cf84cebf 3

3percΥπάρχουν  αριθμοί και παράγωγά τους, που αποκτούν, για διάφορους λόγους, σημασίες μεταφορικές, πέρα από την αρχική τους, που είναι η δήλωση μιας ποσότητας. Λέμε, ας πούμε, «το 45άρι» -μπορεί να εννοούμε πιστόλι ή δίσκο βινυλίου, όχι μια ποσότητα από 45 αντικείμενα. Λέμε 69 και ξέρετε τι εννοούμε (μαμά μη διαβάζεις). Λέμε 53 και εννοούμε την παλιά τάση που υπήρχε στον ΣΥΡΙΖΑ (μετά έγιναν 53+, μετά Ομπρέλα, αν και όχι τα ίδια πρόσωπα).

Στον στρατό, λέγαμε 108 και εννοούσαμε το έντυπο χρέωσης -οπότε, όποιος φαντάρος είχε συχνά σκοπιά, παραπονιόταν ότι «την έχει χρεωθεί με 108». Αλλά πριν από μερικά χρόνια, 108 έγινε το συνθηματικό για να καταγγείλουν, οι αντίπαλοι της κυβέρνησης  Μητσοτάκη, τη χειραγώγηση  των μέσων ενημέρωσης, αφού η οργάνωση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στην κατάταξη της ελευθερίας του τύπου διαπίστωσε ότι η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει στην 108η θέση. Αυτό δεν  ισχύει πια, διότι την επόμενη χρονιά η κατάταξη άλλαξε, η Ελλάδα βρέθηκε στην 107η θέση. Κι έτσι,  άλλοτε βλέπει κανείς, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εννοώ, να αναφέρεται ο αριθμός 107 ως υπαινιγμός για την κακή κατάσταση του ελληνικού τύπου κι άλλοτε ο αριθμός 108.

Βέβαια, οι αναφορές στη θέση 107 και στη θέση 108 φαίνεται ότι δεν έπεισαν και πολλούς έξω από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού στις εκλογές του 2023 η μεν αξιωματική αντιπολίτευση εξαερώθηκε, η δε απερχόμενη κυβέρνηση πλησίασε το 41%, με αποτέλεσμα στις μετεκλογικές αιτιάσεις των  αντιπολιτευόμενων για τη  «θέση 107» (ή 108), όπως και σε κάθε άλλη αιτίαση, η απάντηση να είναι ένας άλλος αριθμός, ένα ποσοστό για την ακρίβεια, 40% ή 41%. Και οι δυο αριθμοί έχουν βάση,  ο ένας  επειδή είναι το ακέραιο μέρος του ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας, ο άλλος επειδή προκύπτει από τη στρογγύλευση του ποσοστού. Πάντως, ειδικά τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές, το «41%» ήταν η απάντηση σε όλα και για όλα, κάπως σαν το 42 του Ντάγκλας Άνταμς. Ο λαός αποφάσισε με σαράντα τα εκατό, πώς τολμάτε και διαμαρτύρεστε; «41% – Στις τρύπες σας» έγραψε κάποιος στο Τουίτερ.

Μετά, το πήραν  και οι αντιπολιτευόμενοι και το παράλλαξαν σε «σαράντα τακατό» και «σαραντανα τακατό», υπονοώντας ότι αυτό είναι το μόνο επιχείρημα των φιλοκυβερνητικών για κάθε νόσο -η αποτύπωση  της λαϊκής  προφοράς (αντί «τα εκατό»,  πολύ περισσότερο «τοις εκατό») γίνεται απαξιωτικά. Και καθώς το καλοκαίρι δεν ήταν καθόλου καλό για την κυβέρνηση  του «σαράντα τακατό» ήταν πολλές οι ευκαιρίες να αναφερθεί χλευαστικά το ποσοστό αυτό. (Έγινε και κάτι αστείο: αυτός που είχε γράψει «41% – Στις τρύπες σας», κάτοικος Έβρου, κάποια στιγμή παραπονέθηκε επειδή, σε πρόσφατη επίσκεψη  του πρωθυπουργού στον Έβρο, το σχολείο που επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός τελούσε σε αστυνομοκρατία, ενώ ασφαλίτες εμπόδισαν πυρόπληκτους που ήθελαν να διαμαρτυρηθούν -και βέβαια αμέτρητοι χρήστες του υπενθύμισαν το τουίτ που είχε γράψει δυο μήνες νωρίτερα. Σαραντανατακατό, φίλε, τι νόμιζες;

Όμως υπάρχει κι άλλο ένα ποσοστό, που ακούγεται επίσης  πάρα πολύ αυτές τις μέρες, και που ποτέ δεν έπαψε να ακούγεται τα τελευταία δέκα χρόνια. Το έβαλα και στον τίτλο, εννοώ το 3%.

Το 3% είναι ένα ποσοστό που μπορεί  να εμφανίζεται σε διάφορα συμφραζόμενα, εδώ όμως εννοούμε το εκλογικό ποσοστό 3%. Όπως όλοι όσοι ασχολούνται ξέρουν, για να εκπροσωπηθεί ένα κόμμα στη Βουλή των Ελλήνων πρέπει να συγκεντρώσει ποσοστό 3%. Τέτοια όρια υπάρχουν σε πολλές χώρες, η ελληνική όμως πρωτοτυπία είναι ότι ταυτόχρονα καταργείται η πρώτη κατανομή εδρών, δηλαδή ακόμα κι αν ένα κόμμα πάρει το 100% των ψήφων σε μια περιφέρεια, ας πούμε στη Λέσβο (ή στη Ροδόπη) δεν θα βγάλει βουλευτή αν δεν συγκεντρώσει και το 3% πανελλαδικά. Αυτή η διάταξη θεσπίστηκε το 1990 επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη πατρός, με μη ομολογημένο αλλά ολοφάνερο σκοπό να αποκλειστούν από τη Βουλή τα μειονοτικά κόμματα. (Το αστείο είναι ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης, αν ίσχυε το 1977 το ίδιο σύστημα, δεν θα έμπαινε στη Βουλή με το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων, που πήρε 1,2% πανελλαδικά αλλά έπιασε το εκλογικό μέτρο στα Χανιά και στο Ρέθυμνο).

Πολλά κόμματα έχουν σκοντάψει στο κατώφλι του 3%, ας πούμε στις τελευταίες εκλογές έμεινε εκτός Βουλής το ΜΕΡΑ25. Αλλά με  ένα κόμμα έχει συνδεθεί το 3%, έστω και κάπως ανακριβώς: με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κάπως ανακριβώς, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 2004 που ιδρύθηκε, μόνο μια φορά βρέθηκε στο 3%, την πρώτη. Πήρε 3,3% στις εκλογές του 2004, 5% στις εκλογές του 2007, 4,6% στις εκλογές του 2009 και από το 2012 και μετά έχει περάσει σε διψήφια ποσοστά που τα ξέρετε. Ωστόσο, όχι πολύ ανακριβώς, διότι το προδρομικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Συνασπισμός, εννοώ στη μορφή που είχε μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ, έχει τραυματικές εμπειρίες με το 3%. Στις εκλογές του 1993, με επικεφαλής τη Μαρία Δαμανάκη, πήρε 2,95% και έμεινε  εκτός Βουλής -θυμάμαι μάλιστα σε ένα πάνελ, πολύ νωρίς,  τον αείμνηστο Μπάμπη Αγγουράκη, τον  εκλογολόγο και γενικώς γκουρού της πληροφορικής του ΚΚΕ, να βγαίνει με δολοφονικό ύφος (που όμως ήταν το σουσούμι του, δεν  το έκανε επίτηδες) και να λέει ότι «σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ο Συνασπισμός είναι στο 2,95%» -και έπεσε μέσα με ακρίβεια εκατοστού, ο αθεόφοβος.

Στις επόμενες εκλογές, το 1996, με ηγέτη  πια τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, άλλη ηγεσία, ο Συνασπισμός πέρασε τον πήχη με χαρακτηριστική άνεση, αφού πήρε 5,1%, αλλά το 2000 κόντεψε  να τον ρίξει: έπεσε στο 3,2%. Από εκεί και μετά τη σκυτάλη την παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά με το 3,3% του 2004.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε στο 16,7% τον Μάιο του 2012 και στο 27% τον  Ιούνιο, και ακόμα περισσότερο όταν έγινε κυβέρνηση, εμφανίστηκε και η διάκριση ανάμεσα στους «συριζαίους του 3%» και στον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» και στον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% ήταν το κόμμα διαμαρτυρίας, που επιβίωνε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και συχνά έπαιρνε ψήφο συμπάθειας, χωρίς καμιά βλέψη να έρθει ποτέ κοντά στο να  κυβερνήσει. Στην πορεία βέβαια, και ιδίως μετά το καλοκαίρι του 2015, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έπεσαν στα βαθιά νερά και κολύμπησαν, όπως κολύμπησαν, χωρίς να  έχει μεγάλη διαφορά το αν ήταν  «του 3%» ή μεταγενέστεροι.

Όμως, οι αναφορές στο 3% δεν έλειψαν. Από τότε που φάνηκε ότι τις επόμενες εκλογές θα τις κέρδιζε η Νέα Δημοκρατία, η μόνιμη επωδός των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «αντε να δούμε πότε θα γυρίσετε στο 3%», ακόμα περισσότερο μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019. Παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκράτησε τον  μεγάλο όγκο των δυνάμεών του, όλη την περίοδο 2019-2023 ήταν καθημερινές οι αναφορές, σχεδόν με λαχτάρα, στο «πότε επιτέλους θα  γυρίσετε στο 3%» ώστε να μπορέσει να ξελασπώσει η χώρα, να επανέλθει στην αξιωματική αντιπολίτευση  το ΠΑΣΟΚ και να έχουμε, επιτέλους, έναν υγιή δικομματισμό, να μην αναγκαζόμαστε να ψηφίζουμε ζορ ζορνά τον Κυριάκο! Αυτό διατυπωνόταν  και με προβλέψεις ή νουθεσίες, ας πούμε «Έτσι που το πάτε, δεν θ’ αργήσετε  να επιστρέψετε στο 3%» ή «Αυτή είναι η Αριστερά του Κύρκου και του Παπαγιαννάκη; Μην απορήσετε αν πέσετε στο 3%» (παραβλέποντας ότι η αριστερά του Κύρκου και του Παπαγιαννάκη για πολλά χρόνια βρισκόταν  κάτω από το 3%).

Μετά την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία, οι προφητείες για το 3% φάνηκε να επαληθεύονται. Κατά ένα περίεργο τρόπο, μάλιστα, η προφητεία «Αν δεν διώξετε τον Τσίπρα, θα πάτε στο 3%» μέσα σε μια νύχτα έγινε «Χωρίς τον Τσίπρα, θα πέσετε στο 3%». Από τότε όμως  που δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για ανάδειξη νέας ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ, ή μάλλον, για να  είμαι ακριβής, από τότε που εκδηλώθηκε η υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη, τον μπαμπούλα του 3% άρχισαν να τον  επισείουν όχι  πια οι αντίπαλοι, αλλά οι συριζαίοι. «Σε πέντε μέρες ψηφίζουμε Πρόεδρο. Οι επιλογές είναι δύο: Κασσελάκης  ή 3%, άλλη λύση δεν υπάρχει»,  έγραψε μια φίλη στο ΦΒ.

Η αλήθεια είναι ότι ο σ. Κασσελάκης προβάλλει ένα εξαιρετικά απλό και φαινομενικά ακαταμάχητο αφήγημα/μήνυμα: ότι είναι ο συνεχιστής του έργου του Τσίπρα και ο μόνος που μπορεί να  νικήσει τον Μητσοτάκη. Του πιστώνω, το έχω ξαναγράψει, ότι έφερε μια ξεχασμένη διαδικασία στους προβολείς της επικαιρότητας, αν και, Κυριακή κοντή γιορτή, μένει να διαπιστωθεί αν  αυτό θα αποκρυσταλλωθεί σε συμμετοχή στις εκλογές.

Δεν μ΄ενόχλησε (πολύ) η επίσκεψή του στη Μακρόνησο, αλλά ενδεικτικό του ρεύματος που (φαίνεται να) έχει είναι ότι πολλές θεμιτές κριτικές φίλων μάλλον ωφέλησαν την υποψηφιότητά του. Πολύ περισσότερο μ’ ενοχλεί η αντιπολιτική στάση κάποιων υποστηρικτών του, οι εκκλήσεις να «τα αλλάξει όλα» και ν’ απαλλάξει το κόμμα από τα βαρίδια, το αισχρό ψέμα ότι όλοι  οι  άλλοι υποψήφιοι έσκαβαν τον λάκκο στον Τσίπρα επί τέσσερα χρόνια. Ιδίως όταν αυτά τα λέει και εκείνος που όντως υπονόμευε τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ (και τη δημόσια υγεία) όλον τον  καιρό της πανδημίας με τις λεβέντικες ιβερμεκτίνες του. Αντίθετα, εκτίμησα τη δήλωση του ίδιου του Κασσελάκη: «Αν κερδίσω, θα έχω για όλα τα στελέχη ανοιχτή καρδιά και ανοιχτό μυαλό. Αν χάσω θα μείνω στον ΣΥΡΙΖΑ».

Εγώ πάλι δεν νομίζω ότι θα σωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τον  ένα ηγέτη και θα καταστραφεί με τον άλλον. Εγώ έχω πει ποιαν θα ψηφίσω, αλλά νομίζω ότι όποια ή όποιος και να βγει τα πράγματα  θα είναι εξίσου δύσκολα. Όσο για το 3%, μακάρι σε μιαν αναθεώρηση του εκλογικού νόμου να καταργηθεί.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *