Μέσα στον καύσωνα και την πνιγηρή ειδησεογραφία για τις πρωτοφανείς πυρκαγιές στη Ρόδο σκέφτηκα πως επιβάλλεται ένα δροσερό άρθρο. Για τον γιαλό είχαμε γράψει πέρυσι, να πούμε σήμερα για τα βότσαλα.
Εδώ που παραθερίζω, η παραλία έχει βότσαλα, σαν κι αυτά -ακριβώς αυτά, αφού τη φωτογραφία την έβγαλα χτες προχτές.
Σύμφωνα με το ΛΚΝ, βότσαλο είναι μικρή πέτρα, στρογγυλεμένη από το νερό, στις όχθες θαλασσών, ποταμών και λιμνών.
Στο ΜΗΛΝΕΓ διάβασα μια πληροφορία που δεν την ήξερα. Ο ορισμός του:
Αποστρογγυλεμένο και λειασμένο θραύσμα πετρώματος (με διάμετρο περίπου από 4 μέχρι 64 χιλιοστά, σύμφωνα με την καθιερωμένη τυποποίηση) σε ακτή ή πυθμένα κτλ. ποταμού, λίμνης ή θάλασσας
Η πληροφορία που δεν ήξερα, και την επιβεβαιώνει και η Βικιπαίδεια, είναι οι τιμές διαμέτρου από 4 έως 64 χιλιοστά. Κάτω από τα 4 έχουμε κόκκους, πάνω από τα 64 έχουμε κροκάλες. Αυτά της φωτογραφίας νομίζω ότι και με την άδεια της αγορανομίας βότσαλα χαρακτηρίζονται.
Τα βότσαλα μού αρέσουν, μπορώ να τα χαζεύω ώρα ή να τα περιεργάζομαι. Πολλοί τα μαζεύουν, κάνουν κατασκευές με βότσαλα και κοχύλια, τα ζωγραφίζουν. Μου αρέσουν και οι παραλίες με βότσαλα, όσο κι αν η άμμος θεωρείται ανώτερη. Αλλά εδώ λεξιλογούμε, οπότε να πούμε σήμερα δυο λόγια για τη λέξη.
Το βότσαλο είναι από τις λέξεις που δεν έχουν κοινώς αποδεκτή ετυμολογία. Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει (με επιφύλαξη) προέλευση από ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος από αλεύρι» < ιταλ. bozzo, bozza «πέτρα που προεξέχει, εξόγκωμα», ενώ θεωρεί ότι επέδρασε πάνω στην ιταλική λέξη το μεσν. βήσσαλον/βήσαλον «κεραμίδι, τούβλο».
Το ΛΚΝ (Πετρούνιας) δίνει, πάλι με επιφύλαξη, προέλευση του βότσαλου από το μεσαιωνικό βήσσαλον, που προέρχεται από το λατινικό laterculus bessalis. Στη σημασία «τούβλο» τη λέξη βήσαλον/βήσσαλον τη βρίσκουμε σε βυζαντινά κείμενα, λόγια και δημώδη. Ας πούμε, σε ένα χρονικό για την Αγιασοφιά (της Πόλης, όχι της ΑΕΚ) διαβάζω:
καὶ ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Τρωΐλον σπαθοκουβουκλάριον, Θεόδωρον τὸν ἔπαρχον καὶ Βασιλείδην τὸν κυέστορα εἰς τὴν Ῥόδον διὰ νὰ φθιάσουν βήσαλα, ἔστωντας νὰ ᾖναι τὸ χῶμαν αὐτοῦ τοῦ τόπου ἐλαφρὸν καὶ σπογγῶδες
Στις Λέξεις που χάνονται έγραφα: Βήσαλο είναι το κομμάτι από σπασμένο τούβλο ή κεραμίδι ή το χαλίκι. Πρωτομπήκε στη γλώσσα την ύστερη αρχαιότητα ως βήσσαλον και βήσαλον, με τη σημασία «τούβλο», δάνειο από το λατινικό laterculi besales (τούβλα των οκτώ δακτύλων). Θα το βρείτε και ως βήσσαλο, βέσ(σ)αλο, βίσαλο.
Σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι, τα ορφανά «στο κεραμίδι γεύονται, στο βήσαλο δειπνάνε», δηλαδή φτωχικά και πρόχειρα. Στη Μάνα του Καρκαβίτσα, «ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βήσαλα και λιθάρια σαρώνει». Στον Χριστό ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, «κάποτε θα ‘χαν κατοικήσει κι εδώ άνθρωποι — διακρίνεις ακόμα έναν γκρεμισμένο τοίχο, βήσαλα από σπασμένα λαγήνια».
Μια κατάρα που τη λέγανε σε εχθρό είναι «να μη σου μείνει βήσαλο». Επίσης, επειδή παλιά υπήρχε συνήθεια στις κηδείες να γράφει ο παπάς το όνομα του πεθαμένου σε ένα κομμάτι κεραμίδι και να το ρίχνει μέσα στον τάφο, μια άλλη κατάρα είναι «να σου βάλουν το βήσαλό σου». Υπάρχει και η παροιμία «χώνει βήσαλα και βγάζει καρβέλια», για όποιον τυχερό ή επιδέξιο καταφέρνει πολλά με ελάχιστα μέσα.
Στο Ιστορικό Λεξικό το λήμμα βότσαλο είναι ενιαίο με το βήσσαλο, και μάλιστα βρίσκω ότι σε πολλά μέρη το βότσαλο της παραλίας λέγεται βήσσαλο ή βησσαλάτσι (Κως, Χίος, Εύβοια, Καστελόριζο κτλ) οπότε η προέλευση από το βήσσαλο ενισχύεται.
Το χαλίκι, που το αναφέραμε, μπορεί να είναι συνώνυμο με το βότσαλο, αλλά μπορεί να προκύψει και από τεχνητό τεμαχισμό πετρωμάτων. Χαλίκι χρησιμοποιείται στην οδοποιία και σε άλλα έργα π.χ. για το στρώσιμο χωμάτινων επιφανειών. Συνήθως είναι μικρότερα σε μέγεθος και όχι πάντα στρογγυλά τα χαλίκια.
Προέρχεται από το αρχαίο χάλιξ, που συνδέεται με το λατινικό calx, απ’ όπου το calculus (να θέμα για άλλο άρθρο), αλλά δεν είναι σαφές ποιο είναι δάνειο ποιανού ή αν και τα δύο είναι δάνεια από τρίτη πηγή. Τον καιρό που έκαναν τα μεγάλα έργα στο κέντρο της Αθήνας, εννοώ το 1959-60, ο Μποστ είχε εμπνευστεί το απίθανο λογοπαίγνιο «Το χαλίκι στη χώρα των θαυμάτων». Το χαϊλίκι δεν έχει ετυμολογική σχέση με το χαλίκι.
Σε διάφορα μέρη υπάρχουν άλλες πολύ ωραίες λέξεις για τα βότσαλα, διαλεκτικές εννοώ και όχι πανελλήνιες. Θα τις αναφέρετε στα σχόλιά σας ίσως. Μια από αυτές είναι και τα λαλαρίδια, που επίσης τα έχω στις Λέξεις που χάνονται, οπότε κοπιπαστώνω:
Λαλάρια είναι οι πέτρες του γιαλού, λαλαρίδια τα βότσαλα, ή, για να πάρω τον ορισμό του Γ. Ρήγα (στο Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός), είναι «μικροί αυγοειδείς και λείοι λίθοι της ακρογιαλιάς». Λέγεται και για τα βότσαλα σε ποτάμια.
Τα λαλάρια και τα λαλαρίδια είναι χαρακτηριστική σκιαθίτικη λέξη, και μάλιστα παπαδιαμαντική, αλλά όχι μόνο. Τη βρίσκουμε επίσης στις υπόλοιπες Βόρειες Σποράδες, αντίκρυ στην Κύμη, αλλά και στις Κυκλάδες. Μια από τις γνωστές παραλίες της Σκιάθου, όχι τυχαία με βότσαλο, είναι τα Λαλάρια.
Στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη, «τα κύματα αλαφριά, φρουφρουριστά, με το λαλάρι επαίζαν». Στον Παπαδιαμάντη, οι καλικατζούνες, ένα είδος θαλασσοπούλια, «εφάνταζαν ως χήραι γυναίκες μοιρολογίστρες επάνω στα γκρίφια και τα λαλαρίδια του γιαλού».
Σύμφωνα με τον Κ. Καραποτόσογλου (Ετυμολογικό γλωσσάρι Παπαδιαμάντη), το λαλάριον είναι υποκοριστικό του μεταγενέστερου η λάλλα. Κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, «λάλλαι δε εισίν αι ψήφοι αι παραθαλάσσιαι, αι υπό των κυμάτων κινούμεναι και ψόφον τινά αποτελούσαι», τα βότσαλα που τα πηγαίνει πέρα-δώθε το κύμα και κάνουν κάποιο θόρυβο.
Προσέξτε στο παράθεμα, ότι οι ψήφοι κάνουν ψόφο -θα το λέγαμε και σήμερα αλλά με άλλη σημασία.
Ο τίτλος του άρθρου μας βέβαια παραπέμπει στο τραγούδι του Τσιτσάνη, τα Καβουράκια, είναι ο πρώτος στίχος του. Σκέτα Βοτσαλάκια λέγεται η παραλία στον Πειραιά, στην Καστέλα. Θα υπάρχουν και άλλες, είμαι βέβαιος. Βότσαλα υπάρχουν όμως στις όχθες λιμνών και ποταμιών -και θα θυμηθούμε το «Ένα βότσαλο στη λίμνη», την κωμωδία (του 1952, παρακαλώ) με τον Βασίλη Λογοθετίδη και την Ίλυα Λιβυκού, η οποία είναι και το βότσαλο που πέφτει στα λιμνάζοντα νερά της ταχτοποιημένης ζωής του Λογοθετίδη και τα ταράζει.
Τραγούδια με βότσαλα και βοτσαλάκια υπάρχουν πολλά, αλλά καθώς τα έψαχνα είδα ότι το Βοτσαλάκι της Άντζης Σαμίου, τραγούδι του 2000, κατατάσσεται στην κατηγορία Oldies -και μελαγχόλησα. Κλείνω το άρθρο και πάω στην παραλία με τα βοτσαλάκια για μια βουτιά.