Ι.
Τρέχει να προφυλαχθεί με τον 5χρονο γιο της και την 60χρονη μάνα της. Τον Ιβάν και τη μάνα της. Τον Ιβάν της και τη μάνα. Το Demydi, το χωριό τους, πλημμύρισεˑ οι κάτοικοι του γκρέμισαν ένα φράγμα για να εμποδίσουν την προέλαση των εχθρικών αρμάτων μάχης. Ακούγεται κάτι σαν βουητό φουσκωμένου νερού. Ο αέρας φέρνει τη μυρωδιά βρώμικου πλημμυρισμένου ποταμού που έχασε τις όχθες του. Φέρνει τη μυρωδιά καμένου αίματος. Στο οδόστρωμα υπάρχουν ρωγμές. Σαν τις ρωγμές στα δόντια της, σκέφτεται –ο οδοντίατρος τις προάλλες της έλεγε ότι στον ύπνο της σφίγγει τα δόντια από άγχος. Τα μάτια της είναι κόκκινα από την αγρύπνια. Προσπαθούν να προσηλωθούν στον μαύρο από τη φωτιά ορίζοντα, αλλά δεν υπάρχουν στηρίγματα για να κρατηθούν. Χύνονται κάτω, ματωμένοι βολβοί σαν τις αμαρρυλίδες που άνθιζαν στον κήπο της μέχρι χθες. Τώρα μαζί με άλλους βαδίζει προς μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα για να καλυφθούν. Δεν βλέπει. Μόνο σφίγγει τα χέρια της μάνας της και του Ιβάν. Σφίγγει τα δόντια.
Ο αχός μεγαλώνει.
Ο αέρας του Απριλίου φέρνει τον πόλεμο.
ΙΧ.
Ήτανε θαύμα η αυγή εκείνης της ημέρας. Η αυγή της 20ης Μαϊου του ’41.
Γι’ αυτή την αυγή μιλάω. Την τελευταία.
Στις 6.45 ίπταμαι στον κρητικό ουρανό και βλέπω πανοραμικά – όπως μπορεί κάθε νεκρός– τους οπωρώνες μες την κοιλάδα της Αγιάς. Βλέπω τη θάλασσα, φτάνει στο πρώτο κλάμα μου και συλλα-βίζω την προπαίδεια. Μυρίζει βρόχινο νερό και ξύλο ζεσταμένο. Μυρίζει τις ρίζες τις βαθιές, τα ρεί-θρα των μαλλιών σου. Πόρτες φρεσκοβαμμένες και ανοιχτά παράθυρα. Αυτή η αυγή έχει το άρωμα που έχω μυρίσει ως τώρα. Έχει και έναν αέρα ρυθμικό, ανάσα των πνευμόνων μου μα και του ξη-μερώματος.
Προσγειώνομαι κοντά σε μια δεξαμενή, το στόμα μου γεμίζει φύλλα και φιλιά. Φύσημα από σίδερο μου φέρνει το σκοτάδι. Πίνω το αίμα μου, απ’ το ανοιχτό κρανίο μου, πίνω ακόμα στην αυγή.
Τ’ όνομά μου είναι Χανς-Γιοαχίμ φον Μπλίχερ. Φράιχερ ο πατέρας μου. Το αίμα μου κρατά από Πρώσους ευγενείς του 18ου αι. Ανήκω στο 3ο τάγμα αλεξιπτωτιστών, στο τάγμα εφόδου. Μετέχω στην επιχείρηση Ερμής και είμαι όμορφος σαν θεός.
Τα αδέρφια μου, Βόλφγαγκ και Λεμπερέχτ, θάφτηκαν εδώ, στο Μάλεμε.
Τα οστά μου δεν βρέθηκαν ποτέ. Άσπρη πετρούλα ξέξασπρη.
Μόνη παρηγοριά εκείνη η αυγή και το κορίτσι που έραψε φόρεμα μεταξωτό απ’ το αλεξίπτωτο μου.
Χ.
Το βράδυ της 25ης Αυγούστου του 1992, εκατομμύρια «μαύρες πεταλουδες» σκέπασαν τον ουρανό του Σαράγεβο. Ήταν οι καμμένες σελίδες των βιβλίων από την εθνική βιβλιοθήκη της πόλης που μόλις είχε βομβαρδιστεί. Ήταν αναμφίβολα ένας κακός οιωνός.
Και πράγματι. Μόνο κόκκοι ήλιου και σφαίρες διαπερνούσαν τον γαλακτώδη και πηχτό φόβο της χώρας. Οι νεκροί θάβονταν τις νύχτες –ξέρετε οι νεκροί προκαλούν, όταν αδιαφορούν για το διαλεκτικό προτσές– και οι ζωντανοί τις μέρες, σε άνυδρα και σκοτεινά λαγούμια.
Η μοίρα μου, αναπότρεπτη. Ήταν Νοέμβριος όταν με κατέστρεψαν. Ύστερα απο τόσα χρόνια τοξωτής καμπύλωσης, τα εκατομμύρια πέλματα που με άγγιξαν, πέλματα τουρκικά, σεφαραδίτικα, ακόμα και βιεννέζικα με χάρη, γκρεμίστηκαν στον ποταμό Νερέτβα. Κανείς δεν με προστάτεψε, μήτε οι φύλακές μου. Οι πέτρες μου βουλιάξανε μαζί μ’ όλα τ’ αγγίγματα και τους ορίζοντες της κουπαστής μου.
Βέβαια, με ξαναστήσανε άσπρη και θαλερή, χωρίς τα μαύρα χρόνια. Τώρα τουρίστες πίνουν καφέ με μαύρη ζάχαρη σε πλαστικά ποτήρια. Φωτογραφίζονται μαζί μου.
Έγινα μνήμη, σύμβολο.
Εγώ, προσμένω τον χειμώνα και το χιόνι που απορροφά όλους τους ήχους, όλους τους κραδασμούς. «Τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων.»
Μα το ποτάμι πια, δεν γεφυρώνεται.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Oι φωτογραφίες είναι από την πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]