cf84ceb1 cf88cf89cebcceaccebaceb9ceb1 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 cebdceafcebacebfcf85 cf80ceb1cf80ceb1cf80ceb5cf81ceb9

Φέτος έχουμε τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε σκέφτηκα να βάλω σήμερα ένα διήγημα με θέμα ακριβώς τη Μικρασιατική εκστρατεία.

papaperΣυγγραφέας του είναι ο Νίκος Παπαπερικλής (1908-1988), κομμουνιστής δημοσιογράφος και λογοτέχνης, που κρατούσε από το 1974 έως τον θάνατό του τη στήλη του χρονογραφήματος στον Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο Νίκος Φιλικός. Γεννήθηκε στην Προποντίδα το 1908 και μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα, πρώτα στην Έδεσσα και μετά στη Θεσσαλονίκη.

To διήγημα δημοσιεύτηκε στον (Νέο) Ριζοσπάστη στις 8 Μαΐου 1932. Το διήγημα έχει τη μορφή της αφήγησης ενός παλιού πολεμιστή προς τον συγγραφέα, καθώς κι οι δυο βρίσκονται κρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη για πολιτικούς λόγους. Πέρα από την καταγγελία της φρίκης του πολέμου, το διήγημα διαπνέεται από την κομμουνιστική αισιοδοξία, αφέλεια πες, της εποχής που γράφτηκε.

Ευχαριστώ τη φίλη Ζωή Γ. για την πληκτρολόγηση. Το κείμενο έχει μονοτονιστεί κι έχει εκσυγχρονιστεί η ορθογραφία.

 

«ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ»

Τα ψωμάκια

Η κολεχτίβα ανασαίνει…. ήσυχα, ήσυχα!

Η κολεχτίβα κοιμάται. Ο ύπνος χύνει την ανάπαυση στα βασανισμένα κορμιά των συντρόφων μου και τους φέρνει το γλυκόνειρο, ατόφιο κι΄ ωραίο και λαχταριστό…. Είνε κάτι ευχάριστες απασχολήσεις, συντροφάκο μου, στη φυλακή τη νύχτα, όταν η κολεχτίβα κοιμάται…. Ας σειούνται κι ας αντιλαλούν τα κάστρα του Γεντί -Κουλέ απ’ τις άγριες κραξιές του σκοπού:

– Φύλακεεεες…. γρηγορείτεεεε!!!

Εσύ θα ξετρυπώσεις από κάπου κάποιον «Μπουχάριν». Θα ξεφυλλίσεις κανένα παλιό «Ρίζο» ή θ’ ακούσεις κανένα μεγαλύτερό σου σύντροφο να σου μιλάει για το κίνημα.

Η κολεχτίβα ανασαίνει…. ήσυχα, ήσυχα!

Η κολεχτίβα κοιμάται κι ο ύπνος τής φέρνει την ανάπαυση.

Κι΄ έξω ακούς ν΄ αντιλαλούν οι άγριες κραξιές του φύλακα σκοπού από κάστρο σε κάστρο, από πύργο σε πύργο, από ντάπια σε ντάπια….

– Φύλακεεεες…. γρηγορείτεεεε!!!

Ο σύντροφος Γούναρης σιγομιλάει:

– ….Στο Μπίλετζικ, σε κάποιο ύψωμα, που το λέγαμε Οσμάν τεπέ…. ο λόχος μας κατάντησε διμοιρία…. Μέσα σε μια ρεματιά τους μισούς τους φάγανε οι τσέτες…. Βγήκαμε στο ύψωμα. Βγήκαμε στο ύψωμα κι άρχισε να μας θερίζει κάποιο πολυβόλο, κι ακόμα χαμπάρι…. ο λοχαγός….

Κάπου κάπου φώναζε μονάχα:

– Λοχία Γιαννιό…. Συμμάζεψε τη διμοιρία σου αριστερά.

Ποια διμοιρία; Τέσσερες μονάχα μείναμε στον Γιαννιό. Οι άλλοι μείνανε στο δρόμο. Ξαπλωθήκανε για καλά. Ο φίλος μου Αγουρίτσας απ΄ τα Χάσια τη στιγμή π΄ αναπαυόμαστε στη ρεματιά προτού γίνει ο αιφνιδιασμός μού χασκογελούσε τρώγοντας και μιλώντας για το κοπελάκι του, την Παναγιωτούλαν του δα….

– Η Παναγιωτούλαμ…. τώρα παγέν σκουλ….

– Ζιγκ….Ζιγκ….

Πάρτον κάτω. Έπεσε κάτω μ΄ ένα πνιχτό «ααααα….».

Παραπέρα ο Παμείνος ο φοιτητής τραγουδούσε σιγανά-σιγανά: «Θέλω να δω τον Πάπα….» κι ύστερα τινάχτηκε.

– Μανούλα μου…

Εμείς οι άλλοι συναγερμό…. Ρίχναμε στα τυφλά….

Μα άντε και τώρα να ξετρυπώσεις, πού είναι φωλιασμένο το πολυβόλο….

Αυτό ουρλιάζει. Εμείς ξαπλωμένοι.

Ο λοχαγός διέταξε:

– Σκοπευτής πρώτος, πάρε τας διόπτρας και ανίχνευσε….

Σηκώθηκε. «Τάκα-τάκα-τάκα….» πάρτον κάτω.

– Σκοπευτής δεύτερος….

Σηκώθηκε. «Τάκα-τάκα-τάκα….» πάρτον κάτω.

– Τρουμπλονιστής Γούναρης…. Πάρε τας….

– Πάρτες συ, κυρ λοχαγέ…. φτάνει πια…. Άι σιχτίρ! Πανάθεμα και σένα και τη φάρα που σ΄ έστελνε…. Γιατί μας σκοτώνετε, ε; Γιατί;

Ύστερα απ΄ αυτό οι φαντάροι μουρμουρίσανε κάτι. Εγώ βρίζοντας άρχισα να σέρνομαι με την κοιλιά πίσω απ΄ το προπέτασμα. Οι φαντάροι μ΄ ακολούθησαν. Ο λοχαγός λεμόνι….

****

– Κι΄ ύστερα, σύντροφε Γούναρη;!

…. Ύστερα; Μα τελειώνουν, αυτά, παιδί μου; Τότε πρωτοκατάλαβα μονάχα, πως δεν ήμουν ένα χαζοπρόβατο και στη Μυτιλήνη σκάζοντας δυο χαστούκια στο λοχαγό θυμήθηκα τον Αγουρίτσα από τα Χάσια….

-…. Η Παναγιωτούλαμ…. τώρα παγέν…. σκουλειό….. χα, χα!

Ας σειούνται και ας αντιλαλούν τα κάστρα του Γεντί-Κουλέ από τις άγριες κραξιές του σκοπού….

Ο σκοπός είναι φαντάρος, συντροφάκο μου…. Είναι αδελφός σου. Είναι αίμα από το αίμα σου κι αυτός!….

Πού ξέρεις αν δεν είνε κανένα βλασταράκι κανενός αδικοσκοτωμένου Αγουρίτσα από τα Χάσια;

Η κολεχτίβα ανασαίνει…. ήσυχα, ήσυχα.

Η κολεχτίβα κοιμάται κι΄ όξω αντιλαλούν οι ντάπιες.

Ο σύντροφος Παντελής μιλάει πολύ όμορφα.

– ….Απ΄ το Σταυρό στη Σμύρνη για να λευτερώσουμε τ΄ αδέρφια μας…. για να πάρουμε την Πόλη και την Άγια-Σοφιά…. Οι φαντάροι στο βαπόρι τραγουδούσαν:

–   ….Άιντε τούτοι οι μπάτσοι….
πούρθαν τώρα

….Άιντε τι γυρεύουν
τέτοιαν ώρα….

– * –

Μωρέ, μπλόκο ήρτανε να μας κάνουν
Μωρέ το λουλά για να μας πάρουν

Γκούρνε, Γκούρνε, Γκούρνενε
Πες το, κορίτσι μου, το ναι….

Οι φαντάροι πίνουν ούζο, ρουφάνε χασίς απ΄ τους λουλάδες και τις τσίκες και φτύνουνε στη θάλασσα….

Η θάλασσα η γαλάζια…. κι ο ουρανός όπου της γνέφει χαδιάρικα και ερωτιάρικα…. το πέλαγο, τ’ όμορφο πέλαγο κοιτάζουν οι φαντάροι και πάνε να πολεμήσουνε.

Γκούρνενε, Γκούρνε, Γκούρνενε
πες το, κορίτσι μου, το ναι….

Ο Βάλσαμος απ΄  την Κόρινθο συλλογίζεται κοιτώντας προς τα πίσω. Άφησε τη σταφίδα του απλωμένη στον ήλιο και τη γυναίκα του έτοιμη να γεννήσει….

Μου ‘πε πως το παιδί θα το βαφτίσει ο ξάδερφός του και θα το βγάλει Αντρέα αν είναι αρσενικό, τ΄ όνομα τ΄ αδερφού του, που σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς, μα με ρωτάει με κάποια ανησυχία:

– Μα πού μας πηγαίνουν, Παντελή μου…. Πού;!

Η θάλασσα η γαλάζια …. κι η Σμύρνη με τους γλυκομίλητους ανθρώπους της κι ο Μπουρνόβας με τα κορίτσια του και τους ανθούς του…. κι ύστερα η ανατολή, η λαγγεμένη, η νωχελική….

Ο Βάλσαμος συλλογίζεται, συλλογίζεται…. Ποιος θα μαζέψει τη σταφίδα του απ΄ τ΄ αλώνι; Ποιος θα κλαδέψει τα κλήματα; Ποιος θα φροντίσει για τη λεχώνα….;

…. Κι αν δεν…. καμαρώσαμε κορδωμένοι μέσα στους δρόμους της Σμύρνης….; Κι αν δεν μας ραντίσανε με λουλούδια….; Κι αν δεν ακούσαμε λόγους από στρατηγούς και δεσποτάδες;

Μα γιατί υστερνά που μας λαμπαδίζανε τα τούρκικα «σράπνελ» μάς λησμόνησε όλος ο κόσμος; Στ’ Αφιόν-Καρά-Χισάρ ο Βάλσαμος πέθανε τρελός στο νοσοκομείο φωνάζοντας: «Αντρέααα: Ανντρέααα: τη σταφίδα για θα…. την πάρει το νερόοοο!»

Τα κανόνια μουγκρίζουν….. μουγκρίζουν…. Κι η ανατολή καίγεται. Βέβαια…. που η θάλασσα θ΄ απαλογνέφει στον γαλανόν ουρανό ερωτιάρα και η γυναίκα του Βάλσαμου θα καρτερεί στην ακρογιαλιά κάποιο καράβι…. Εμείς δεκαπέντε άντρες του δοξασμένου ελληνικού στρατού χαθήκαμε μέσα στα βουνά και στα λαγγάδια της Ανατολής. Είμαστε κουρελιασμένοι. Τρώμε χορτάρια και ρουφάμε τη λάσπη να βγάλουμε νεράκι…. Σ΄ ένα χωριαδάκι τούρκικο με φόβο και με τρόμο κονέψαμε γιατί οι τσέτες κόβουν αυτιά και βγάζουν μάτια. Βρήκαμε μια γριούλα. Παρακαλέσαμε τη γριούλα τη χανούμισσα να μας δώσει ψωμάκι. Της είπαμε:

– Είσαι η μάνα μας…. η μανούλα μας και λυπήσου μας. Είμαστε τα παιδάκια σου…. τα παιδάκια σου…. Κι΄ εκείνη έστησε ένα ταψί πάνω σε μια πυροστιά κι΄ άρχισε να πλάθει και να ψήνει πιτούλες…. ψωμάκια…. Μπήκαμε στη γραμμή με τάξη και με πειθαρχία και περιμέναμε. Η γριούλα έκλαιγε:

– Αχ! γιαβρουτζούμ…. αχ! Μας κοιτούσε με συμπόνια. Τα ψωμάκια πήρανε να κοκκινίζουνε κι εμείς τα κοιτούσαμε με λαιμαργία.

Ακόμα δεν πήρε ο πρώτος να σου και μας παρουσιάζεται ένας καβαλάρης. Ήταν έλληνας αξιωματικός.

– Αλτ! τι κάνετε εδώ βρε προδότες; ε;

Εμείς τον κοιτάξαμε…. μ΄ ορθάνοιχτο το στόμα.

– Αφήσατε τις γραμμές σας και φεύγετε; ε; Θα σας δείξω εγώ…. Και μια κλοτσιά στο τεψί, σκορπίσαν τα ψωμάκια.

Ύστερα γύρισε στη γριούλα, έβγαλε ένα μαχαίρι και δώστου…. την τσιμπούσε στο στήθος φωνάζοντας:

– …. Τσαμπούκ…. γρήγορα…. Παλιότουρκα…. καριλάρ…. κιζλάρ…. τα κορίτσια θα μου φέρεις…. τα κορίτσια….

Εμείς κοιταχτήκαμε. Η γριούλα άρχισε να κλαίει λυπητερά…. Ήταν η μάνα μας αυτή…. η μανούλα μας. Μας έψηνε πίτες να φάμε. Τα μάτια μας θολώσανε. Δεκαπέντε μάλιγχερ προτάθηκαν. Δεκαπέντε άγριες φωνές ουρλιάξανε:

– Είναι η μανούλα μας αυτή…. κακούργε! Η μανούλα μας….

.…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… ……. ……. .…… …….

…..Μέσα στους ανατολίτικους κάμπους συναντάς κανένα ξεμοναχιασμένο δεντράκι βαδίζοντας πεινασμένος. Στηρίζεσαι και ξαποσταίνεις….

Ένα μαύρο αυτοκίνητο τρέχει, δαιμονισμένα στο δρόμο Ιμβαλάρ-Σαλιχλή και δεκαπέντε μάλιγχερ το σταματάνε:

– Αλτ! ποιος είνε μέσα….; ρωτάει ο ένας μας.

– Α! τα καημένα τα παιδιά…. καλέ μας πήραν για τούρκους…. όχι παιδιά…. όχι…. είμεθα προμηθευταί του στρατού.

– Κατεβάτε κάτω!

– Καλέ πώς; Γιατί;

– Κατεβάτε κάτω! Το γιατί θα το μάθετε αργότερα ακόμα. Γιατί! ακούς Γιατί; Σωφέρ πάρε αυτούς τους συντρόφους μας να τους πας στη Σμύρνη…. μπρος…. είναι άρρωστοι….

Τα ψωμάκια της γριούλας της χανούμισσας, της μανούλας μας…. μας ανοίξανε τα μάτια….

Στη Ραιδεστό τραγουδάμε παράξενα τραγούδια.

Βρήκαμε εκείνον τον αξιωματικό και τον κυλίσαμε στη λάσπη. Δε χαιρετάμε κανένανε πια…. Δεν προσκυνάμε κανένα πια….

Οι φαντάροι κάνουνε διαδήλωση.

Πάνω σ΄ ένα κοντάρι κρεμάσανε ένα κόκκινο πανί. Παραπολύ ταιριάζει….

Η θάλασσα η γαλάζια καρτερά να κινήσουν τα καράβια και τα καράβια φεύγουνε…. φεύγουνε….

Ο Βάλσαμος έμεινε στο Αφιόν…. έμειναν κι΄ άλλοι δα…. δεν είνε μονάχος του. Το παιδάκι του αν γεννήθηκε αρσενικό θα το λένε Αντρέα και θα λέει «μπα-μπα»….

Ας σειούνται κι΄ ας αντιλαλούν τα κάστρα του Γεντί-Κουλέ από τις άγριες κραξιές του σκοπού. Ο σκοπός είναι φαντάρος συντροφάκο μου…. Είναι αδερφός σου. Είναι αίμα από το αίμα σου κι αυτός…. Είναι κάποιος Αντρέας απ΄ την Κόρινθο…. είναι το παιδί του Βάλσαμου που ο καημένος πέθανε τρελός στ΄ Αφιόν-Καρα-Χισάρ… χωρίς να ξέρει το «Γιατί;»

Σαλονίκη

Νίκος Παπαπερικλής

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *