cf84cebf cf86ceaccebdcf84ceb1cf83cebcceb1 cf80ceaccebdcf84ceb1 ceb5cf80ceb9cf83cf84cf81ceadcf86ceb5ceb9 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9

Δημήτρης Σ. Πέτρου, Τα πρόσωπα της ψυχής: 16 ιστορίες ψυχοθεραπείας, εκδ. Παρέμβαση, Κοζάνη 2021.

Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Δημήτρη Πέτρου με τίτλο Τα πρόσωπα της ψυχής: 16 ιστορίες ψυχοθεραπείας αποτελεί μια άψογα προσαρμοσμένη στα μέτρα του μη ειδικού αναγνώστη/τριας σειρά από μελέτες περίπτωσης (case studies), ψυχοθεραπευτικών συνεδριών. Στην πορεία της ανάγνωσης αναδύονται μέσα από τούτη την επαναφήγηση προσωπικών αφηγήσεων ψυχαναλυτικοί όροι, ονόματα θεωρητικών, και βέβαια οι εμβληματικές Φροϋδικές μελέτες περίπτωσης, όπως η Άννα Ο, η Ντόρα, ο Ποντικάνθρωπος και ο Λυκάνθρωπος, που με ταξίδεψαν αρκετά χρόνια πίσω στο ακαδημαϊκό μου παρελθόν, όταν εκπονούσα τη διδακτορική μου διατριβή στην Αγγλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα με έντονο το ψυχαναλυτικό θεωρητικό υπόβαθρο. Κι αυτό διότι οι διάσημες και εν μέρει αμφιλεγόμενες μεν, σαγηνευτικότατες δε, μελέτες του πατέρα της ψυχανάλυσης, πέρα από την σημαντική κλινική τους διάσταση, ως κείμενα, έχουν, κατά γενική ομολογία, να επιδείξουν λογοτεχνική αξία κι αρτιότητα μα και θαυμαστή αφηγηματική δεινότητα, εξ’ ου και η δημοφιλία τους στους κύκλους των λογοτεχνικών σπουδών, εκεί όπου συχνά η θεωρία της ψυχανάλυσης αποτελεί πρόσφορο ερμηνευτικό εργαλείο κειμένων. Ακόμη, συνάντησα εκ νέου τη Μέλανι Κλάιν και τον Ντόναλντ Γουίνικοτ και ξαναθυμήθηκα τη θεωρία τους των λεγόμενων «σχέσεων αντικειμένων» (Object Relations Τheory), των «Καλών και Κακών Ψυχικών αντικειμένων» και της «Αρκετά Kαλής Mητέρας» (The Good Enough Mother), της οποίας το βλέμμα και η ανταπόκριση στις ανάγκες μας, από τη βρεφική ηλικία, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον ψυχισμό και την ομαλή ένταξη και εξέλιξή μας στο συμβολικό σύστημα και στις συμβάσεις του πολιτισμού. Μέσω αυτών των συμβάσεων, εξάλλου, χρειάζεται να πορευτούμε, να απολαύσουμε τα καλά που έχουν να μας προσφέρουν και να διαχειριστούμε τα δεινά που ταυτόχρονα μας προκαλούν. Και είναι αυτά τα δεινά του κοινωνικού και πολιτισμικού μας περιβάλλοντος κι εκείνες οι πρωταρχικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις με τους γεννήτορές μας που συνήθως μας ωθούν να αναζητήσουμε (ή να μη χρειαστεί να το κάνουμε) εξειδικευμένη ψυχολογική υποστήριξη και βοήθεια κάποια στιγμή, στην πορεία της ενήλικης ζωής μας.

Κι εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι, αν και η λογοτεχνική/θεωρητική διάσταση της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, η ψυχαναλυτική θεωρία γενικότερα στην προσέγγιση της λογοτεχνίας, δεν μου είναι διόλου ξένες, αφού κυρίως σε αυτήν βασίστηκε το μεγαλύτερο θεωρητικό υπόβαθρο ενός απαιτητικού ακαδημαϊκού πονήματος, η κλινική της διάσταση δεν μου είναι και τόσο οικεία. Κι αυτό, επειδή αυτή η δεύτερη, ως μία αμιγώς δυαδική σχέση, βιώνεται εξ’ ολοκλήρου δια ζώσης με ό,τι αυτό σημαίνει και για τα δύο μέρη της, τον ψυχοθεραπευτή/τρια ψυχαναλυτή/τρια και τον/την ψυχοθεραπευόμενο/μενη, που σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο καλούνται να επιβιβαστούν και να συμπλεύσουν «σε μία βαρκάδα για δύο», όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, σε μια συχνά αμφίδρομη συν-ταξιδευτική σχέση, όπως εν μέρει συμβαίνει και στην πράξη της γραφής και της ανάγνωσης, με έναν τρίτο πάντα, το υποσυνείδητο και των δύο πλευρών (και όλα όσα αυτό έχει απωθήσει), να παρευρίσκεται σ΄ αυτό το τρίγωνο. Αυτή η τρίτη παράμετρος, το υποσυνείδητο, συνταξιδεύει στις συνεδρίες ως ένας απρόβλεπτος πηδαλιούχος, άλλοτε βάζοντας τρικλοποδιές και θέτοντας εμπόδια μέσω ενός κριτή, που είναι διαφορετικός για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, κι άλλοτε, ανάλογα με την βαθμό αντίστασης των υποκειμένων, αφήνοντας κάποιες χαραμάδες για την θέαση και τα καμώματα του πυρήνα του. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, όπως επανειλημμένα μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, και σε κάθε περίπτωση αναλυόμενου/ης, έχουμε να κάνουμε με ένα ταξίδι ανακαλύψεων και αποκαλύψεων. Σ΄ αυτό το ταξίδι πρωτεύοντα ρόλο καταλαμβάνει η διαδικασία των μεταβιβαστικών αντιδράσεων (η γνωστή μεταβίβαση, θετική ή αρνητική, κατά Freud), δηλαδή η τάση των αναλυόμενων να προβάλλουν μέσα από επαναλήψεις που αφορούν το ασυνείδητο παρελθόν τις σχέσεις με τα πρωταρχικά αντικείμενα αγάπης-μίσους στο πρόσωπο του αναλυτή, μεταβιβάζοντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο συναισθηματικές καταστάσεις του παρελθόντος στο αναλυτικό παρόν της συνεδρίας, προκειμένου να επαναληφθούν σενάρια σχέσεων τα οποία, αν και ασυνείδητα, δεχόμενα εξωτερικά ερεθίσματα ενεργοποιούνται, αναζητώντας ικανοποίηση. Συχνά, από την πλευρά του αναλυτή/τριας, αναπόφευκτα διαφαίνονται και οι λεγόμενες αντιμεταβιβαστικές αντιδράσεις στις οποίες αυτός/ή οφείλει να μην ενδώσει, ίσως το δυσκολότερο μέρος μιας σειράς συνεδριών, αφού μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό για τον αναλυόμενο και γι’ αυτόν τον λόγο και ο/η αναλυτής/τρια υποβάλλεται ο ίδιος σε ανάλυση κατά διαστήματα. Επίσης, στη διαδικασία της ανάλυσης διαφαίνεται από την πλευρά των υπό θεραπεία υποκειμένων ο καταναγκασμός της επανάληψης (αυτό που ο Φρόυντ παρατήρησε στους αναλυόμενους/ες ως repetition coompulsion), η σχάση, δηλαδή ο διχασμός, η ανάδυση του οικείου ανοίκειου, η επαναδιαδραμάτιση, ο πρωταρχικός πυρήνας (primary self), ο ιδεατός εαυτός, ο αλλότριος/ξένος Άλλος εντός και εκτός ημών και τόσο άλλα που δεν επαρκεί ο εδώ χώρος να αναφερθούν.

Σημειώνω ότι ταυτίστηκα αρκετές φορές με ορισμένες από τις περιπτώσεις των θεραπευόμενων που κάθισαν κι άφησαν τα σημάδια τους στον κόκκινο καναπέ του γραφείου του. Χτύπησε έντονα κόκκινο για μένα ως αναγνώστρια των επανααφηγήσεων αυτών, τόσο που συχνά ένιωσα ταραχή και, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στις ψυχαναλυτικές/ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, αυτό που πρώτος ο Sigmund Sigmund ταυτοποίησε ως «αντίσταση» (resistance), αναδύθηκε σε όλο της το μεγαλείο. Ειδικά εκείνη ή πάλη ανάμεσα στη μητέρα της επιθυμίας και τη μητέρα της απόλαυσης αυθόρμητα μου έφερε στον νου τη Λακανική έννοια της απόλαυσης, την οποία ο Ρολάν Μπαρτ μετουσίωσε στον διαχωρισμό δύο ειδών κειμένου: Aυτό της ηδονής κι εκείνο της ανάγνωσης. Δεν διαβάζω τις ανάγκες και τα θέλω του παιδιού μου, μόνο το αντικειμενοποιώ, το οικειοποιούμαι, γίνεται το ίδιο η επιθυμία μου και προβάλλω πάνω του τα δικά μου θέλω. Όμως κρατήθηκα ως αναγνώστρια και αναλύτρια του ανά χείρας αφηγηματικού κειμένου του Δ. Πέτρου. Δεν θα έπρεπε να ταυτιστώ ούτε να ενδώσω στη σαγήνη της επαναφήγησης, μόνο να διακρίνω, όσο το ίδιο το κείμενο μου επιτρέπει, τα κίνητρα της συγγραφής του, στα οποία θα επανέλθω σύντομα.

Αλλά ιί ακριβώς είναι τα πρόσωπα της ψυχής; Τα πρόσωπα της Ψυχής είναι ποικίλα και είναι το ίδιο το σώμα μας, στην ολότητά του. Το σώμα είναι που ευημερεί ή δυστυχεί, που χαίρει, ευτυχεί ή θρηνεί που πονάει, πάσχει και ασθενεί ή που αισθάνεται τη δύναμη της υγείας και της ευεξίας. Η φυσική κατάσταση του σώματος, σχεδόν πάντα, αποτυπώνει την αντίστοιχη ψυχική, και αντιστρόφως, αφού αυτά τα δύο, ψυχή και σώμα, είναι έννοιες κι οντότητες ταυτόσημες φρονώ. Ως αλληλοσυμπληρούμενες παράμετροι αποτελούν τον πυρήνα αυτού που αποκαλούμε «ανθρώπινη κατάσταση» ή, αν θέλετε, ανθρώπινη φύση, αν και προτιμώ το πρώτο, μιας και το ανθρώπινο ον συγκροτείται μεν κατά βάση από τη βιολογική του υπόσταση, όμως άλλο τόσο δομείται και από την κοινωνική/πολιτισμική του διάσταση. Και εδώ κυρίως είναι που προκύπτουν τα δεινά του: Φύση-κουλτούρα, τα θέλω και τα πρέπει, το είναι και το φαίνεσθαι, οι ψυχικές επενδύσεις σε πρόσωπα και πράγματα, το απωθημένο, ανείπωτο, καλά κρυμμένο μυστικό τραύμα που στοιχειώνει, και οι κάθε λογής φοβίες και ενοχές που παλεύουν να αναδυθούν στην επιφάνεια, να αναγνωριστούν, να κατανοηθούν και να βιωθούν εκ νέου, μέσα από την ενσυναισθητική ατμόσφαιρα των συνεδριών και την επιδέξια, αλλά πάντα διακριτική καθοδήγηση του αναλυτή/τριας.

Ο Νίκολας Έιμπραμς και η Μαρία Τόροκ είναι γνωστοί για τη θεωρία που ανέπτυξαν σε σχέση με το λεγόμενο διαγενεακό στοίχειωμα/τραύμα (transgenerational phantom) ή αλλιώς διαγενεακό φάντασμα, που το εξελικτικό κομμάτι της ψυχολογίας συνδέει με τη βιολογική προδιάθεση που μας κληροδοτείται από τους προγόνους, των οποίων τα όχι απλώς κρυμμένα, αλλά κρυπτογραφημένα (θαμμένα σε κρύπτη) μυστικά περνάνε από γενιά σε γενιά με τη φαντασματική μορφή ανεπεξέργαστων τραυμάτων που χρήζουν λεπτών, εξειδικευμένων χειρισμών για να αποκαλυφθούν και βέβαια όλο αυτό επιτυγχάνεται εξ ολοκλήρου με τον τρόπο της αφήγησης/ επαναδιαδραμάτισης. Η ψυχοθεραπεία/ψυχανάλυση, επομένως, είναι στενά συνδεδεμένη με την αφηγηματική διάσταση του λόγου. Αποτελεί μια διαδικασία που έχει τη βάση της στη λειτουργία της γλώσσας. Είναι ταυτοχρόνως η διαδικασία της ανάγνωσης της προσωπικής ιστορίας του/της αναλυόμενου/ης, αλλά και η ίδια η πράξη της αφήγησης· εξαρτάται λοιπόν με τον ίδιο τρόπο από το περιεχόμενο, όσο και από τη δομή της διατύπωσης της αφήγησης. Ωστόσο, η γλώσσα δεν είναι μόνο ένα εργαλείο ή απλά ένας κώδικας μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η επικοινωνία· είναι ένας τρόπος δόμησης της ίδιας μας της ταυτότητας που αποτελείται από τις αντίστοιχες μνήμες και αναμνήσεις. Συνεπώς, η διαχείριση της μνήμης και της ανάμνησης είναι αναπόσπαστο κομμάτι των γλωσσικών λειτουργιών, που συνδέονται άμεσα με την ψυχαναλυτική διαδικασία και τη θεραπευτική της ενέργεια.

