Μια από τις φιλολογικές εκπλήξεις της χρονιάς που μας πέρασε ήταν το μυθιστόρημα «Το βουνί» της Λουίζας Παπαλοΐζου. Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (εξ ημισείας) αλλά και με το κυπριακό Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1972 στην κατεχόμενη σήμερα Μόρφου, ανήκει δηλαδή στη γενιά που δεν έχει μνήμες από την Κύπρο πριν από το πραξικόπημα, τον Αττίλα και τον χωρισμό του νησιού, αλλά είχε την αίσθηση του ξεριζωμού και της απώλειας.
Το βιβλίο είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα σε τρία μέρη, με τρεις κεντρικούς ήρωες, στην ορεινή Τηλλυρία, στους αρχαίους Σόλους, όπου έχουν βρεθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα -το Βουνί, όπως το λένε οι ντόπιοι, είναι ένα ύψωμα όπου υπήρχε αρχαίο ανάκτορο. Έχει εκδοθεί από τις φιλικές εκδόσεις Το Ροδακιό της Τζούλιας Τσιακίρη.
Πέρα από την εξαιρετική λογοτεχνική του αξία, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παρουσίαση της ζωής στην Κύπτο την εποχή της αποικιοκρατίας, που ήταν για μένα άγνωστη. Αλλά το βιβλίο έχει και ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον καθώς τα τρία μέρη του διαφοροποιούνται γλωσσικά. Στο πρώτο μέρος, η ιστορία του Ξενή, του ναυτικού που επιστρέφει στη δεκαετία του 60 στο χωριό του όταν μια σοβαρή αρρώστια τον αφήνει μισερό, παρουσιάζεται στην κοινή ελληνική με τους διαλόγους στα κυπριακά. Το τρίτο μέρος, τα ημερολόγια του Σουηδού αρχαιολόγου που συμμετέχει σε ανασκαφές στη δεκαετία του 1920, είναι γραμμένο στην κοινή ελληνική, αλλά το δεύτερο μέρος, η ιστορία της Κόρης και του σημαδιακού αδερφού της, είναι γραμμένο ολόκληρο στα κυπριακά, και, όπως θα διαπιστώσετε, δεν διαβάζεται εύκολα από καλαμαράδες. Υπάρχει άλλωστε και εκτενές γλωσσάρι, ενώ τη φιλολογική επιμέλεια της κυπριακής διαλέκτου την είχε ο φίλος Σπύρος Αρμοστής.
Θα παρουσιάσω σήμερα δυο αποσπάσματα, δυο ξεχωριστά κεφάλαια από το Βουνί. Από το πρώτο μέρος, το κεφάλαιο «Η Ελένη», και από το δεύτερο μέρος το κεφάλαιο «Δεκατρία». Στο τέλος παραθέτω τις εξηγήσεις λέξεων από το γλωσσάρι, αλλά όχι τις λέξεις της κυπριακής που έχουν φωνητικές αλλαγές από την ελληνική, δηλαδή δεν εξηγώ τον τζαιρό (καιρός) ή τη θκιαλεχτίνα (διαλεχτίνα, εργάτρια της διαλογής) ή το χωρκόν (χωριό) ή τον τζύρη (κύρης, πατέρας) ή τα ττενεκούθκια (διπλό τ στην αρχή, ντενεκάκια).
Στην εδώ παρουσίαση κάνω μια αναγκαστική έκπτωση. Στο βιβλίο χρησιμοποιούνται δυο χαρακτήρες που δεν ανήκουν στο αλφάβητο της κοινής ελληνικής, το ζ με καπελάκι και το σ με καπελάκι, για το παχύ ζ και το παχύ σ, δυο φθόγγους που δεν τους έχουμε στην κοινή ελληνική αλλά που υπάρχουν στην κυπριακή. Για να τους περιγράφω έτσι μπακάλικα, ζ με καπελάκι κτλ., θα καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να τους παρουσιάσω εδώ, αφού δεν υπάρχουν στο Unicode. Με τον φίλο Αχιλλέα Τζάλλα, που είχε την τυπογραφική επιμέλεια του βιβλίου (υποδειγματική, να πω) εξετάσαμε διάφορες λύσεις αλλά τελικά καταλήξαμε στο να παραλείψουμε απλώς το σύμβολο, το καπελάκι, όπου υπήρχε. Έκπτωση, αλλά αναπόφευκτη, που θα ξενίσει ίσως τους ομιλητές της κυπριακής.
Πριν προχωρήσουμε στα κείμενα, μια συνέντευξη της συγγραφέας στον Θοδωρή Αντωνόπουλο.
Το πρώτο απόσπασμα:
Η Ελένη
Η Ροδού δεν είπε λέξη, όταν της είπα να ξεχάσει το εστιατόριο. Καθάριζε φλούδες καρπουζιού μέσα στην ποδιά της, καθισμένη στην αυλή, για να φτιάξει γλυκό. Δεν χρειάστηκε να πω κάτι παραπάνω. Κατάλαβε.
Με τον Γιαννή είμαστε δεύτερα ξαδέρφια, οι πατεράδες μας πρώτα, οι παππούδες μας ήταν αδέρφια. Παιδιά κάναμε πολλή παρέα. Γεννημένοι με τρεις μήνες διαφορά, περνούσαμε για δίδυμοι. «Καλώς τους δίπλαρους!» παντού έτσι μας προσφωνούσαν. Ώσπου οι πατεράδες μας έκοψαν την καλημέρα. Στη μεγάλη απεργία της CMC, το ’48. Εκατόν είκοσι δύο μέρες έμειναν κλειστά τα μεταλλεία μέχρι να καμφθούν οι Αμερικάνοι, γιατί μέχρι τότε ούτε οι υπερωρίες είχαν κατοχυρωθεί ούτε οι άδειες ανάπαυσης ούτε οι αργίες. Είχαν πρωτοστατήσει οι πατεράδες μας στα γεγονότα, ώσπου ο ένας τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του απεργιακού αγώνα, ο άλλος κατά. Μοιράστηκε ο κόσμος. Όπλισαν οι Εγγλέζοι για να φοβερίσουν τους απεργούς. Ξυλοδαρμοί, πυροβολισμοί, συλλήψεις. Τα ξαδέρφια αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, πιάστηκαν στα χέρια. Με τα μάτια μου είδα τον πατέρα και τον θείο μου πάνω στην αποβάθρα. Φώναζαν οι μανάδες μας, κλαίγαμε όλοι μαζί, μπήκαν στη μέση να τους χωρίσουν.
δεξιοί τζαι αριστεροί έλεγε ο κόσμος
Όση παρέα κάναμε έκτοτε με τον Γιαννή γινόταν στα κρυφά. Μόνο οι μανάδες μας ήξεραν, μα έκαναν τις ανήξερες. Η ιστορία του τσακωμού βέβαια είχε κοστίσει πολύ στη Ροδού, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άφησε ποτέ να φανεί, γιατί με τη θεία μου ήταν φίλες αχώριστες. Μια πόρτα χώριζε τα σπίτια μας. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου τα πράγματα άλλαξαν. Η Ροδού δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Κλείσαμε πόρτες και παράθυρα, στο σπίτι μας δεν ήταν ευπρόσδεκτος κανένας, ούτε ο θείος μου ούτε η θεία μου ούτε τα παιδιά τους.
Με ένα μαχαιράκι αφαιρούσε την πράσινη φλούδα, έπειτα έκοβε την ψίχα σε μικρά τετραγωνισμένα κομμάτια και τα έριχνε σε έναν κουβά με νερό και ασβεστόσκονη· η φλούδα έπεφτε ολόκληρη μέσα στην ποδιά της. Όταν το καθάρισμα τελείωσε, έπιασε με το ένα χέρι την ποδιά, με το άλλο τον κουβά και μπήκε στην κουζίνα. Στο λεπτό επέστρεψε —η ποδιά ακόμα γεμάτη—, πέρασε από μπροστά μου, διέσχισε την αυλή, το περβόλι, έφτασε ώς το κοτέτσι και έριξε τις φλούδες στα πουλιά.
άκουγα τους γάλους και τις όρνιθες να κακαρίζουν ολόχαροι
Η αδερφή μου ήταν ανένδοτη. Για την Ελένη ο πατέρας του Γιαννή ήταν ο κύριος υπαίτιος για τον θάνατο του πατέρα μας, γιατί είτε από τραγική σύμπτωση είτε γιατί έτσι ήταν γραφτό του, ο κύρης μας αρρώστησε και πέθανε έναν χρόνο μετά από τα επεισόδια στα μεταλλεία. Στα καλά καθούμενα. Δεν αρρωστούσε ποτέ, ήταν αεικίνητος, ακάματος, εργάτης. Στα καλά καθούμενα, ο πατέρας μας πέθανε. Στην αρχή νομίσαμε πως ήταν ένα αθώο κρυολόγημα, μα ο πυρετός και ο βήχας δεν υποχωρούσαν. Το κρυολόγημα είχε εξελιχθεί σε βρογχίτιδα. Μια λοίμωξη των πνευμόνων, μας ενημέρωσε ο γιατρός στο νοσοκομείο· θα του περάσει, μας έλεγαν όλοι. Μα οι πνεύμονές του δεν ήταν δυνατοί· τους είχαν σκάψει τα μεταλλεία.
Τον έφαγε το μαράζι, έλεγε η Ελένη, που τότε ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών. Από το μαράζι πέθανε ο κύρης μας, η κακία και η αχαριστία του κόσμου τον σκότωσαν, τίποτε άλλο. Βγήκε από το σχολείο για να μας μεγαλώσει. Η Μάρω ήταν δυο χρονών, η Ευθυμία πέντε, εγώ δέκα. Δεκαπέντε χρονών η Ελένη λογιζόταν για γυναίκα. Αυτή μας πότιζε, μας τάιζε, μας κοίμιζε. Η Ροδού άργησε να σταθεί στα πόδια της, μας κοιτούσε με τα μάτια να κολυμπούν στο αίμα. Πλάνταζαν οι μικρές στο κλάμα, ήθελαν να τις πάρει αγκαλιά, μα εκείνη μας κοίταζε ανήμπορη. «Επρόφτασεν την το πένθος», έλεγαν οι χωριανοί. «Εστοιβαχτήκαν πολλοί στην σειράν. Έσει πολλούς να θρηνήσει η Ροδού, έντζε εν’ έναν τζαι θκυο αθρώπους δικούς της που έθαψεν. Με τον τζαιρόν εννά συνέλθει.»
Είχαν δίκαιο, γιατί στον έναν χρόνο η Ροδού σηκώθηκε. Βρήκε και η Ελένη δουλειά στα συσκευαστήρια, άρχισε να φέρνει χρήματα στο σπίτι. Ανασάναμε. Κοντεύαμε να εξαϋλωθούμε από την πείνα. Θκιαλεχτίνα. Διάλεγε τα πιο μεγάλα και μοσχοαναθρεμμένα πορτοκάλια, τα τύλιγε ανά τεμάχιο σε ρυζόχαρτο και τα στοίβαζε σε ξύλινα κασόνια για το λιμάνι της Αμμοχώστου. Αυτή έφερνε χρήματα στο σπίτι. Ώσπου έγινα δεκαπέντε χρονών και ξενιτεύτηκα.
Προσπάθησαν οι συγχωριανοί να μας βοηθήσουν, κακά τα ψέματα, ούτε η θεία και ο θείος μου έκατσαν με σταυρωμένα χέρια, μα η Ροδού ήταν περήφανη· δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν. Ο θείος μου θυμούμαι όπου με έβρισκε μου άνοιγε το χέρι και μου έβαζε μέσα ένα πεντοσέλινο, δεκασέλινο, ό,τι κρατούσε μου το έδινε. Σσσσσς, μου ένευε, να μην το πω σε κανέναν. Μια φορά μάθαμε πως είχε ξοφλήσει το χρέος μας στον κύριο Αντώνη. «Σσσσσς», του είπε, «μεν το πεις σε κανέναν.» Το είπε η κυρία Πέρσα στη μάνα μου. Αν είχαμε χρήματα, θα τους τα επέστρεφε όλα, ώς το τελευταίο γρόσι.
Μόλις η Ελένη κατάλαβε πως τράβηξα πίσω εξαιτίας του Γιαννή, επαναστάτησε. Ξύπνησε η πίκρα και το μίσος μέσα της.
«Ελυπήθηκες τον Γιαννήν! Τον γιον του φονιά που εσκότωσεν τον τζύρην μας; Τον Γιαννήν τον ψευτοπαλλικαράν, που φουμίζεται πως εφκήκεν αντάρτης στα βουνά, μα ούλλον το χωρκόν ξέρει πως εδούλευκεν πλασιέ στην Χώραν. Επούλαν καλλυντικά!»
Η Ροδού βγήκε τρεχτή από την κουζίνα να συνετίσει την κόρη της, να της νέψει να σιωπήσει.
«Έν φοούμαι κανέναν εγώ», την έκοψε η Ελένη, «έχω την αλήθκειαν με το μέρος μου! Άλλοι να φοούνται μες στο χωρκόν, άλλοι έχουν την φωλιάν τους λερωμένην. Εμέναν το στόμαν μου έν θα μου το κρατήσει κλειστόν κανένας!»
Σηκώθηκα. Είχα ξεμάθει τόσα χρόνια. Μπορεί και να μην ήμουν έτοιμος να ακούσω. Περπάτησα ώς την καγκελόπορτα, ώσπου μια δεύτερη φωνή μού ψιθύρισε: αλήθειαν ανέχου. Άλλαξα γνώμη. Επέστρεψα. Έβαλα το ένα πόδι πάνω στο άλλο και άναψα τσιγάρο να ακούσω την Ελένη.
«Αντρέπεσαι τον Γιαννήν, που όπου εστέκετουν τζαι όπου εκάθετουν εκακολογούσεν τον γιον της Ροδούς τζαι του Χριστάκη! Οι Εγγλέζοι πυροβολούν μας, κρεμμάζουν μας, τζαι ο Ξενής τρώει τζαι πίννει μιτά τους!»
δεν ήταν η πρώτη φορά
Ήταν γνωστό πως ο Γιαννής ήταν μεγάλος φουμισιάρης. Του άρεσε να καυχιέται πως είχε βγει αντάρτης στα βουνά, πως είχε πολεμήσει τους Εγγλέζους, μα το χωριό βούιζε. Ν’ ακούεις πολλά, να πιστεύεις τα μισά. Στην καλύτερη περίπτωση ο Γιαννής είχε εκτελέσει μια-δυο παρακινδυνευμένες αποστολές, αυτό ήταν όλο. «Θκυο ττενεκκούθκια δυναμίτην», έλεγαν όσοι ήταν εκ των έσω, «που τα μεταλλεία.» Τον είχαν κλέψει ουγγιά-ουγγιά οι εργάτες, μήπως και τους υποψιαστούν οι Αμερικάνοι. Μια μυστική αλυσίδα είχε στηθεί από τα μεταλλεία ώς τα βουνά, γιατί έπρεπε πάση θυσία ο δυναμίτης να φτάσει στον παραλήπτη στην ώρα του. Στο χωριό μας όμως ο κρίκος άνοιξε. Παντρεμένος με δυο παιδιά λύγισε. Έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί άλλος συγχωριανός να τον αντικαταστήσει. Βρέθηκε ο Γιαννής.
Μα οι άλλοι μισοί, αυτοί που έλεγαν πως κατείχαν την υπέρτατη αλήθεια, ισχυρίζονταν πως η ιστορία του δυναμίτη ήταν ένα μεγάλο ψέμα, αποκυήματα της φαντασίας του Γιαννή και του πατέρα του. Φυλλάδια είχε ρίξει ο Γιαννής, ανακοινώσεις και προκηρύξεις της Αλκίμου Νεολαίας, όπως όλοι οι νέοι στο χωριό. «Νύχταν-νύχταν μάλιστα», έλεγαν οι πιο δύσπιστοι, «κρυφτός πουκάτω που το γιοφύριν.» Τον υπόλοιπο καιρό δούλευε πλασιέ στη Χώρα.
Πάντως αντάρτης στα βουνά δεν βγήκε ποτέ. Σ’ αυτό όλοι συμφωνούσαν, μα ο Γιαννής δεν έλεγε να συνετιστεί. Και σαν να μην έφταναν τα ψέματα, τα έλεγε μάλιστα μπροστά στον Κωστή, που του είχαν σακατέψει τα χέρια οι Εγγλέζοι, και ο Κωστής, θέλεις πιστός στη φιλία των παιδικών μας χρόνων, θέλεις γιατί είχε ευεργετηθεί ουκ ολίγες φορές από τις γνωριμίες του Γιαννή με την πελατεία στο συνεργείο, δεν τον διέψευσε ποτέ.
«Έννεν’ μιαν τζαι θκυο φορές που σε εκατηγόρησεν ο Γιαννής. Ούτε ήταν ο μόνος! Άννοιξε τα μμάθκια σου, Ξενή. Νομίζεις ότι οι φίλοι σου εν’ όπως τους άφηκες; Πως εν’ τα κοπελλούθκια που ήξερες; Τούτοι εδρατζιάσαν, εννά φαν τον τόπον!»
Πισώπλατα ο κόσμος έλεγε πολλά. Μπροστά στον Γιαννή όμως κανένας, γιατί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ο Γιαννής είχε καταφέρει να έχει γνωριμίες στα πιο ψηλά δώματα. Έβλεπαν οι συγχωριανοί τις Mercedes, τα bmw, τα Land Rover σταθμευμένα έξω από το κέντρο. Και ό,τι βοήθεια ήθελε ο κάθε συγχωριανός στον Γιαννή πήγαινε, και ο Γιαννής, κακά τα ψέματα, δεν αρνιόταν χέρι βοήθειας ποτέ σε κανέναν. Και το χέρι βαθιά στην τσέπη το έβαζε και τη ράχη του κόντρα να μεσολαβήσει για τα πάντα. «Εν’ μισή κυβέρνησις ο Γιαννής», έλεγε ο κόσμος. Δύσκολα έβρισκες άνθρωπο στο χωριό μας που δεν είχε ευεργετηθεί από τις γνωριμίες του. Ποιος να τον αντικρούσει;
Ήθελα να πω στην Ελένη να μιλήσει ξεκάθαρα, να μου πει ονόματα και διευθύνσεις, μα από εγωισμό ίσως και από ατολμία δεν το έκανα. Έβαζα το χέρι μου στη φωτιά όμως πως ούτε ο Κωστής ούτε ο Ττόμης ούτε ο Λεύκιος ήταν ικανοί να με συκοφαντήσουν. Ακόμα και για τον Γιαννή έπαιρνα όρκο. Μπορεί να ήταν φουμισιάρης, αππωμένος, μπορεί να μην το έλεγε η καρδιά του να βγει αντάρτης στα βουνά —ποιος ήμουν εγώ στο κάτω-κάτω να κρίνω και να κατακρίνω—, τον Ξενή όμως δεν θα τον πρόδιδε ποτέ.
«Προδότη πάνω, προδότη κάτω είχαν σε οι φίλοι σου!»
σηκώθηκα να φύγω
Η Ροδού έσκυψε ολόκληρη πάνω από την Ελένη. Πίστεψα πως θα άπλωνε το χέρι και θα της έβγαζε το μαλλί τρίχα-τρίχα.
«Δίκασ’ με μάνα, δέρ’ με, ό,τι θέλεις κάμε μου. Το στόμαν μου πάντως έν θα μου το κλείσεις!»
Και το δεύτερο κείμενο, σε αμιγή κυπριακή:
ΔΕΚΑΤΡΙΑ
Κάποτε η μάνα μου στέκεται τζαι θωρεί τον. Βάλλει με τον νουν της διάφορα. Καταλυέται. Εν’ τζείνη που φταίει, λαλεί, που έκαμεν γιον παραθκιάνταλον, επειδή που ήτουν έγκυος ετζοιμάτουν μπρούμουττα. Η μάνα της τζαι η αρφή της επαραντζέλλαν της: «Κόρη, μεν τζοιμάσαι μπρούμουττα, εννά τσιλλήσεις το μωρόν, να το καταϊσέψεις.» Μα ώσπου έππεφτεν ανάσσελλα, το μωρόν έκαμνεν κουρτουμπέλλες μέσα στην τζοιλιάν της, ετάρασσεν όπως το καλικαντζαρούιν, παμόν έν έβρισκεν κανένας που τους θκυο τους. Στον πολλύν τζαιρόν έν άντεξεν. Μιαν νύχταν που τα μμάθκια της εχογλούσαν, εγύρισεν μπρούμουττα, εψήλωσεν το πόδιν της όπως ξεβαίννεις την σκάλαν τζαι μονομιάς το μωρόν εβούλιαξεν, εποτζοιμήθην. Το πρόβλημαν ελύθηκεν. Κάθε νύχταν εγύριζεν μπρούμουττα, εξέβαιννεν το σκαλίν, εποτζοιμάτουν. Αντάν τζαι εγέννησεν τον Ττιμήν τζαι εβάλεν τον η μαμμού πάνω της πομαυρισμένον τζαι είδεν την δεξιάν του πάνταν τσιλλημένην, εσυντρομάχτηκεν. Ερούφησεν την το σκοτάδιν. Εσηκώστηκεν μεμιάς που το κρεβάτιν, τα σσέλια της κόμα γαιματωμένα, να πλύννει πρώτη το μωρόν μες στην βούρναν, να γυρέψει το αυτίν του. Επασπάτευκεν του κάκου. Μια τρυπούα σαν το αρφάλιν τζαι η τζεφαλή του που την μιαν πάνταν τσιλλημένη. Αντάκωσεν το κλάμαν. Τόσον εσυντρομάχτηκεν, που έν εκατέβηκεν το γάλαν της. Εβάλλαν της το μωρόν πομαυρισμένον που το κλάμαν πάνω στο βυζίν της, το μωρόν άκκαννεν λυσσάρικα τες θηλές της, εγαιματώνναν τα βυζιά της, εγαιματώνναν τα σείλη του μωρού, μα το γάλαν έν έτρεσεν. Εστέκουμουν πουπάνω που τον τζισβέν, ενεκάτωννα λλίον αλεύριν τζαι ζάχαρην να το ταΐσω.
Ώς την Παρασκευήν, μια γυναίκα έφερεν της λάδιν θαυματουργόν που την Παναγίαν την Γαλόκτιστην. Έτριψεν το λάδιν πάνω στα βυζιά της, επασάλειψεν την παντού. Η γυναίκα τούτη έν ήτουν που το χωρκόν μας, ήτουν ξένη, κανένας έν ήξερεν το όνομαν της, μα πριχού φύει έδωκεν της μάνας μου μιαν εικονούδαν μιτσιάν τζαι επαράντζειλεν της:
«Πρωίν νύχταν έσε τούτην την Παναγίαν μες στην τρασηλιάν σου, ώσπου να τρέξει άφθονον το γάλαν.»
Μόνον τούτον. Τίποτε άλλον έν της είπεν.
Τόσον πομαυρισμένη ήτουν η εικονούδα, που τίποτε έν εφαίνετουν πάνω στο ξύλον. Τρεις φορές έβαλα την μέσα στο φως της καντήλας να την παρατηρήσω, γιατί άκουσα τες χωρκανές να λαλούν πως η Παναγία η Γαλόκτιστη εν’ η μόνη Παναγία που ταΐζει τον Χριστόν με το βυζίν της πόξω, μα τίποτε έν είδα. Στες είκοσι τέσσερις ώρες τα βυζιά της μάνας μου εξεκινήσαν να στάσσουν, στες σαράντα οχτώ το γάλαν έτρεσεν όπως το νερόν στες βρύσες. Έπιννεν το μωρόν καπάλιν τζαι όσον γάλαν επερίσσευκεν έβαλλεν το η μάνα μου μες στην φίζαν για να πιούσιν τζαι τα μωρά τα ξένα.
Αναθάρρησεν.
Επαράντζειλεν μου στα κρυφά να ‘βρω τον καντηλανάφτην του χωρκού, που ήτουν καλός τεχνίτης του τζερκού, να μου κάμει μιαν τζεφαλήν μωρού για τάμαν, με θκυο αυτιά στητά, καλοκαμωμένα. Στες θκυο εφτομάδες που ήταν έτοιμη η μάνα μου να καβαλλιτζέψει την γαούραν, εκούρτισεν πέντ’-έξι γεναίτζες του χωρκού να πάμεν. Μάνα τζαι κόρη καβαλλαρκές, ο Ττιμής τουλουππιασμένος μες στον κόρφον μας, η τζεφαλή με τα θκυο αυτιά μες στο καλάθιν. Λλίον η μάνα μου, λλίον εγώ, εκρατούσαμεν τον Ττιμήν ούλλες οι γεναίτζες που γυρόν.
Τρεις ημέρες δρόμον ώς την Παναγίαν την Γαλόκτιστην. Τον ίδιον δρόμον ηθέλαμεν τζαι για την Παναγίαν του Τζύκκου που εν’ περίτου θαματουργή, άκουσα μιαν κοτζάκαρην σε έναν χωρκόν να λαλεί, μα έν ετόλμουν να συντύχω της μάνας μου. Άμαν η Γαλόκτιστη εγέμωσεν τα βυζιά της μάνας μου με τρεχούμενον γάλαν, έν ήτουν να γεμώσει το αυτίν του Ττιμή;
Ώσπου να φτάσουμεν, ήμαστουν καραβάνιν ολόκληρον, γιατί που όποιον χωρκόν επερνούσαμεν οι γεναίτζες επαίρναν θάρρος, ηθέλαν να έρτουν μιτά μας. «Οι προσκυνήτρες της Γαλόκτιστης», ελαλούσαν όποθθεν μας εθωρούσαν. Εδείχναν τα βυζιά της μάνας μου, εφέρναν τα βρέφη τους να τα ταΐσει. Το μεσημέριν εκαθούμαστεν ποκάτω που τες τερατσιές να φάμεν. Απλώθαμεν σεντόνια, πεύτζια, οι γεναίτζες εφκάλλαν φαΐν που τα καλάθκια, ετρώαν καπάλιν. Χαλλούμια, ελιές, οπωρικά. Εμείς μόνον νερόν. «Αν πάμεν χορτασμένες, κόρη, στην Παναγίαν, με ίντα μούτρα εννά της ζητήσουμεν δεύτερην χάρην; Ίνταλος εννά μας ακρωστεί; Αν μεν πάμεν νηστιτζές, ίνταλος εννά μας πιστέψει;»
Την τέταρτην ημέραν, την ώραν που ο ήλιος εκατέβαιννεν που τα ψηλά τζαι εχρυσαφίζαν τα βουνά τζαι τα αλμυρά νερά, εμπήκαμεν στην εκκλησιάν. Γονατιστές. Με το βρέφος στην αγκαλιάν. Εσσύψαμεν μπροστά που την εικόναν της Παναγίας, εκρεμμάσαμεν την τζέρινην την τζεφαλήν με τα στητά αυτιά πάνω στο ξύλον τζαι εμείναμεν χαμαί ασάλευτες. Στην πολλήν ώραν, εκαύκουμουν, ήθελα να ξαναδώ την εικόναν, να γυρέψω το βυζίν της Παναγίας, μα όποτε εσήκωννα την τζεφαλήν μου η μάνα μου εδίαν μου πουπάνω:
«Μείνε σσυφτή τζαι κάμε την προσευχήν σου. Ό,τι λαλώ να λαλείς τζαι εσύ. Αντίς του γιου μου, εσύ να λαλείς του αρφού μου.»
Παναγία μου Γαλόκτιστη, Μεγαλόχαρη, Θαυματουργή,
ώσπου μου στέλλεις γάλαν, ξέρε το, εννά θηλάζω
τα μωρά τα ξένα όπως θηλάζω το δικόν μου
Γάλαν έν θα αρνηθώ ποττέ σε κανέναν μωρόν
γιά χρισκιανής γιά Τούρτζισσας γιά ξένης
Παναγία Γαλόκτιστη, Μεγαλόχαρη, Θαυματουργή,
θέλω ακόμα μιαν χάρην να σου πω, έναν τάμαν να σου μολοήσω:
ώσπου μιαλινίσκουν τα μωρά που το δικόν μου γάλαν
παρακαλώ σε που τα βάθη της καρκιάς μου
να μεγαλώννει τζαι τ’ αυτίν του γιου μου
Λέξεις από το γλωσσάρι:
- δίπλαροι: δίδυμοι
- φουμίζεται: καυχιέται
- φουμισιάρης: καυχησιάρης
- εδρατζιάσαν: φούντωσαν, θέριεψαν
- καταλυέται: διαλύεται, φθείρεται
- παραθκιάνταλος: με σωματικό ελάττωμα
- τσιλλώ: πιέζω
- παμός: ησυχία, ανάπαυση
- χογλώ, χογλάζω: κοχλάζω, βράζω.
- αντακώννω: αρχίζω
- τζισβές: μπρίκι
- καπάλιν: συνέχεια
- φίζα: γυάλινο δοχείο
- περίτου: περισσότερο
- κοτζάκαρη: γριά