασμα από λάδι ή βούτυρο, αλάτι, διάφορα μπαχαρικά, ντομάτα κτλ., με το οποίο περιχύνουμε διάφορα φαγητά
Πρόκειται για κυριολεκτικό ορισμό, βέβαια. Το περίεργο είναι ότι το ΛΚΝ δεν αναφέρει τη μεταφορική σημασία της λέξης, που υπήρχε ασφαλώς και το 1998. Το λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως και το Χρηστικό, τη μνημονεύουν. Μου αρέσει περισσότερο ο ορισμός του Μπαμπινιώτη, κι ας είναι πιο φλύαρος:
σάλτσες (μτφ.) Κάθε περιττό ή υπερβολικό στοιχείο που προστίθεται σε αφήγηση, για να κάνει το περιεχόμενό της πιο εντυπωσιακό ή για να καλύψει την απουσία ουσιαστικού περιεχομένου. Μην παίρνεις κατά γράμμα αυτά που λέει, γιατί του αρέσει να βάζει σάλτσες. / Άσε τις σάλτσες και μπες στην ουσία!
Θα επανέλθω στη μεταφορική αυτή χρήση, αλλά ας ξεκινήσουμε από την ίδια τη λέξη, ή μάλλον από την ετυμολογία της. Προέρχεται από το ιταλικό salsa, ενδεχομένως μέσω διαλεκτικού τύπου, salza. Η ιταλική λέξη ανάγεται στο δημώδες λατινικό salsa, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής salsus = αλατισμένος, μετοχή του ρήματος salio = αλατίζω, από το sal = αλάτι. Και η αγγλική και γαλλική λέξη για τη σάλτσα, το sauce, στο ιταλικό salsa ανάγεται.
Ανήκει δηλαδή η σάλτσα σε μια πολυπληθή οικογένεια λέξεων που ανάγονται στη λατινική λέξη για το αλάτι. Όπως έχουμε γράψει παλιότερα, από το λατινικό sal έχουμε κι άλλες λέξεις στο λεξιλόγιό μας. Τη σαλάτα, βέβαια, από το βενετικό salata, κατά λέξη αλατισμένη· αλλά και το σαλάμι ή τη σαλαμούρα.
Τον παλιό καιρό το αλάτι έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο επειδή ήταν μέσο συντήρησης των τροφίμων κι αυτό έχει αφήσει αποτυπώματα σε πολλές γλώσσες. Ας πούμε, επειδή οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι εισπράττανε από το κράτος ένα χρηματικό επίδομα για να αγοράζουν το αλάτι τους, και αυτό το επίδομα λεγόταν salarium, αλατικό ας πούμε, από εκεί προέκυψε το αγγλ. salary, ο μισθός.
Το Pummaró, που το διαφήμισε άθελά του ο Στ. Κασσελάκης, είναι βέβαια σάλτσα ντομάτα από τις πιο γνωστές στην αγορά, που ίσως σε κάποιο βαθμό να έχει γίνει και γενική ονομασία για το είδος (του τύπου: το δικό μου ντατσουνάκι είναι Τογιότα). Υποθέτω ότι το όνομα θα προέρχεται από το pommodoro, που είναι η ιταλική λέξη για τη ντομάτα.
Πότε μπήκε στα ελληνικά η λέξη; Στο Βυζάντιο υπάρχει ο σαλσικοπώλης, δηλαδή ο αλλαντοπώλης, που είναι από την ίδια λατινική ρίζα, αλλά η σάλτσα δεν υπάρχει σε κειμενα της εποχής, τουλάχιστον στο TLG. Στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά βρίσκω αναφορά σε μεταγενέστερη παράφραση έργου του Νικήτα Χωνιάτη: και την σάλτσαν αυτών [των κρεάτων] εποιούσαν μετά σκόρδων και άλλων ειδών τών δριμυτέραν ποιούντων την αίσθησιν.
Στην αρχαία Ελλάδα σάλτσες υπήρχαν, αλλά τις έλεγαν εμβάμματα.
Όσο για τη μεταφορική χρήση, πρέπει να είναι παλιά, κι ας μην την έχει το ΛΚΝ. Βρίσκω κάπου ένα απόσπασμα απο παράσταση Καραγκιόζη του 1920, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Δε μιλώ με σάλτσες και γαρνιτούρες, σκέτα μιλώ, άνευ θείου και φωσφόρου.
Το «άνευ θείου και φωσφόρου» ήταν χαρακτηριστικό των σπίρτων νεοτέρου τύπου, που εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, και έτσι διαφημίζονταν -μια φράση που, όπως βλέπουμε, έγινε παροιμιώδης.
Οπότε, οι σάλτσες ήταν παροιμιακές ήδη από τον μεσοπόλεμο. Στη φράση εδώ τις βλέπουμε μαζί με τις γαρνιτούρες -οι σάλτσες προσφέρουν το πικάντικο στοιχείο, οι γαρνιτούρες μπαίνουν για να φτουρήσει το φαγητό.
Να πούμε εδωπέρα ότι σε ορισμένες χρήσεις τη σάλτσα τη λέμε και σος, ή σως αν δεν θέλετε να σας θυμίζει το SOS ή τα σος του σχολείου. Είναι βέβαια η γαλλική sauce, που όπως είπαμε από την ίδια λατινική λέξη προέρχεται όπως και η δική μας σάλτσα, αν και βέβαια ο γαλλικός όρος δίνει ασφαλώς μια νότα υψηλής γαστρονομίας. Βεβαίως, το γαλλικό sauce έχει πάρει κι αυτό μεταφορική σημασία, αλλά κάπως διαφορετική, μια και δηλώνει το ύφος, τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται κάτι, ας πούμε είχαν πει για ένα σχολικό βιβλίο, ότι είναι à la sauce feministe, σερβιρισμένο με φεμινιστική σος, θα λέγαμε.
Υπάρχει και μια έκφραση που έχουν οι Γάλλοι για όταν τα πράγματα πάνε άσχημα και η εξέλιξη σίγουρα θα είναι δυσμενής, on ne sait pas à quelle sauce on va être mangés, δεν ξέρω με ποια σάλτσα θα με φάνε. Και παροιμία, qu’importe le canard à quelle sauce il va être mangé, τι την νοιάζει την πάπια με ποια σάλτσα θα τη σερβίρουν να φαγωθεί.
Για να τελειώσουμε με τις σάλτσες σε άλλες γλώσσες, το αγγλ. saucy («σαλτσερός») σημαίνει αυθάδης, αγενής αλλά (προκ. για παιδιά) και σκανταλιάρης, με μια θετική δηλαδή σημασία, ενώ για ρούχα μπορεί να σημαίνει και σικάτο, κομψό.
Πάντως, βρίσκω ότι το να θεωρούμε «περιττό πράγμα» τις σάλτσες δεν μου φαίνεται σωστό. Η σάλτσα νοστιμίζει το φαγητό -υπάρχουν μάλιστα μερικά φαγητά, ιδίως εδώ στην Εσπερία, που χωρίς σάλτσα σχεδόν δεν τρώγονται.
Και, πείτε με παλιομοδίτη και γέρο, αλλά η αποστροφή του Στ. Κασσελάκη προς τα μεγάλα κειμενα, προς τη θεωρία της αριστεράς, με ενοχλεί πολύ. Εντάσσεται βέβαια στο πρόγραμμα εξάλειψης του «αριστερού στίγματος», που φαίνεται πως επιθυμεί διακαώς η καινούργια βάση του κόμματος, μαζί και μια υπόρρητη αντιπάθεια προς τη μόρφωση, τον πολιτισμό, που χαρακτηρίζει πολλούς νεοσυριζαίους (θολοκουλτουριάρη με έχει αποκαλέσει ο Παύλος Πολάκης, έναν όρο που παλιότερα κυρίως δεξιοί τον χρησιμοποιούσαν).
Αλλά η θεωρία χρειάζεται, σε κάθε κόμμα, ιδίως κάθε αριστερό κόμμα. Κι έπειτα, πώς θα παρουσιάσει η αξιωματική αντιπολίτευση έγκυρες εναλλακτικές χωρίς θεωρία και χωρίς αναλύσεις; Και με ποιο πολιτικό προσωπικό θα σταθεί στα τηλεοπτικά πάνελ;
Θα κλείσω με μια παροιμία που νομίζω πως μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο πολιτικό σχόλιο. Λέει βέβαια για πιπέρια, όχι για σάλτσες, αλλά ισχύει εξίσου,
Να λείψουν τα πιπέρια μου, να δω τη μαγερειά σου.