Λογικά πλέον προκύπτει το ερώτημα: Γιατί ο συγγραφέας προέβη σε μία επανα-αφήγηση/επαναδιαδραμάτιση μιας σειράς αφηγήσεων που έλαβαν χώρα σε μια χρονική περίοδο 3 ετών και που προφανώς άφησαν τα σημάδια τους τρόπον τινά; Γιατί αποφάσισε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο ίδιος πλέον να μας κάνει κοινωνούς μερικών από τις αφηγήσεις που κάποιοι/ες του εμπιστεύτηκαν σε περιόδους επώδυνες γι’ αυτούς/ές, και μάλιστα το κατορθώνει όλο αυτό με έναν ιδιαιτέρως επιδέξιο και σαγηνευτικό, φορές άκρως εξομολογητικό αφηγηματικό τρόπο; Την απάντηση φυσικά μας την δίνει ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου του με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο σε ένα πρώτο επίπεδο: Για να τιμήσει τα πρόσωπα που τον εμπιστεύτηκαν με τις τόσο διαφορετικές, αλλά συχνά και τόσο αλληλοεπικαλυπτόμενες ιστορίες/αφηγήσεις τους: «πρόκειται για ένα πάζλ φτιαγμένο μια προγενέστερη “στιγμή” που ρίχτηκε σκοπίμως επί τάπητος, με τα κομμάτια του να αναζητούν μια νέα επαναδιαδραμάτιση (reenactment)». Ακόμη σε στιγμές αυτοπαρατήρησης επίσης μας εξομολογείται: «Μήπως για να βρούμε τον εαυτό μας περνάμε μέσα από τους άλλους; Ή αντίθετα, για να δούμε την πραγματικότητα του άλλου, πρέπει πρώτα να έχουμε περάσει μέσα από τη δική μας; Τι προηγείται, τελικά; Ο ξένος ή ο εαυτός μας; Κάποιοι υποστηρίζουν πως στη θέση του κόσμου όλου, προσπαθούμε να βρούμε τον άλλο και στη συνέχεια, στη θέση του άλλου, ερχόμαστε για να βρούμε τον εαυτό μας.» (σελ.33)

Ως εξωδιηγητική αναλύτρια κειμένων και όχι ατόμων τολμώ να διακρίνω σε ένα τέτοιου είδους εγχείρημα ακριβώς αυτό που δεν πρέπει να συμβεί στις δια ζώσης επαγγελματικές συνεδρίες και μιλώ για τις αντι-μεταβιβαστικές αντιδράσεις που ο αναλυτής/τρια προσπαθεί να αποφύγει διακαώς στην επαγγελματική του ζωή, αλλά που στο συγκεκριμένο κείμενό του μπορεί να μετουσιώνει σε ένα αφηγηματικό έργο με λογοτεχνική αξία, το οποίο όχι μόνο δεν παρεμβαίνει δυσμενώς σε κάποια θεραπευτική συνεδρία, αλλά αντιθέτως, δρα με τρόπο θεραπευτικό στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια που θα το διαβάσει, φωτίζοντας τις πλευρές εκείνες και τα υλικά εκείνα της ύπαρξης που μας καθιστούν αυτό από το οποίο είμαστε φτιαγμένα εμείς τα ανθρώπινα όντα. Γιατί, εκτός από εξειδικευμένη θεραπεία, όταν αυτή καταστεί απαραίτητη, πού αλλού ζητάμε νοσηλεία; Μα φυσικά στην τέχνη, στα θέατρα, στα σινεμά και στα βιβλία.

«Οι άνθρωποι», σύμφωνα με τον S. Freud, «είμαστε όντα της αγάπης» και καθώς μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας με τους άλλους, δίνουμε όνομα και σχήμα στα νοήματα αυτής της μοναδικής εμπειρίας ζωής. Οι ιστορίες που αφηγούμαστε προσφέρουν έναν μοναδικό τρόπο για να «τακτοποιηθεί» μια περιπεπλεγμένη και πολύπλοκη σειρά γεγονότων και ψυχικών επενδύσεων, αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα αίτια που τα συνδέουν μεταξύ τους καθιστώντας τα, αν όχι αποδεκτά, τουλάχιστον κατανοητά, κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο μέσα από τη συνταξιδιωτική βαρκάδα των αναλυτικών συνεδριών/συναντήσεων. «Μέσα από τον άλλον συντελείται η πρώτη αληθινή συνάντηση με τον εαυτό μας» μας λέει στον επίλογο του ο συγγραφέας. «Ένας από τους λόγους που με παρακινούν να ευχαριστήσω τους θεραπευόμενούς μου μετά την “βαρκάδα” μας, είναι ακριβώς αυτό το αμοιβαίο αίσθημα ευθύνης που αναπτύσσεται και βιώνεται μεταξύ μας». Κι εμείς ευχαριστούμε τον Δημήτρη Πέτρου για το ενδιαφέρον ταξίδι που μας προσφέρει και τις ελκυστικές, θεραπευτικές διόδους που μας ανοίγει μέσα από το κείμενό του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Felix Vallotton. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

20210622161945 ta prosopa tis psychis

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *