cf84cebf cf88ceb1ceb8ceaccebaceb9 ceadcebdceb1 cf87cf81cebfcebdcebfceb3cf81ceaccf86ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 ceb2cf81ceb9ceaccf81ceb5

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 14 Οκτωβρίου 1928. Το διάλεξα επειδή προχτές ένας φίλος, που προσέχει τον ήλιο, φορούσε κάτι σαν ψαθάκι και μου έκανε εντύπωση. Πριν από εκατό χρόνια, βέβαια, ήταν σπάνιο για άντρες και για γυναίκες να βγουν έξω ασκεπείς -όπως θα δείτε, το 1928 είχε  αρχίσει να γίνεται μόδα το «ξέσκουφο», αλλά για τους περισσότερους το πραγματικό δίλημμα ήταν  «ψαθάκι ή ρεπούμπλικα» -κάτι που μου θυμίζει ότι δεν έχουμε βάλει λεξιλογικό άρθρο για καπέλα. 

Μικρό είναι το σημερινό χρονογράφημα οπότε βάζω ως συμπλήρωμα ένα μικρό σατιρικό που βρήκα στο τετράδιο του παππού μου, μια παρωδία στο Χάνι της Γραβιάς του Ζαλοκώστα. Υπογράφει ο Office, Όφις, όπως και σε καναδυό άλλα σατιρικά που υπάρχουν στο ίδιο τετράδιο. 

psathakiΤΟ ΨΑΘΑΚΙ

Έκανα χάζι, καθώς λένε, χθες, ένα ψαθάκι που τσακισμένο, ακρωτηριασμένο, κίτρινο σαν να ’χε σηκωθεί από Δάγγειο, με δακτυλικά αποτυπώματα του κατόχου -σα δελτίο σημάνσεως της αστυνομίας- κυριολεκτικώς συντρίμμι, πήρε φτερά και πέταξεν από το κεφάλι του ιδιοκτήτου του και με τρελά στριφογυρίσματα, που του υπαγόρευε το βοριαδάκι προσπαθούσε να αποφύγει την καταδίωξη του λογικού όντος που χωρίς να το θέλει «απεκαλύφθη» προς στην πανίσχυρη δύναμη της φυσεως.

Ένας χοντρός, που θα ήταν σπάνιο εύ­ρημα για διαφήμιση των θρεπτικών ιδι­οτήτων του γάλακτος Νεστλέ, ιδρωμένος, αξιοθρήνητος, το κυνηγούσε επίμονα κι ασταμάτητα, σκλάβος κάθε ιδιοτροπίας του βοριά, εξουθένωμα κι αυτός και συντρίμμι από τις τρέλες του καπέλου του. Ο κόσμος σταματούσε και κοίταζε γελώντας το κυνηγητό κρατώντας για καλό και για κακό το δικό του καπέλο.

Για μια στιγμή το ψαθάκι σκάλωσε κάπου και στάθηκε σαν για να πάρει μιαν ανάσα κι ο κυνηγός έσκυψε, έκανε μια μετάνοια προς το καπέλο του, λύγισε με κίνδυνο αποπληξίας το κορμί του, κι άπλωσε το χέρι του ενώ του ξέφευγε ένας στεναγμός ανακουφίσεως όταν… το ψαθάκι ξαναπέταξε και το κυνηγητό ξανάρ­χισε από την αρχή για να υπενθυμίσει και πάλι στο λογικόν δίποδον ότι «από κύλικος μέχρι χειλέων πολλά πέλει».

Δεν ξέρω πού θα έφθανε αυτή η ιστορία και πόσα δακτυλικά εξάμετρα θα χρειαζόταν ένας ποιητής για να την παραδώσει στην Αθανασία αν δεν βρισκόταν ο αιώνιος υποχρεωτικός θνητός που πάν­τοτε ζητεί ευκαιρία να προσφέρει τας υ­πηρεσίας τον εις τον πλησίον τον. Αυτός έσκυψε με μοναδικήν ευστροφίαν, το άρ­παξε από το γιακά και το παρέδωσε στον κτήτορα που ετοιμάστηκε ν’ αρχίσει τις ευχαριστίες. Αλλά μια ευχάριστη έκπληξη του χαράκωσε το πρόσωπο, ένα κά­ποιο χέρι του ’σφιγγε το δικό του.

— Βρε καλώς το Γιάννη…. Τί γίνε­σαι; Δικό σου είν’ το ψαθάκι;

— Δικό μου γιά.

— Καλά που ’τυχα και το τσάκωσα αλλιώς θα σε πήγαινε στην άκρη του κόσμου τούτος ο παλιοβοριάς. Μα δεν τ’ άφηνες καημένε να πάει στο διάβολο το παλιοκάπελο; Αυτό έχει πια τεθεί εις αυτεπάγγελτον αποστρατείαν. Αρκετά πολέμησε το καημένο, πότε για τον ήλιο πότε για αεριστήρι πότε για πρόχειρο γραφείο και κάποτε και για μαξιλάρι. Τώρα είναι για πέταμα. Ή μήπως το κρατάς από ευγνωμοσύνη ;

— Όχι δα. Αλλά τι θες, να βγαίνω ξέσκουφος;

—   Τώρα κάτι λες! Άσε που είναι μό­δα το ξεσκούφωμα, αλλά γιατί δε βάνεις τη ρεμπούμπλικά σου.

Ο χοντρός εκούνησε το κεφάλι του λυπητερά.

—   Αμή έχω καημένε;

— Έλα τώρα!.. να κλαιν οι χήρες μα να κλαιν κι οι παντρεμένες…!!

Ο  εστί μεθερμηνευόμενον, το ευεργετικότατον ψαθάκι, το ελαφρό και δρόσερό επιστέγασμα τής φαλάκρας ή τής κόμης μας δεν το κρατάμε από ευγνωμοσύνη στο χέρι μας ή στο κεφάλι μας παρά μόνο γιατί δεν έχουμε λεφτά να πάρουμε τον αντίζηλόν του — τη ρεμπούμπλικα.

Αυτός είναι ο νόμος τής Ζωής.

Μόνο έναν ευγνώμονα θνητόν εγνώρισα κάποτε που εφέρετο με σεβασμό στα παλιά του ρούχα και καπέλα, που τα εκλείδωνε και τα αρωμάτιζε, κι αυτός ήταν μανιακός.

Έτσι είναι. Η Αχαριστία είναι τέκνον της ευεργεσίας.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

Και η παρωδία που λέγαμε

Ηρώον

Απ’ οσμήν αμμωνίας μυρίζει
το ηρώον εκεί αντικρύ
που ορθούται ψηλό και μακρύ
λευτεριάς μετερίζι

Ο καθείς σαν εκείθε διαβαίνει
για προσκύνημα πάγει κοντά
και, με δίχως ν’ αστράψει, βροντά
και βροχούλα το ραίνει

Office

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *