Μια και έχει έρθει στην επικαιρότητα, καλώς ή κακώς, δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα σχετικό με τη Μακρόνησο. Το έγραψε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος (1924-), ο οποίος εξορίστηκε (και) στη Μακρόνησο, ενώ αργότερα διέγραψε λαμπρή πορεία ως κριτικός λογοτεχνίας και ως διανοητής της ανανεωτικής αριστεράς με αντιδογματικές θέσεις. Το διήγημα, που μου το πρότεινε ο φίλος Γιάννης Π., δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1957 στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (όπου ο συγγραφέας υπογράφει ως Μίμης Ραυτόπουλος). Το παίρνω από το Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, όπου μόλις αναδημοσιεύτηκε. Έχει γίνει εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας και μετατροπή σε μονοτονικό.
Από το Λαύριο έφτανε ο αχός της καμπάνας. Τα φώτα του χύνονταν στα σκοτεινά νερά. Εκεί δεξιά πρέπει να είναι η Αθήνα —το καταλαβαίνεις από τ’ αντιφέγγισμά της στα σύννεφα.
Απόψε θα είναι κατάφωτη… Γύρισε το βλέμμα από το φέγγος της πολιτείας, γύρεψε τη συντροφιά των άστρων. Πάνωθέ του ο ουρανός φοράει γούνα από σύννεφα, θα κρυώνει. Πού και πού σπιθίζει ένα ξεμοναχιασμένο αστέρι. Από μια σχισματιά τον κοιτάζει με καλοσύνη το μάτι του Ταύρου, ο Αλντεμπαράν.
Η καμπάνα ξανακούστηκε στους πιο γλυκούς τόνους που μπορεί να δώσει μέταλλο. Τώρα θυμάται. Απόψε πρέπει να είναι Χριστούγεννα. Τρεις μέρες δεν είναι που βρίσκεται σε τούτο το φαράγγι θεομόναχος;
Αλήθεια, τούτες οι τρεις μέρες του φάνηκαν τρία χρόνια.
Τα κορμί του μένει ασάλευτο και βαρύ. Ένα μούδιασμα του δαγκώνει την καρδιά. Μα το μυαλό του τώρα είναι καθαρό, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Σα να είναι στο σπίτι του, στο κρεβάτι του, και να σκέφτεται την αυριανή μέρα. Μόνο που τώρα μπορεί να θυμάται και να ελέγχει, να βλέπει χωρίς παραίσθηση. Ο πόνος είναι πόνος κι αυτός είναι τόσο αναπόδραστα καρφωμένος στη γη, ένα με τη γη, που πρέπει να έχει κι αυτή τους πόνους του κορμιού του.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Είχε φάει μια κλωτσιά στο κεφάλι. Μια κόκκινη αυλαία έπεσε μπροστά στα μάτια του κι ένιωσε μόνο να σαλεύει το μυαλό στο κρανίο του. Αμέσως τότε σκοτείνιασε, η ζωή έπεσε σε μια μαύρη τρύπα.
Μα από βαθιά του μια άλλη δύναμη τον τίναξε πάλι ψηλά στο φως. Ο ήλιος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον ζεστάνει μέσα στη χαράδρα. Όταν αιστάνεται τον κόσμο να του γλιστράει, τα νύχια του γαντζώνονται στη γη. Εδώ και κάμποσο καιρό είναι η μόνη κίνηση που μπορεί να κάνει.
Ακούει ένα βογγητό από την απέναντι πλαγιά. Κάποιον άλλο —σκέφτεται— θα βασανίζουν εκεί. Προσπαθεί να καταλάβει από τη φωνή πού βρίσκεται ο σύντροφός του, θέλει να του απλώσει τα χέρια πάνω από τη χαράδρα. Και τότε καταλαβαίνει πως είναι η ίδια του η φωνή και δεν μπορεί πια ούτε να φωνάζει ούτε να ελπίσει.
Είναι και το κοράκι με το πρόβατο. Εκεί στην κορφή του λόφου είναι ένα ήμερο πρόβατο που βόσκει. Ξαφνικά, ένα κοράκι κάθεται πάνω στη ράχη του. Το πρόβατο —σκέφτεται αυτός— έχει μια πληγή στη ράχη και το κρέας έχει σαπίσει. Το κοράκι αρχίζει να τρώει, να τρώει και τις ζωντανές σάρκες, να τρώει. Αυτός θέλει να μεταγυρίσει, να φέρει το χέρι του στο κεφάλι του, θέλει να πιάσει το κεφάλι του: να διώξει το κοράκι.
Μια φωνή —η φωνή του— τον ξαναφέρνει στην πραγματικότητα.
Όταν βγει από τη λιποθυμιά τη βλέπει ν’ ανηφορίζει με τ’ άσπρο της φόρεμα.
— Ήρθα, του λέει.
Κάθεται. Τι παράξενο να μην τη ρωτήσει ποτέ πως γίνεται να βρίσκεται δω αυτή, ένα κορίτσι με άσπρο φόρεμα.
— Πες μου, της λέει, τ’ ανθοπωλεία πουλάνε λουλούδια;
— Βέβαια, τ’ ανθοπωλεία έχουν λουλούδια και οι γυναίκες στ’ αρωματοπωλεία ψωνίζουν ακριβές μυρωδιές. Ακόμα και οι καστανάδες πουλάνε στις γωνιές κάστανα, ζεστά ζεστά. Λέει ήσυχα το κορίτσι.
— Σωστά, λέει αυτός. Και τι απόγινε ο Λαέρτης;
— Δεν το ξέρεις; Ο Λαέρτης τους είπε κάποιο στίχο ενός ποιητή. Του είπανε πως νίκησε αλλά θα πεθάνει.
— Μα εγώ δεν σε ρώτησα για τον Λαέρτη. Ήξερα πως ήτανε δυνατός. Για την Ευγενία σε ρώτησα, εκείνη τη μικρή κοπέλα με το μπαμπακερό φόρεμα που έκανε πάντα σα να ζεσταίνεται.
Τώρα είναι η σειρά της να στενοχωρηθεί.
— Για την Ευγενία που λες, δεν ξέρω τίποτα. Εγώ είδα μια μικρή κοπέλα να φεύγει τη νύχτα χτυπώντας το τακούνι της στην άσφαλτο.
— Σου κάνω το τραπέζι, αλλάζει κουβέντα αυτός. Κόψε το μισό φεγγάρι να δειπνήσουμε.
Ω, πρέπει να τον ευχαριστήσει.
— Εκείνη η ξανθιά, στο τρίτο πάτωμα, γέννησε ένα μωρό.
Για φαντάσου, να γεννήσει ένα αστέρι.
— Μα εσένα τι σου συμβαίνει; ρωτάει για έχτη φορά το κορίτσι.
Τότε αυτός, που απαντάει κάθε φορά αλλιώτικα, λέει.
— Εμένα, τίποτα, να… μου σκίσανε το πουκάμισο. Μου ρίχνανε τους φακούς, στα μάτια. Έχασα τους άλλους. Δεν είναι τίποτα, μόνο τα πόδια μου δεν ξέρω αν τα ‘χω. Είμαστε δεκατέσσερις. Αυτοί φωνάζανε πολύ. Δεν ξέρω. Με πέταξαν στη θάλασσα, με χτύπησαν. Μετά έρχονταν κάθε νύχτα.
Λαχανιάζει. Ύστερα λέει.
— Παράξενο δεν σου φαίνεται να με βάζουν ν’ αρπάξω το καρβέλι από τη μασχάλη του μαστρο-Σαράντη; Τον θυμάσαι που περνούσε στις έξι και τέταρτο ακριβώς κάθε βράδυ, μπροστά από την πόρτα μας. Είπα όχι.
Εκείνη αρχίζει ένα σιγανό κλάμα.
— Τι; Κλαις; της λέει. Μα τότε εσύ θα μπορείς και να γελάσεις. Γέλασε σε παρακαλώ, γιατί κρυώνω.
Πράμα παράξενο, του φαίνεται σαν όνειρο, κι όμως έχει ζωηρή την αίστηση του ξύπνιου. Να ο Αλντεμπαράν, να το Λαύριο. Το άστρο πρέπει να κρυώνει εκεί πάνω, τρέμει σαν ένα μικρό γατί που ξημερώθηκε έξω από την κλειστή πόρτα σας. Ποιος θα ζεστάνει το μικρό αστέρι; Αυτό φαίνεται να τον απασχολεί πολύ, σα μια σκέψη που πάγωσε στο μυαλό του.
Μα να που τον κουβάλησαν στο νοσοκομείο. Του το είχε πει εκείνος ο αλφαμίτης ο ψηλέας. Κοντοστάθηκε όταν έφευγαν οι άλλοι και του είπε: «Άντε, απόψε θα σε πάμε στην Αθήνα». Πότε τον κουβάλησαν; Ναι. δεν του είπε ψέματα. Να η νυχτερινή αδελφή. Περνάει στον διάδρομο με το γατίσιο της περπάτημα. Πόσο θλιβερός είναι ο νυχτερινός διάδρομος στα νοσοκομεία! Η καμπάνα ακούγεται ως εδώ. Μια γυναίκα που σκύβει απάνω του. Η μορφή της είναι πολύ αχνή, μα αυτός τη γνωρίζει. Είναι εκείνο το κορίτσι που του κράτησε συντροφιά τις τρεις φοβερές μέρες στη χαράδρα.
— Έλα, του λέει, έλα να πάμε σε κείνο τον γιαλό που σου ‘λεγα. Εκεί στο καρνάγιο. Αυτή την ώρα μυρίζει κατράμι και φρεσκοκομμένο ξύλο. Και θάλασσα. Όπως το ‘θελες.
— Δεν μπορώ, λέει αυτός, δεν ξέρω αν έχω πόδια. Με πέταξαν στη θάλασσα, δεν μπορώ. Είναι και το μικρό άστρο που κρυώνει.
Η μορφή άλλαξε. Τώρα είναι η μάνα του. Δεν του μιλάει, του περνάει το χέρι της πάνω από τα μάτια. Του ψάχνει το κορμί. Η γυναίκα φεύγει. Είναι πάλι η νυχτερινή αδελφή που περπατάει αθόρυβα στον πένθιμο διάδρομο. Ένα χλωμό ηλεκτρικό φωτίζει, θα ‘ναι άρρωστο.
Μα πώς το πέρασε για ηλεκτρικό; Αυτό είναι τ’ αστέρι, ο Αλντεμπαράν. Ούτε γυναίκα, ούτε διάδρομος, γύρω του είναι σκοτάδι. Είναι στο φαράγγι. Να αντίκρυ το Λαύριο.
Η καμπάνα επιμένει. Τι θέλει; Α, ναι, Χριστούγεννα. Ένα ζεστό σπίτι, γεμάτο μικρές σπιτικές χαρές. Τα Χριστούγεννα ήταν η γιορτή που του άρεσε πιο πολύ μικρός. Η φούρια της μητέρας, η μυρουδιά των γλυκών, οι προετοιμασίες, τα παιχνίδια. Όταν μεγάλωσε και μπήκε σε πολλά σπίτια, έμαθε κάτι που δεν το φανταζόταν. Ότι ο κόσμος γίνεται από μικρά τέτοια σπιτικά που δεν διαφέρουν, μόνο που το καθένα είναι αυτό κι όχι άλλο. Και ότι αν γκρεμίζαμε τη μεσοτοιχία ανάμεσά τους δεν θα κάναμε ένα μεγάλο σπιτικό αλλά κανένα. «Όχι, είχε πει σε μια συγκέντρωση, όχι δεν θέλουμε να γκρεμίσουμε τους τοίχους, θέλουμε μόνο ολάνοιχτα παράθυρα και πόρτες που ν’ ανοίγουν χωρίς χτυποκάρδι».
Ύστερα το ίδιο σκέφτηκε και για τις χώρες. Του είχαν στοιχίσει μερικές στενοχώριες αυτές οι ιδέες του. Τον είχαν πει κάποτε μικροαστό και εθνικιστή, ενώ άλλοτε στο Πανεπιστήμιο τον έλεγαν πατριώτη, τότε στην Κατοχή.
Μα γιατί τα σκέφτεται τώρα όλ’ αυτά; Είναι γιατί χτυπάει τόσο προπαγανδιστικά αυτή η καμπάνα. Μόνο που τώρα την ακούνε κι εδώ, σ’ ένα μέρος που κάθε στιγμή διαψεύδει αλύπητα το μήνυμά της.
Δεν είναι αρκετή η άκακη αγάπη του αμνού γιατί τώρα είναι άλλος Χριστός νεογέννητος που δεν μπορεί να περιμένει. Μάχεται και ματώνεται και σκοτώνει. Ο αυριανός άνθρωπος.
Τούτη δεν είναι η ώρα; Να η πούλια στο ζενίθ. Τούτη δεν είναι η ώρα που ο λύκος γλύφει τ’ αρνί και ο σκύλος φιλιώνεται με τον λύκο; Ένα νυχτοπούλι χυμάει στο ζούδι που βγήκε να βοσκήσει, το σκυλί αλυχτάει τον περαστικό στην πόρτα του αρχοντικού.
Κάτω λοιπόν τέτοια ανακωχή! Πώς άλλαξε το νόημα της αγάπης! Να τώρα που κάνει και φτηνή φιλοσοφία.
Ωστόσο έρχεται και η δικιά του η ώρα. Του το είπαν. Αυτή τη νύχτα πρέπει να δώσει μια τελευταία φορά απόκριση, θα υπογράψει ναι ή όχι; είναι πολύ ήρεμος, τι έχει να φοβηθεί τώρα; Είναι παγωμένος με πόνους που τον κρατάνε παράλυτο. Ω πότε θα τελειώσουν όλα αυτά; Αδύνατον να σουρθεί ως το αντίσκηνο. Εκεί έμεινε απ’ όταν τον τράβηξαν χτες τη νύχτα. Ας μπορούσε τουλάχιστον να μεταγυρίσει στο πλάι, του φαίνεται πως θα ‘παυε αυτό το ανυπόφορο μούδιασμα. Ας λιποθυμούσε τουλάχιστον ή ας έρχονταν οι δήμιοι.
Πρέπει να είναι αυτοί που έρχονται. Λεκιάζουνε το σκοτάδι τ’ άσπρα σημάδια από τις ζώνες και τις γκέτες τους. Τώρα μετράει τα δευτερόλεπτα. Ίσως να μην έρχονται γι’ αυτόν λέει.
Ανακουφίζεται με τη σκέψη πως ίσως του μένουν λίγες ώρες ζωή: Ζωή πονεμένη μουδιασμένη από παγωνιά και ακινησία.
Έρχονται. Να τώρα στρίβουν το μονοπάτι που περνάει από το βάθος της χαράδρας. Τώρα φαίνονται καθαρά, είναι οι ίδιοι, ο ψηλέας με τη βραχνή φωνή, ο άλλος με τα μικρά ματάκια και τα πυκνά μαλλιά που αρχίζουν λίγο πιο πάνω από τα φρύδια του, ο «γορίλλας» που στριγγλίζει σαν δαίμονας. Έφτασαν.
Μα όχι, ακόμα δεν έφτασαν, έχει ακόμα καιρό. Προφταίνει να σκεφτεί κάτι, κάτι ευχάριστο, που να το ‘χει μαζί του όταν θα πέσει πάλι εκείνη η κόκκινη αυλαία μπροστά στα μάτια του.
Τώρα είναι από πάνω του, τον τριγύρισαν. Λοιπόν τι αποφάσισε; Θέλει να πάει στο Νοσοκομείο, να τον κάνουν καλά;
Το Νοσοκομείο, σκέφτεται. Το θαμπό άρρωστο ηλεκτρικό και η νυχτερινή αδελφή. Λοιπόν ναι ή όχι;
Διαλέγει στην τύχη κάτι να κρατήσει στον νου του. Το κορίτσι με το άσπρο φόρεμα που του έκανε συντροφιά.
— Όχι λέει δυνατά, όχι.
Το κορίτσι του σκέπασε τα μάτια με το χέρι του. Ένα ρόπαλο σφύριξε σαν τον άνεμο. Τότε μέσα στο κεφάλι του πήδησε το παιδικό του χριστουγεννιάτικο δέντρο με χιλιάδες κόκκινα φώτα κρεμασμένα στα κλαδιά του.
Ο Ταύρος έβαλε ένα άσπρο σύννεφο μπροστά στο μάτι του, τον Αλντεμπαράν.