cf84cebf ceb2cf81cf8ecebcceb9cebacebf cf88cf89cebcceaf cf84cebfcf85 cf83ceb1ceb2ceb2cf8ccf80cebfcf85cebbcebfcf85 cebaceb1ceb9 cf84cebf

kasdagΠριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις Οξύ, τα πρώτα βιβλία μιας νέας σειράς που έχει τον εύγλωττο τίτλο 33 1/3. Εύγλωττο, διότι καθένα από τα μικρού σχήματος τομίδια της σειράς, με έκταση γύρω στα 10 τυπογραφικά, είναι αφιερωμένο σε έναν σημαντικό δίσκο των 33 στροφών -μεγάλο δίσκο όπως τους λέγαμε τότε. Τα περισσότερα βιβλία της πρώτης αυτής φουρνιάς είναι μεταφρασμένα, αφιερωμένα σε ξένους δίσκους, όμως έχουμε και δύο πρωτότυπα, για ελληνικούς δίσκους.

Πριν από μερικούς μήνες παρουσίασα το πρώτο από αυτά, το βιβλίο του φίλου Αλέξη Βάκη για τον Μεγάλο ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι.

Σειρά έχει σήμερα το δεύτερο, το βιβλίο του φίλου Χριστόφορου Κάσδαγλη για το Βρώμικο ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου.

Οι δυο δίσκοι έχουν κοινή ηλικία, αφου κυκλοφόρησαν και οι δυο στα τέλη του 1972, άρα συμπληρώνουν μισόν αιώνα ζωής. Ασφαλώς συγκαταλέγονται και οι δύο στους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής μουσικής -στον κατάλογο του Διφώνου για τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους του 20ού αιώνα, που είχαμε παρουσιάσει παλιότερα εδώ, ο Μεγάλος ερωτικός κατατάσσεται δεύτερος ενώ το Βρώμικο ψωμί στη 10η θέση.

Όμως, ανεξάρτητα από την αξία τους, νομίζω ότι ο δίσκος του Σαββόπουλου είχε περισσότερους φανατικούς ακροατές, έφηβους που έλιωσαν το βινύλιο ή την κασέτα παίζοντάς τα αδιάκοπα, δέκα, είκοσι, πενήντα φορές συνέχεια, με την επιμονή και τη λατρεία που μόνο ένα κορίτσι ή ένα αγόρι δεκατέσσερα χρονώ μπορεί να έχει.

Ένα τέτοιο αγόρι δεκατέσσερα χρονώ υπήρξε και ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, «δεκατεσσάρων με φωνή βραχνή» όπως τιτλοφορεί το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Γράφει:

Η αλληλουχία της μύησης είχε ως εξής: πρώτα ανακαλύψαμε το Περιβολι του τρελλού με το πολύχρωμο ψυχεδελικό εξώφυλλο, υποθέτω λίγο μετά την κυκλοφορία του LP, κάπου στα δεκατρία. Αμέσως μετά το Φορτηγό, και λίγο αργότερα ο Μπάλλος. Αυτό το «λίγο αργότερα» είναι λόγια τωρινά, αντιπροσωπεύουν την τρέχουσα αντίληψή μου για τον χρόνο. Αλλά έχω αποκρυσταλλωμένη την πεποίθηση ότι οι λίγοι μήνες που μεσολαβούσαν τότε μεταξύ των δύο σταδίων της μύησης ήταν ισοδύναμοι με σημερινά χρόνια. 

Στα δεκατέσσερά μου οι φίλοι μου κι εγώ είμαστε ήδη ακραιφνείς σαββοπουλικοί. Ακούμε μέρα νύχτα Σαββόπουλο. Συζητάμε για τον Σαββόπουλο. Προσπαθούμε να τραγουδάμε Σαββόπουλο με φωνή βραχνή. Πώς μπορείς να τραγουδήσεις στα δεκατέσσερα με φωνή βραχνή; Μπορείς. 

Δημιουργούμε μυστικούς κώδικες με τα λόγια, που τα ξέρουμε απέξω αν και σε μερικές περιπτώσεις μάς διαφεύγουν φράσεις -αφορμή για ατελεύτητες συζητήσεις και διαφωνίες. Είμαστε σε θέση να παραθέσουμε τους τίτλους των τραγουδιών με τη σειρά τους στον δίσκο, κατά τον ίδιο τρόπο που εκφωνούμε τη βασική ενδεκάδα της ομάδας. Οικονομόπουλος, Βλάχος, Αθανασόπουλος, Καψής, Σούρπης, Δημητρίου, Ελευθεράκης, Δομάζος, Κουβάς, Αντωνιάδης, Φυλακούρης. Προπονητής, Φέρεντς Πούσκας. Έχουμε απομνημονευσει κάθε λέξη που αναφέρεται στα οπισθόφυλλα, τα ονόματα των μουσικών και του ηχολήπτη, τα credits, έστω και αν εντέλει αποδείχτηκαν ελλιπή. 

Η επιλογή μας επικροτούνταν ανεπιφύλακτα από τους μεγαλύτερους φίλους-μέντορές μας. Όχι όμως και από τους γονείς, οι οποίοι ανησυχούσαν σφόδρα με όλη αυτή την κατολίσθηση, με τα μπάσα που έκαναν τα τζάμια στο σαλόνι να τρίζουν και την εν γένει οχλαγωγία του ηλεκτρικού ήχου και των ντραμς. Τις άναρθρες κραυγές, τα προκλητικά και ακατανόητα λόγια, τα λιγδερά μαλλιά και τα μαύρα ρούχα. Σιγά μη μας ένοιαζε -αυτός δεν ήταν άλλωστε ο σκοπός;

Κάπως ανάλογα μυήθηκα κι εγώ, και άλλοι της γενιάς μου, στον Σαββόπουλο, έστω κι αν εγώ το Φορτηγό το είχα ακούσει νωρίτερα, αφού το χάρισε στους γονείς μου ο θείος μου ο Κωστάκης σαν πικρόχολο δώρο για την επέτειο της χούντας το 1968, και έβαζα τη Ζωζώ για να τρομάζω την καημένη τη γιαγιά μου, όταν ερχόταν από την Αιγινα επίσκεψη -τη γιαγιά μου, που τότε ήταν αρκετά πιο νέα απ’ όσο είμαι εγώ σήμερα. Αλλά πλατειάζω με τις δικές μου αναμνήσεις, που μου τις γεννά η ανάγνωση του βιβλίου του Κάσδαγλη, που τον ζηλεύω κιόλας διότι, σαν ένα χρόνο μεγαλύτερος, κάτοικος του κέντρου και με μεγαλύτερους φίλους και συγγενείς, πρωτομπήκε στο Κύτταρο το 1972 και όχι πολλά χρόνια αργότερα όπως εγώ.

Ο Κάσδαγλης δεν είναι μουσικός, ούτε έχει κάποια σχέση με τη δισκογραφική πιάτσα. Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, που κάποιοι θα τον θυμάστε ως Χρήστο Καστανά, από το ημερολόγιο θητείας Απολύομαι και τρελαίνομαι που δημοσίευσε στη δεκαετία του 80. Πιο πρόσφατα έγραψε το 1983, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα στο οποίο αφηγείται μια κατάληψη στην οποία συμμετείχε και ταυτόχρονα τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία. Όταν το διάβασα, μου φάνηκε στην αρχή φλύαρο, αλλά τελικά είδα ότι αυτό συνέβαλλε στο να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής.

Το ίδιο, χωρίς όμως φλυαρία, κάνει κι εδώ ο Κάσδαγλης, καθώς πολύ πετυχημένα βάζει τον αναγνώστη στο κλίμα του 1972 και στην ελληνική μουσική, ιδίως ροκ, σκηνή της εποχής. Γι’ αυτό και στο 4ο κεφάλαιο του βιβλίου έχει μια ανασκόπηση των βασικών γεγονότων του 1972 (διότι υπάρχουν και νεότεροι αναγνώστες) σε συνδυασμό με γεγονότα της δικής του ζωής, οπως ότι προβιβάστηκε με βαθμό Καλώς και διαγωγή Κοσμία.

Επίσης, ακριβώς επειδή θεωρεί «δεδομένα τα μουσικά ελλείμματά του», είχε την καλή ιδέα να ακούσει το Βρώμικο ψωμί παρέα με τον Alex K., συνθέτη, στιχουργό και τραγουδιστή των Last Drive και να καταγράψει τα εκτενή σχόλιά του, στα οποία αφιερώνει το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου, ένα από τα πιο σπουδαία -που πρέπει να διαβαστεί με παράλληλη ακρόαση του δίσκου. (Για τον Άγγελο εξάγγελο, η άποψή του είναι ότι κατάφερε να φτιάξει κάτι πιο σπουδαίο από το πρωτότυπο του Ντύλαν).

Για το ίδιο τραγούδι, ο Κάσδαγλης στο 13ο κεφάλαιο του βιβλίου ερευνά τον στίχο «Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα», που δεν υπάρχει στους στίχους του The Wicked Messenger, του τραγουδιού του Ντύλαν που χρησίμεψε ως πρότυπο στον Σαββόπουλο -«λαμπερή προσθήκη της ελληνικής βερσιόν» το αποκαλεί. Σημειώνει ότι στο τραγούδι Άγγελος εξάγγελος ο Σαββόπουλος πηρε την κεντρική ιδέα και μερικά σκόρπια στιχάκια κι έφτιαξε ένα τραγούδι δικό του. Κι ύστερα επισημαίνει κάτι που πρώτος είχε εντοπίσει ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης, αλλά που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ότι ο στίχος του Σαββόπουλου είναι δάνειο από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Οταν αποχαιρέτησα….» του 1955:

Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.

Στο ίδιο κεφάλαιο, ένα ακόμα άγνωστο σαββοπουλικό διαμαντάκι, το ποίημα «Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο», που έγραψε ο Σαββόπουλος το 1967 στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και χρησίμεψε ως πρόπλασμα για το Δημοσθένους λέξις, που είναι πιο υπαινικτικό και στιχουργικά ανώτερο, αν και στην παλιότερη βερσιόν υπάρχει το εξής έξοχο τετράστιχο

Θα ξεκινάει η πομπή
θα πλημμυρίζει η αρένα
από σπιρτόξυλα στημένα
μνημεία, θρόνοι και βωμοί.

Και βέβαια από το βιβλίο δεν θα μπορούσε να λείπει το 18ο κεφάλαιο, «Εδώ ειμαι με τον Διονύση Σαββόπουλο», στο οποίο ο Κάσδαγλης αφηγείται τις λιγοστές φορές που ήρθε σε επαφή προσωπικά με τον συνθέτη («τρεις ταπεινές ιστορίες», όπως λέει) αλλά, το πιο σημαντικό και δύσκολο, την προσωπική του στάση ως φανατικού σαββοπουλικού και πάντοτε αριστερού, απέναντι στην πολιτική (και καλλιτεχνική) στροφή του Σαββόπουλου από τη δεκαετία του 80 και μετά -στην ίδια θέση νομίζω ότι θα βρισκονται χιλιάδες της γενιάς μου και νεότεροι, κι εγώ ο ίδιος.

Θα κλείσω με το τέλος του τελευταίου κεφαλαίου, αν και αξιόλογο είναι και το επίμετρο της Ναταλί Χατζηαντωνίου.

Αν είχα υποψιαστεί εγκαίρως ότι η έκδοση αυτού του βιβλίου θα συνέπιπτε με την επέτειο των 50 χρόνων του δίσκου, θα έγραφα για άλλον δίσκο. 

Αλλά δεν ήθελα να γράψω για άλλον δίσκο. Ήθελα να γράψω γι’ αυτόν, που άκουσα live την πρώτη μου φορά στο Κύτταρο πριν κυκλοφορήσει κι έτρεξα στα δισκάδικα να τον αγοράσω την πρώτη μέρα.  Να μετριάσω κάπως την ενοχή για την απουσία μου από το Κύτταρο το φθινόπωρο του ’73.

Ήθελα να ξανατραγουδήσω εκείνα τα τραγούδια, να αναλύσω κάθε πτυχή τους και να εκμαιεύσω κάθε αποκάλυψη που εξακολουθούσαν να κρύβουν μέσα τους.

Δείτε, ας πούμε, πώς διαλέγει ο Σαββόπουλος μία-μία τις λέξεις-πρόκες για την αρχή του κάθε τραγουδιού. 

Κάτι μ’ αρρωσταίνει σ’ αυτή την πολιτεία.

Άγγελος Εξάγγελος

Στο ‘πα και το ’66

Μ΄αεροπλάνα και βαπόρια

Ολαρία-ολαρά Εντάξει, τα ‘παμε 

Μες τη χοντρή μου κοιλιά.

Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή.

Κωμικού ξυπόλυτου θιάσου, έργο τρομερό τα όρη του Καυκάσου.

Respect.

Aυτή η ηχογράφηση δεν θα τελειώσει ποτέ.

ΤΗΕ ΕΝD

Παρέλειψα να αναφέρω ότι, εκτός από τον Αlex K., στο βιβλίο υπάρχουν συνεντεύξεις με τον Γιάννη Σπυρόπουλο Μπαχ, τον Θανάση Γκαϊφύλλια, απόψεις του Αλέξη Πολίτη, του Γιωργου Μανιάτη, της Στέλλας Γαδέδη και του Λάκη Παπαστάθη, και άλλων που ίσως ξέχασα.

Με δυο λόγια, ένα βιβλίο πολύτιμο, παρά τις ενστάσεις που θα μπορούσε να διατυπώσει κάποιος σε επιμέρους σημεία (ο Φώντας Τρούσας επισήμανε αδυναμίες στα πραγματολογικά), για έναν πολύ σημαντικό δίσκο, για την εφηβεία της γενιάς μας, πριν από 50 χρόνια…

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *