cf83ceb1cebd cf84cebfcebd cebaceacceb2cebfcf85cf81ceb1

Καλοκαίρι είναι, συνηθίζουμε τα άρθρα με θαλασσινό και ναυτικό περιεχόμενο. Πριν από τρία χρόνια, τέτοιες μέρες περίπου, είχαμε γράψει ένα άρθρο για τα θαλασσινά, όπου λεξιλογήσαμε για χταπόδια, καλαμάρια, γαρίδες και συναφή. Στο άρθρο εκείνο έχω σκοπό να επιστρέψω, για ν’ αναπτύξω περισσότερο ένα από τα ζώα αυτά αλλά προς το παρόν θα βγάλω ένα χρέος.

crabΕννοώ ότι σε εκείνο το άρθρο περί θαλασσινών είχα αφήσει απέξω τα καβούρια. Όπως είχα γράψει, «στο καβούρι αποφάσισα ν’ αφιερώσω ειδικό άρθρο, καθώς έχει πολύ μεγάλο φρασεολογικό πλούτο -άλλωστε δεν είναι αμιγώς θαλασσινό. Κάποια άλλη φορά λοιπόν θα πούμε για τον κάβουρα και την περπατησιά του, τα καβούρια της τσέπης, τα καβουράκια και την κυρία καβουρίνα».

Ε, η στιγμή αυτή ήρθε σήμερα.

O κάβουρας είναι ζώο που ανήκει στα καρκινοειδή, μαζί με τις γαρίδες, τις καραβίδες και τους αστακούς. Τα καρκινοειδή ειναι μια πολυμελέστατη υποδιαίρεση, ουσιαστικά υποσυνομοταξία. Ο κάβουρας είναι δεκάποδο, με δυο μεγάλες δαγκάνες μπροστά και οχτώ μικρότερα πόδια πίσω, από τέσσερα. Ίσως για τον λόγο αυτό, στη λαϊκή μούσα θα δείτε να γίνεται λόγος για οχτώ πόδια του κάβουρα, ας πούμε:

Οχτώ ποδιά ‘χει ο κάβουρας και πάει μπρος και πίσω
τη νιότη μου στα χέρια σου θα την απαρατήσω.

Μπορεί το δίστιχο να είναι ανακριβές ως προς τον αριθμό των ποδιών του, αλλά σωστά λέει ότι «πάει μπρος και πίσω». Για την ακρίβεια, η κατασκευή των ποδιών του δίνει στο καβούρι την ευχέρεια να μετακινείται με ταχύτητα είτε προς τα μπρος, είτε προς τα πίσω, είτε προς τα πλάγια, για να κρυφτεί στις σχισμές των βράχων ας πούμε, να ξεφύγει από διώκτες ή να πιάσει το θήραμά του. Ο άνθρωπος, μαθημένος να περπατάει με επιδεξιότητα μόνο προς τα μπρος, το προσόν αυτό του κάβουρα το θεώρησε ελάττωμα.

Κι έτσι γεννήθηκε η φράση «πάει σαν τον κάβουρα», που τη λέμε για έργο που προχωράει πολύ αργά ή για κάποιον που δουλεύει με πολύ βραδύ ρυθμό. Και υπάρχει και το ρήμα «καρκινοβατώ», που αυτήν ακριβώς την κατάσταση περιγράφει, όταν ένα έργο προχωράει με πολύ αργό ρυθμό, προσκρούει συνεχώς σε εμπόδια ή και οπισθοδρομεί. Το ρήμα είναι νεότερο, αλλά ήδη από τα αρχαία υπήρχε ο όρος καρκινοβάτης και καρκινοβήτης.

Όμως ξεκινήσαμε ελαφρώς από τη μέση, οπότε ας το πάρουμε από την αρχή. Οι αρχαίοι τον κάβουρα τον έλεγαν «καρκίνο». Ούποτε ποιήσεις τον καρκίνον ορθά βαδίζειν, λέει ο Αριστοφάνης στην Ειρήνη -θα μπορούσε να είναι και παροιμία. Η λέξη πήρε μεταφορικές σημασίες παρόμοιες με εκείνες που έχει σήμερα ο κάβουρας, ας πούμε «καρκίνος» ήταν διάφορες πιάστρες και εργαλεία με δυο δαγκάνες, ακόμα και σύνεργα βασανισμού ή ο εμβρυουλκός (καρκίνος σιδηρούς, καρκίνος ιατρικός). Ήδη από την αρχαιότητα η λέξη καρκίνος χρησιμοποιήθηκε για τους κακοήθεις όγκους, σημασία που κυριαρχεί σήμερα, μαζί βέβαια με το όνομα του ζωδίου -αλλά αυτά ας τα αφήσουμε γι’ άλλη φορά.

Μια άλλη λέξη που είχαν οι αρχαίοι για το καβούρι ήταν «πάγουρος». Υπάρχει στον Αριστοφάνη κι αυτή, όπως και σε διάφορα ζωολογικά κείμενα, πλάι στον καρκίνο, π.χ «μαλακόστρακα δὲ ἀστακοὶ, καρίδες, καρκίνοι, πάγουροι» με μόνη πιθανή διάκριση το μέγεθος. Από τον πάγουρο έχουμε το παγούρι.

Ο κάβουρας προέρχεται μάλλον από το ελληνιστικό «κάραβος», που ήταν η καραβίδα (και από εκει βγήκε και το καράβι, ετυμολογικά εννοώ). Πρέπει να υποθέσουμε μιαν αντιμετάθεση (*κάβαρος), ίσως και επίδραση του «πάγουρος», για να φτάσουμε στο «κάβουρος», που ειναι ένας από τους μεσαιωνικούς τύπους. Η παλιότερη χρονολογημένη με ασφάλεια ανεύρεση της λέξης στην ελληνική γλώσσα πρέπει να είναι στον βυζαντινό γιατρό Νικόλαο Μυρεψό (13ος αι.) ο οποίος σε μια συνταγή του χρησιμοποιεί και «καβούρους έξι, άνευ των ποδών». Ωστόσο, στο συμπλήρωμα του Λίντελ Σκοτ υπάρχει «καβουράς», αυτός που ψαρεύει καβούρια, αλλά δεν το έχω δει. Επίσης, ο Ησύχιος στο λήμμα Κάβειροι εξηγεί «καρκίνοι», που δείχνει κάποιο μπέρδεμα των μυστηριακών θεοτήτων με τα καβουρια. Να σημειωσω, στον βυζαντινό Σπανό, και τον χαρακτηρισμό «καβουριομουνιομέτωπος».

Μια και ανέφερα χρονολογίες, να αναφέρω ότι το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει ως μεσαιωνικό το «καρκινοβατώ», που εγώ το βρίσκω μόνο στον Νεόφυτο Δούκα του 19ου αιώνα.

Η φρασεολογία μας, πέρα από τη φράση που ήδη ανέφερα, πάμε σαν τον κάβουρα, έχει κι αρκετές άλλες φράσεις με τον κάβουρα, περισσότερες απ’ ό,τι για τα άλλα καρκινοειδή, ίσως επειδή καβούρια υπάρχουν και στο γλυκό νερό, μακριά από τη θάλασσα.

Ας πούμε, λέμε «τι είν’ ο κάβουρας, τι είν’ το ζουμί του;» για κάτι που έχει χαμηλή αξία ή υπάρχει σε μικρή ποσότητα, άρα θα αφήσει αμελητέο κέρδος.

Επίσης λέμε «εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα», όταν καλούμε κάποιον να αποδείξει την αξία του στα δύσκολα. Ο πολυώνυμος καρκίνος του ιστολογίου την έχει ως σήμα κατατεθέν, αν και σχεδόν πάντα αυτό που νομίζει ως ατράνταχτο επιχείρημα είναι διάτρητο.

Λέμε επίσης «καβούρια έχει στην τσέπη του» για κάποιον σφιχτοχέρη, ότι γι’ αυτό τάχα τον λόγο δεν βάζει το χέρι στην τσέπη για να βγάλει και να ξοδέψει χρήματα. Οι φίλαθλοι των ομάδων χρησιμοποιούν συχνά το επίθετο «καβούριας» για τον πρόεδρο της ομάδας που δεν κάνει μεταγραφές -το έλεγαν πολύ για τον Βαρδινογιάννη στον Παναθηναϊκό.

Το επώνυμο Κάβουρας είναι πανελλήνιο. Βρίσκω ότι η μεγαλύτερη πυκνότητά του είναι στους Λειψούς. Κάποιοι το γράφουν με δύο β, Κάββουρας -αυτός ο τύπος επιχωριάζει στην Αρκαδία, Κοντοβάζαινα και Τρόπαια.

Το επώνυμο Καβούρης επιχωριάζει στις Σποράδες, Σκιάθο και Σκόπελο, καθώς και στον Γερολιμένα της Λακωνίας. Να θυμίσω το παπαδιαμαντικό διήγημα Έρμη στα ξένα, στο οποίο εμφανίζεται ο ξενιτεμένος στην Αίγυπτο φίλος του Παπαδιαμάντη, ο Γιαννάκης Καβούρης (είχαμε γράψει).

Κάβουρας λέγεται ένα εργαλείο των υδραυλικών και άλλων, με δαγκάνες σαν του ζώου, που έχουν ρυθμιζόμενο άνοιγμα. Καβουράκι όμως, περιέργως ίσως, δεν είναι κάποιο μικρότερο εργαλείο με δαγκάνες αλλά ένα είδος καπέλου, ρεπούμπλικα με στενό γύρο. Να ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του; Θα σας γελάσω.

Όμως, είπα καβουράκια κι έτσι θα κλείσω με τα Καβουράκια, το τραγούδι του Τσιτσάνη, για την πεταχτούλα την κυρία καβουρίνα που πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα κι αφήνει τα καημένα τα καβουράκια να κλαίνε στου γιαλού τα βοτσαλάκια. Θυμάμαι που οι κόρες μου το τραγουδούσαν μετά μανίας στον παιδικό σταθμό και στο σπίτι, και μάλιστα πρόφεραν «ο καβουράς» (πάει ο καβουράς το βράδυ).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *